Κωνσταντία Κούππα - Παττίχη - Φωνές γυναικείες, ασσιώτικες μνήμες |
Εσταύρωσα τους άρτους τζιαι είπα: Δόξα Σοι ο Θεός. Εμπήκαν, εψηθήκαν καλά τζιαι εν γυαλιστεροί. Έτσι εκαμάρωνα τζιαι την πρώτη βολά πο ΄καμα μόνη μου άρτους, γιατί ήταν πιο καλοί που της μάνας μου! * Που ΄μουν μιτσιά, έστειλέ με η μάνα μου στον μπακκάλη, κάτι εχρειάστηκε για τες ετοιμασίες. Πάντα στο παναύρι μας έρκουνταν οι κουμπάροι των γονιών μας οι ξενιτζιοί τζιαι εστρώναμε τραπέζια. Εδίκλησε ο Χατζηώρκος τζιαι λαλεί μου: Ενν το ξέρουν οι γονιοί σου πως του Προδρόμου, μεγάλη η χάρη του, ενν κόφκει ούτε κρομμύι το πλάσμα; Τζιαι σάζουνται για ζιαφέττι; Έθελα να αννοίξει η γη να με καταπιεί. Μα, εν να ΄χουμε ξένους, θκειε, είπα του, εν να ΄ρτουν οι κουμπάροι τους, εν αντροπή, λαλούσι, να μεν τους ταΐσουμεν καλοφαΐαν. ** Πο παντρεύτηκα άλλαξα γειτονιά. Η μάνα μου εμαράζωνεν, γιατί το λατζιί ήταν μακρά τζιαι ετυραννιούμουν, για να κουβαλήσω νερό έσσω μας. Εμαράζωνα τζιαι εγιώ π΄άφηκα τη γειτονιά μου. Αθθυμούμαι το γέννημα του νήλιου έρκετουν η γειτόνισσά μας η Αισιέ τζιαι εφώναζε του τζιυρού μου να βκιει στο ξωπόρτι, για να τον γει ο άντρας της ξημέρωμα, να πάει καλά η μέρα του. Εστάθηκα όμως άξια, γιατί έβαλλα τη δύναμη του Θεού τζιαι αντάκωννα, όπως εκάμναν οι παππούες τζι΄ οι γονιοί μου. Έκαμνα τες δουλειές μου ούλλες: εζύμωννα, επλύνισκα, εκαθάριζα, εκουβάλλουν νερό, επήαιννα στα χωράφκια, εκέντουν τζι΄ είχα τζιαι κάχε λίο βρεφούι μες τη σούσα. Έτσι μέρες ασπρόγιαζα τζιαι τους τοίχους ούλλους. Εμουσκομύριζε το σπίτι μας όπως το χωρκό μας, που τη μια νάκρα ως την άλλη.
*** «Ως των αιχμαλώτων ο ελευθερωτής, Έτον ενέφανεν, μιλά τζιαι γελά με τους φίλους του. Ήντα λεβέντης πο ΄ναι! Εννά σταθώ δαμαί με τες παρέες μου, την ώρα που ν΄ αρκέψουν τα τριάππηδκια να καρσιιλατιστούμε.
Όι, μάνα μου, όι τούτο πόψε, εν Μεγάλη Πέμπτη, αύριο εν να ψάλουν τον επιτάφιο θρήνο, εφώναξεν η στετέ της Μυρούλλας. Με το ζόρι εκρατούσαμε τα μάθκια μας ανοιχτά, ήμασταν μιτσιές αμμά εθέλαμε να ξαγρυπνήσουμε τζιαι μεις, να προσέχουμε τον Εσταυρωμένο. Ευτυχώς αφήκαν μας. Το πρωί που εφκήκαμε έξω, στην αυλή της εκκλησιάς, εμουσκομυρίζαν οι αθθοί. Πριν να πάμε να τζιοιμηθούμε λίο, εσσυφωνήσαμε να μεν χάσουμε το στόλισμα του Επιταφίου. Πρώτα θα πηαίναμε στον κήπο του σχολείου, για να κόψουμε φκιόρα, τζι' ύστερα θα γυρίζαμε τες γειτονιές. Άτε, τζιαι κοντεύκει η Ανάσταση, πο να βάλουμε τα άπαννά μας, ρούχα τζιαι παπούτσια! * * * * * * * * * * * * * * * * * * Έγυρε το μεσομέρι. Οι κρότοι που ακούαμε που μακρυά εσβήσαν, μα εσφυρίζαν οι σφαίρες σαν να 'ταν μες τες στράτες του χώρκου μας. Αρκέψαν μες τες γειτονιές ν' ακούουνται φωνές που δυναμώναν: Βουράτε, έρκουνται οι Τούρτζιοι οι οι ... * * * * * * * * * * * * * * * * * Εποσιέπαζα που τ' ανώι. Ο γέρος ο βρακάς ομπρός τζι' οι Τούρτζιοι με τα όπλα πίσω. «Ως πότε παλικάρια να ζούμε στα στενά Απάγγελλέ τους το Θούριο του Ρήγα! Ευτυχώς που εν καταλάβουν ήντα που λαλεί, είπα. * * * * * * * * * * Φύε, κόρη μου, που την πόρτα, εφώναξεν ο τζιύρης μου. Πήαινε με τη μάνα σου στο ασιελωνάρι. Γύριση μέρα εμπήκαν έσσω μας κάτι Τουρτζιά που 'χαν αλισφερίσιι με τον τζιύρη μου. Με φοάσαι, θκειε, είπεν του ο ένας, φέρ' μου χαρτί να σου γράψω εγιώ που ξέρω να μεν σας πειράξουν. Ο Θεός, ευτυχώς, ελυπήθην μας. Που μας εσυνάξαν ούλλους τζιαι έδειξεν ο τζιύρης μου το χαρτί του θκειου μου που' ξερε τη γλώσσα είπεν του πως έγραφε: Δαμέσα έσιει κοπέλλες. * * * * * * * * * * * * * * Εγιώ αρνήθηκα να πάω. Η ψυσιή μου έθελε, μα η καρκιά μου εν εμπορούσε, τζιαι η λογική εμέτρα τες συνθήκες. Εγιώ εν να πάω πον να ΄ρτει η ώρα της δικαίωσης. Αν δεν προλάβω ούτε εγιώ, όπως οι παππούες μου τζιαι οι γονιοί μου, λαλώ στην κόρη μου να μεν ξηχάσει, πον να ΄ρτει η ώρα, να πάρει τζιαι τα κόκκαλα των πεθαμένων μας μιτά της, να τα θάψει στο νεκροταφείο μας δίπλα στην Παναγία, στον κάμπο μας, τζαμαί εν ο τόπος τους τζιαι ο προορισμός τους.
Το πιο πάνω κείμενο της Κωνσταντίας Κούππα - Παττίχη αποτέλεσε μέρος της ετήσιας εκδήλωσης Μνήμης και Τιμής - Άσσια / Αγνοούμενοι, που πραγματοποιήθηκε στις 28 Αυγούστου 2011 στον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα στο Σκαλί Αγλαντζιάς.
|