Γιαννής Πελεκάνος - Αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή Εκτύπωση

ΥΜΝΟΣ-ΘΡΗΝΟΣ-ΠΟΝΟΣ-ΔΑΚΡΥΑ-ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΣΙΑ ΜΑΣ, που εκδόθηκε πρόσφατα.

 

Μες στην καρκιάν της Κύπρου μας, της Μεσαρκάς επίσης
ευρίσκεται η Άσσια μας, απ' όπου ξεκινήσεις.
Άν πας που την Αμμόχωστον, τα μίλια εν κοσπέντε,
μα που τη Χώρα αν θα πας, εν μόνο δεκαπέντε.
Αν πας από τη Λάρνακα, τζιαι με το ίδιο μέτρο
κάμεις σταυρό προς το βορκά η Άσσια εν στο κέντρον.

...............................................................................................

Ο Άγιος Σπυρίδωνας στην Άσσια μας γεννήθη,
μεγάλωσεν, παντρεύτηκεν, που ούλους αγαπήθη.

..............................................................................................
Λλίον πριν φύει η Τουρτζιά 'κτακόσια εξηντάνα
είπαν να κτίσουν εκκλησιές, να βάλουν τζιαι καμπάνα.
Τσιππώσαν ούλλοι μια γροθκιά στες δκυο τες γειτονιές
οι πάνω τζιαι οι κάτω χτίσασιν δκυο εκκλησιές.

..............................................................................................

Τρεις αιώνες στην Τουρτζιάν, δώδεκα γενιές αλλάξαν.
Κανένας δεν προσκύνησεν όσα χρόνια περάσαν.
.............................................................................................

Με τους Εγγλέζους η ζωή εν ήταν τζιαι μελένια,
μα φάνηκεν τζιαι φούντωσεν τζιαι της Ελλάδας έννοια.

..............................................................................................

Ήρτεν το πενήντα πέντε, εσήμανεν η ώρα,
πριν χρόνια ετοιμάζετουν, η μπόρα ήρτεν τώρα.
Ξεσηκώθην ούλ' η Κύπρος, μαζίν τζιαι οι Ασσιώτες,
με πίστη στο καθήκον τους όλ' ήσαν πατριώτες.
..............................................................................................

Πικρά- γλυτζιά, καλά-κακά ήρτ' ανεξαρτησία,
δεν ήταν το ποθούμενον, μα 'σιεν κάποιαν αξία.
..............................................................................................

Πρόοδος τζιαι πολιτισμός συνέχεια φουντώνει,
πού να φανταστεί ο κόσμος πως κάποτε τελειώνει;
..............................................................................................

Με Χουντικούς κάτι κουτοί τζιαι τη δυναμική τους,
ν' αλλάξουσιν κυβέρνηση, να βάλουσιν δική τους.
Εκάμαν πραξικόπημα, χωρίς να πολογίζουν
τους Τούρκους που 'ταν έτοιμοι εμάς να ξεκληρίσουν.
Ήταν βδομήντα τέσσερα, είκοσι Ιουλίου,
μια μέρα του καλοτζιαιρκού, στη βράση του ηλίου.
Οι Τούρτζιοι μπήκαν στο βορκά, κοντά στο πέντε μίλι,
χωρίς να βρουν αντίσταση, γινήκαμε ρεζίλι.
......................................................................................................

Στις δεκατέσσερις λοιπόν τ' Αούστου καλοτζιαίρι,
Ξανάρχισαν την εισβολήν εις τα δικά μας μέρη.
Μπαίνουν οι Τούρτζιοι στο χωρκόν, οι σκοτωμοί αρχίσαν.
Πυροβολούν κατά παντού, τίποτε δεν αφήσαν.
Άρχισεν η καταστροφή, ρημάσσουσιν τα πάντα,
φορτώνουν τζιαι λεηλατούν, τα φορτηγά γεμάτα.
Μέρες περνούν εις την σκλαβκιά, οι άλλοι πού επήαν;
Βρεθήκαν εις την προσφυγιάν, φοϊτσιασμέν' εφύαν.
................................................................................................

Τότε ακούστην μια κραυγή, φωνή απελπισίας,
της Άσσιας αναστεναγμός, που βάθη της καρδίας.
--Πού πάτε τζιαι μ' αφήνετε μες στα θηρία μόνη;
Θα με χτυπούν αλύπητα, όπως χτυπούν τ' αμόνι.
Θα με κατασπαράξουσιν, τα σπίδκια θα χαλάσουν.
Θα ζιούσιν μέσα στη βρομιά, ούλλα θα τα αλλάξουν.
.........................................................................................................

Γεμάτα δκυο λεωφορεία που πιάσαν που τους πρώτους,
παίρνουν τους στην πρωτεύουσα, τους έχουν αιχμαλώτους.
Τζιαμαί ξαναδκιαλέξαν τους, είπαν κάποιοι εν μεγάλοι,
δεν κάμνουν για αιχμάλωτοι, να πάσιν πίσω πάλι.
Τι γίναν, τι τους έκαμαν, κανένας εν ηξέρει.
Είπαν εν αγνοούμενοι, άφαντοι που τα μέρη.
...........................................................................................................

Τούτος ο τόπος δεν μπορεί να έσιει έτσι τύχην.
Τούτου του κόσμου αξίζει του ξανά να επιτύχει.
......................................................................................................

Πότε να 'ρτει τζιείνη ώρα πο'ν να πιάσουμεν την στράτα,
νέοι, γέροι, γριές, μάνες, κράτα καρκιά μου κράτα.
......................................................................................................

Πκιάστε κοπέλες το χορό, τζι οι νέοι τα τραούδκια
Τζιαι ξεκινούμεν, Άσσια μας, μ' ολόασπρα λουλούδκια.
--Πιάστε μαστόροι το χορό, δουλειά να ξεκινήσει,
η Άσσια να ξαναχτιστεί π' ανατολήν ως δύση.
Χαλάστε τζιειν' τον τοίχο που μοιράζει το κορμί μου.
Κάμετε ειρήνης έργα, ν' ανασάνει η ζωή μου.