Άγιος Σπυρίδων εν Χωριώ Ασκία Γεννηθείς...
Ίντα λαμπρόν εν π' άναψες, Άσσια, μες στην καρκιά μας. Ίντα πληγήν εν π' άνοιξες που 'νεπαμόν εν έσιει. Πόνος βαρύς, ασήκωτος, για μας τζιαι τα παιδκιά μας. Πληγ' ανοιχτή, αγιάτρευτη, που μέρα νύχταν τρέσιει.
Ίντα κακόν εν πο 'δωκεν πάνω στην τζιεφαλή μας. Πόσσω σου να σε δκιώχνουσιν στον εικοστόν αιώνα! Μιάλη φωθκιά, μιάλον κακόν, έππεσε στην αυλή μας τζιαι σκόρπισεν μες στην καρκιάν αβάσταχτο σιειμώνα.
Σγιαν τη φωθκιάν της λαμπρατζιάς π' αρκώνει τζιαι φουντώνει, σγιάν το ανεμοφύσημαν που δέντρα ξεριζώνει, τζιαι σγιαν το αφρομάνισμαν που το γιαλό σαρώνει, Έτσι τζι η πίκρα της καρκιάς για σένα δυναμώνει.
Κρούζω τζιαι λαγκοδέρνομαι, Άσσια, σαν σ' αθθυμούμαι Μα 'χω ελπίδα στην καρκιάν, βασταερήν παρηορκάν, πως σύγκοντα της ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ύμνο θα τραουδούμε.
Της ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ τα σήμαντρα βροντόλαλα, μεσούρανα, θα ηχήσουν πέρα ως πέρα, σημάδκια άμετρης χαράς της προδωμένης μας γενιάς για τη γιορτάρα μέρα.
Τζι ο Κκάσιαλος από ψηλά, μόλις το εννοήσει, το έργον του τ' ατέλειωτο θα 'ρτει να συνεχίσει. Τες ζωγραφκιές που άρκεψεν να τες καλοτελειώσει, τον Άγιο Σπυρίδωνα να τον ολοκληρώσει.
Τζι ύστερις ούλλοι χωρκανοί λαμπάδαν να τ' ανάψουν, στη χάρην του τα τάματα να φέρουν τζιαι να κλάψουν. Να κλάψουν για την άγιαν επιστροφής ημέραν, ξανά μέσα στα σπίθκια τους να ζήσουν με μανιέραν.
Η Μάνα του Αγνοούμενου
Το γιο σου το λεβεντονιό οι Τούρκοι, μάνα, αδράξαν κι ο πόνος βαριοπλάκωσε την άραχλη ψυχή σου. Ο κόσμος όλος σείστηκε, γκρεμίστηκε η πλάση, όταν το μαυροχάπαρο σου φέρανε μια μέρα.
Τρεμουλιαστή, λυπητερή βγαίνει η φωνή σου, μάνα. Λαλεί την πίκρα τη βαριά και τις καρδιές ραγίζει. Βαρύς κι ο αναστεναγμός που βγαίν' από τα στήθια, το γιο θρηνώντας τον καλό, τον ακριβό που εχάθη.
Εχάθη σαν τον πήρανε των βάρβαρων φουσάτα και ρήμαξαν τα ονείρατα της όμορφής του νιότης, τη μάνα του αφήνοντας μερόνυχτα στο κλάμα, κατάμονη στην πίκρα της σαν το κερί να λιώνει.
Το δίκιο πνίγει την καρδιά τη ραγισμένη, μάνα. Βαρύ και αναπάντητο ένα "γιατί" αιωρείται, με το καυτό το δάκρυ σμίγοντας, που αυλακώνει το μάγουλο που εχάραξαν της πίκρας οι ρυτίδες.
Το γόνυ κλίνω ευλαβικά μπροστά σε σένα, μάνα. Κλίνω και υποκλίνομαι μπρος στη σεπτή θωριά σου της Κύπρου απεικόνισμα, μάνα λεβεντομάνα, μπροστάρισσα, λεβέντισσα σε μας χαράζεις δρόμο.
Στην Άσσια μου...
Ήσουν χωρκόν πανέμορφον, Άσσια μου παινεμένη, μα σήμερα γερήμιασες τζι είσαι μαραζωμένη. Που πάνω σου επέρασεν το κοφτερόν λεπίδιν, νεκρούς τζιαι αγνοούμενους έσιεις πολλούς, βριμίδιν.
Άσσια μου, δίχα σου εν κάμνω, με νύχταν με ημέρα, μοιάζω με κάρβουνο σβηστόν σγιαν εν έσιει αέρα. Πιάνει με το παράπονον, γιατ' εν είμαι κοντά σου, να πνάσω μες στα σιέρκα σου, μέσα στην αγκαλιά σου.
Έχουμεν ούλλα τα καλά, τίποτες εν μας λείπει, όμως στα φυλλοκάρκια μας ερίζωσεν η λύπη. Τόσο βαθκιά ερίζωσεν σγιαν το κριάς στο νύσιιν, σγιαν βυζακώνει τζι εν φεύκει που το κορμίν τσιβίτζιιν.
Ο Άουστος μας έφερεν του 'ν το κακόν το μιάλο. Εν είασιν τα μμάθκια μου κακόν σγιαν τούτον άλλο, να χάνν' η μάνα το παιδί τζιαι το παιδί τη μάνα. Ακόμα αθθυμούμαι το τζιαι λούνουμαι στο κλάμα.
Το Τουρκολόιν πλάκωσεν στης Άσσιας μας τους τόπους ν' αρπάξει που τα έτοιμα, γρόνων πολλών τους κόπους, σγιαν σσιίζει γύπας που ψηλά, όντας θα δει ψοφίμι. Έτσι τζι ο Τούρκος χίμηξε πάνω σου σαν αγρίμι.
Άγιε μου Σπυρίωνα, άγιε του χωρκού μας, καμάριν τζιαι μανιέρα μας του γιέρημου νησιού μας. Βάλε τζιαι σου το σιέρι σου, κάμε μου τού 'ν τη χάρη τζιαι δκιώξε που τον τόπο μας ούλλον το τουρκομάνι.
|