ΕΛΠΙΔΑ
Δε βρίσκω λόγια να σας πω και να σας ιστορήσω τα βάσανα της προσφυγιάς και του ξεσπιτωμού μας, τις μέρες π' ακολούθησαν την εισβολή στην Άσσια, το εβδομήντα τέσσερα, στα μέσα του Αυγούστου. Ποτέ δε φανταζόμουνα πως θα 'ρθει κείνη μέρα διωγμένος απ' το σπίτι μου να ψάχνω τους δικούς μου, μονάχος μου στην προσφυγιά μες σε χιλιάδες άλλους, να τρέχω 'δώ να τρέχω 'κεί, ρωτώντας για να μάθω, αν είδαν τη γυναίκα μου, αν είδαν το παιδί μου, αν είδαν τον πατέρα μου, τ' αδέλφια μου τα άλλα, αν είδαν άλλους συγγενείς, γείτονες και γνωστούς μου. Ρακένδυτος, αξύριστος και νηστικός ακόμη, μιαν έγνοια είχα μοναχά, σκεφτόμουν τους δικούς μου. --Τι άραγε τους κάνανε; Τι έχουν απογίνει; Είναι ακόμη ζωντανοί στη δίνη του πολέμου; Κι αν είν' ακόμη στη ζωή, πώς άραγε περνούνε; Μεγάλη νύχτα. Ξάγρυπνος. Σκέψεις με βασανίζουν. Όλη τη νύχτα βουητά, και ποιος να κλείσει μάτι... σε μιαν αυλή κατάχαμα μας βρίσκ' η άλλη μέρα. Μέρες και νύχτες έρχονται, ολόκληρος αιώνας. Κανένα νέο... Τίποτα... Ο πόνος συνεχίζει να κατατρώει το κορμί, το νου και την ψυχή μας. Εκείνο που μας έμεινε είν' η ελπίδα μόνο... Λένε πως η ελπίδα μας πεθαίνει τελευταία. Αλήθεια είναι, το 'ζησα... Τον πόνο μαλακώνει, και όταν τον μοιράζεσαι, πιότερο λιγοστεύει... Κουράγιο δείξε, βρε ψυχή, υπομονή για λίγο, μέρες καλύτερες θα 'ρθούν, ελπίδα μόνο να 'χεις...
Άσσια που με ανάθρεψες
Άσσια που σε κουρσέψασιν, Άσσια αγαπημένη, Τ' Αυγούστου δεκατέσσερις τζι είσ' αλυσοδεμένη. Ήσουν για μας το καύχημα, της Μεσαρκάς καμάρι, μα τώρα σκλάβα σε κρατά του Τούρκου το ποδάρι.
Άσσια που με ανάθρεψες πάντα θα σ' αγαπάω, όσ' αναπνέω τζι όσο ζω, ποτέ δε σε ξεχνάω.
Του Άγιου Σπυρίδωνα, του Κκάσιαλου η μάνα, πεσόντων τζι αγνοούμενων - γι' αυτούς κτυπά καμπάνα- του Τάσσου Παπαδόπουλου, του υποστρατήγου Φώτη, κοίτα πώς σε κατάντησαν, σαν ήσουν πάντα πρώτη.
Όσα τζιαι να μου τάξουσιν εσένα μόνο θέλω, σε προσκυνώ, σε χαιρετώ, σου βγάζω το καπέλο. Ο πόλεμος μας χώρισε, η προσφυγιά μας δένει, τζιαι σύντομα θα σμίξουμε, σαν πρώτ'(α) ευτυχισμένοι.
Ν' ανάψω το κεράκι μου, το έχω καημό μου, τ' Αη-Γιωρκού τη μέρα του, του Τίμιου Προδρόμου, στον Άγιο Θεόδωρο, στης Παναγιάς τη χάρη, στον Άγιο Σπυρίδωνα, προτού Χάρος με πάρει.
Να κάμω τον περίπατο στη σιερόστρατά σου, στον Κάμπον τζιαι στον Τράχωνα να δω τα χώματά σου. Να πάω στο σχολείο μου, στο σπίτι το δικό μου, στους τάφους των προγόνων μου να πω το βάσανό μου.
Άσσια που με ανάθρεψες, πάντα θα σ' αγαπάω, όσ' αναπνέω τζι όσο ζω ποτέ δε σε ξεχνάω...
Άσσια μου πονεμένη
Άσσια, που μας ανάγιωσες, Άσσια μου πονεμένη, δε σε ξεχνούμε μεις ποτέ, σε σε ο νους μας μένει. Ήρθαμε δω και σήμερα, στη μνήμη σου και πάλι, λόγια να σου χαρίσουμε, μικροί, μα και μεγάλοι.
Ήσουν για μας η μάνα μας, ήσουν για μας καμάρι, και όσα χρόνια κι αν διαβούν, θα 'σαι για μας φανάρι, για να φωτίζεις συνεχώς το δρόμο όπου πάμε, εσένα να 'χουμ' οδηγό εκεί που τριγυρνάμε.
Αύγουστο μήνα φύγαμε, μας διώξαν με τη βία, κι η προσφυγιά μάς πότισε φαρμάκι, δυστυχία. Εσένα δεν ξεχάσαμε, στον νου μας πάντα θα 'σαι, περίμενε και θα 'ρθουμε, μην κλαις και μη λυπάσαι.
Κι αν το κορμί σου κούρσεψαν, το πάτησαν οι ξένοι, τον Γολγοθά η Ανάσταση πολύ δεν περιμένει. Θα 'ρθούμε να γιορτάσουμε Χριστούγεννα και Πάσχα, στις εκκλησιές να ψάλλουμε, "Άσσια, και συ ανάστα".
Τα σπίτια μας να πάρουμε πίσω και τα χωράφια, τις εκκλησιές, τους δρόμους μας, που Βατυλή ως Αφάνεια. Όλοι μαζί να ζήσουμε σαν πρώτ' αγαπημένοι, Ασσιώτες να λεγόμαστε, στην Άσσια γεννημένοι.
Άσσια, δε σε ξεχάσαμε, Άσσια μου πονεμένη! Και το μαχαίρι απ' την καρδιά όπου και να 'ναι βγαίνει. Μαζί σου θα γιορτάσουμε, με τους Αγίους αντάμα, αυτό σου υποσχόμαστε, σου κάνουμε το τάμα.
|