Κωνσταντία Κούππα - Παττίχη - Φωνές γυναικείες, ασσιώτικες μνήμες Εκτύπωση

 

Εσταύρωσα τους άρτους τζιαι είπα: Δόξα Σοι ο Θεός.  Εμπήκαν, εψηθήκαν καλά τζιαι εν γυαλιστεροί.  Έτσι εκαμάρωνα τζιαι την πρώτη βολά πο ΄καμα μόνη μου άρτους, γιατί ήταν πιο καλοί που της μάνας μου!
-Τίμιε Πρόδρομε, αξίωσ΄  μας τζιαι φέτι να τιμήσουμε την μνήμη σου.

                                                                        *

Που ΄μουν μιτσιά, έστειλέ με η μάνα μου στον μπακκάλη, κάτι εχρειάστηκε για τες ετοιμασίες. Πάντα στο παναύρι μας έρκουνταν οι κουμπάροι των γονιών μας οι ξενιτζιοί τζιαι εστρώναμε τραπέζια. Εδίκλησε ο Χατζηώρκος τζιαι λαλεί μου: Ενν το ξέρουν οι γονιοί σου πως του Προδρόμου, μεγάλη η χάρη του, ενν κόφκει ούτε κρομμύι το πλάσμα; Τζιαι σάζουνται για ζιαφέττι; Έθελα να αννοίξει η γη να με καταπιεί. Μα, εν να ΄χουμε ξένους, θκειε, είπα του, εν να ΄ρτουν οι κουμπάροι τους, εν αντροπή, λαλούσι, να μεν τους ταΐσουμεν καλοφαΐαν.

                                                                          **

 Πο παντρεύτηκα άλλαξα γειτονιά. Η μάνα μου εμαράζωνεν, γιατί το λατζιί ήταν μακρά τζιαι ετυραννιούμουν, για να κουβαλήσω νερό έσσω μας. Εμαράζωνα τζιαι εγιώ π΄άφηκα τη γειτονιά μου. Αθθυμούμαι το γέννημα του νήλιου έρκετουν η γειτόνισσά μας η Αισιέ τζιαι εφώναζε του τζιυρού μου να βκιει στο ξωπόρτι, για να τον γει ο άντρας της ξημέρωμα, να πάει καλά η μέρα του. Εστάθηκα όμως άξια, γιατί έβαλλα τη δύναμη του Θεού τζιαι αντάκωννα, όπως εκάμναν οι παππούες τζι΄ οι γονιοί μου. Έκαμνα τες δουλειές μου ούλλες: εζύμωννα, επλύνισκα, εκαθάριζα, εκουβάλλουν νερό, επήαιννα στα χωράφκια, εκέντουν τζι΄ είχα τζιαι κάχε λίο βρεφούι μες τη σούσα. Έτσι μέρες ασπρόγιαζα τζιαι τους τοίχους ούλλους. Εμουσκομύριζε το σπίτι μας όπως το χωρκό μας, που τη μια νάκρα ως την άλλη.

 


                                                                          ***

                                               «Ως των αιχμαλώτων ο ελευθερωτής,
                                               Και των πτωχών υπερασπιστής
                                               ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος
                                               Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε,
                                               πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.»


Έτον ενέφανεν, μιλά τζιαι γελά με τους φίλους του. Ήντα λεβέντης πο ΄ναι! Εννά σταθώ δαμαί με τες παρέες μου, την ώρα που ν΄ αρκέψουν τα τριάππηδκια να καρσιιλατιστούμε.


                                                                    ****
                                                «Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ,
                                                και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
                                                συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν. »


Όι, μάνα μου, όι τούτο πόψε, εν Μεγάλη Πέμπτη,  αύριο εν να ψάλουν τον επιτάφιο θρήνο, εφώναξεν η στετέ της Μυρούλλας. Με το ζόρι εκρατούσαμε τα μάθκια μας ανοιχτά, ήμασταν μιτσιές αμμά εθέλαμε να ξαγρυπνήσουμε τζιαι μεις, να προσέχουμε τον Εσταυρωμένο. Ευτυχώς αφήκαν μας. Το πρωί που εφκήκαμε έξω, στην αυλή της εκκλησιάς, εμουσκομυρίζαν οι αθθοί. Πριν να πάμε να τζιοιμηθούμε λίο, εσσυφωνήσαμε να μεν χάσουμε το στόλισμα του Επιταφίου. Πρώτα θα πηαίναμε στον κήπο του σχολείου, για να κόψουμε φκιόρα, τζι' ύστερα θα γυρίζαμε τες γειτονιές. Άτε, τζιαι κοντεύκει η Ανάσταση, πο να βάλουμε τα άπαννά μας, ρούχα τζιαι παπούτσια!


                                                               * * * * *
Εκαθαρίζαμε πατάτες τζιαι εμείναν μες τα σιέρκα μας. Επαγώσαμε ούλλες, το ράδιο ελάλεν πως εγίνην πραξικόπημα τζιαι πως εσκοτώσαν τον Μακάριο. Παραιτάτε τα ούλλα, έννεν ώρα για τραπέζια τζιαι για Δευτέρα του γάμου, είπεν η μάνα μου.

                                                              * * * * * *
Σάββατο, έχω τόσες δουλειές να κάμω, μα εν γιορτή, του Προφήτη Ηλιού, εν κρίμα να μάχουμαι δουλειές, εσκέφτηκα. Άννοιξα το ράδιο. Σαν ελάλεν την πρωινή προσευχή, άξιππα, εξεκίνησε τα εμβατήρια. Εκοντοστάθηκα τζιαι έδωκα προσοχή. Έβαλα μια φωνή, εσηκωθήκαν ούλλοι. Έβκην η κόρη μου στο παναχύρι τ' ανωγιού.
Ήντα πο 'παθες, μανά, τζιαι τζυριλλάς; Ανούτε, τζιαι κατέβην η Τουρτζιά στην Τζιερύνεια, είπα τους τζιαι έππεσα χαμαί.

                                                              * * * * * * *
Παπά, ήντα που γίνεται; ερώτησα, έτσι όπως ήμουν κουβαρκασμένη κάτω που τη σκάλα.  Με φοάσαι κόρη μου, είπε μου, εν τα αντιαεροπορικά μας τζιαι χτυπούν τ΄ αεροπλάνα των Τούρκων, τζιαι επήεν να ξουριστεί, γιατί έφαν τον το γένι, όπως είπεν. Το ραδιούι πο κράτουν μες τα σιέρκα μου ελάλεν πως ο στρατός μας αναδιπλώνεται ομαλά στη Μια Μηλιά. Η μάνα μου επήε στο ανώι τζιαι κάτι έκαμνε στη μηχανή. Εβάλαμε της ούλλες τες φωνές: Μανά, εν ώρα τωρά να κεντήσεις; Εν ηξέρετε εσείς, είπε.  Ράφκω σακκουλούθκια να βάλω τα χρουσά της στετές μου μέσα. Όπως μου 'λάλε, εχώναν τα πάνω τους στα γρόνια τα παλιά οι γεναίτζιες, για να τα γλιτώσουν που τα σιέρκα των Τούρκων.


Έγυρε το μεσομέρι. Οι κρότοι που ακούαμε που μακρυά εσβήσαν, μα εσφυρίζαν οι σφαίρες σαν να 'ταν μες τες στράτες του χώρκου μας. Αρκέψαν μες τες γειτονιές ν' ακούουνται φωνές που δυναμώναν: Βουράτε, έρκουνται οι Τούρτζιοι οι οι ...
Εβκήκαμε μονομιάς στο στενό, ο τζιύρης μου ήταν με τες σαπουνιές εις τη βούκκα. Εκράτουν το ραδιούι κόμα στα σιέρκα μου.

                                                             * * * * * * * *
Τη νύχτα, στο Δασάκι της  Άχνας , άφηκά το πας τη μαξιλάρα του λεωφορείου του θκειου μου. Εκλείαν τα μάθκια μου τζι' εσυντρομάσσουμουν. Εβουίζαν κόμα τ' αεροπλάνα μες τ' αφκιά μου τζιαι εγεμώναν τα μμάθκια μου με τη σκόνη πο σηκώναν τ' αυτοκίνητα το ένα πίσω που τ' άλλο. Επήραν τους δρόμους, να παν πού;

                                                            * * * * * * * * *

Εποσιέπαζα που τ' ανώι. Ο γέρος ο βρακάς ομπρός τζι' οι Τούρτζιοι με τα όπλα πίσω.


                                  «Ως πότε παλικάρια να ζούμε στα στενά
                                  μονάχοι σα λιοντάρια στις ράχες στα βουνά;»


Απάγγελλέ τους το Θούριο του Ρήγα! Ευτυχώς που εν καταλάβουν ήντα που λαλεί, είπα.

                                                             * * * * * * * * * *

Φύε, κόρη μου, που την πόρτα, εφώναξεν ο τζιύρης μου. Πήαινε με τη μάνα σου στο ασιελωνάρι.   Γύριση μέρα εμπήκαν έσσω μας κάτι Τουρτζιά που 'χαν αλισφερίσιι με τον τζιύρη μου. Με φοάσαι, θκειε, είπεν του ο ένας, φέρ'  μου χαρτί να σου γράψω εγιώ που ξέρω να μεν σας πειράξουν. Ο Θεός, ευτυχώς, ελυπήθην μας. Που μας εσυνάξαν ούλλους τζιαι έδειξεν ο τζιύρης μου το χαρτί του θκειου μου που' ξερε τη γλώσσα είπεν του πως έγραφε: Δαμέσα έσιει κοπέλλες.

                                                             * * * * * * * * * * *
Είδα τα φορτηγά γεμάτα. Εστέκουνταν ούλλοι παγωμένοι μες την κάψα του Αυγούστου, με τα σιέρκα δημμένα πίσω με το ττέλλι. Πού εξεκινήσαν να τους πάρουν; Τόσες ημέρες είχαν τους χώρκα μες τους καφενέες τζιαι μας τες γεναίτζιες τζαι τα μωρά εκουβαλήσαν μας σ' ορισμένα σπίθκια. Με φαΐν είχαμε, με νερό.  Έτρωέν μας ο φόος τζι' η έννοια τους. Εμείς ετρέμαμε τζιαι τα Τουρτζιά εφορτώνναν κάθι μέρα ό,τι εβρίσκαν μες τα σπίθκια μας πο μείναν με τες πόρτες ανοιχτές. Το χωρκό μας εγίνην, Άουστο μήνα, φυλακή που εβρόμεν.

                                                                *
Πο παντρεύτηκα η μάνα μου έκλαιε. Εστάθην εις την εκκλησιά μόνη της στο σκάμνο. Τόσα χρόνια δεν εβρέθην έναν πλάσμα να μας πει ήντα που τους εκάμαν. Ήταν έσσω τους που τους επιάσαν, με όπλα είχαν με τίποτε. Στο σχολείο, άμαν ερώταν η δασκάλα για τους γονιούς μας, έθελα να μεν έρκετουν η σειρά μου, γιατί κάθε φορά που ελάλουν: Ο παπάς μου εν αγνοούμενος, εκοιτάζαν με περίεργα, εν έθελα να με λυπούνται.


                                                               * *
Το χωρκό μας άλλαξε, εμίτσιανε. Έτσι είπαν όσοι επήαν, άμαν ανοίξαν, όπως είπαν, τα οδοφράγματα. Ο άντρας μου τζι' η κόρη μου επήαν, Μεγάλη Παρασκευή. Ήβραν το πατρικό μου, χωρίς να το ξέρουν τζι' ο αρφός μου εν το εκατάλαβε. Εκοίταζε που τη μια τον τοίχο στη σιερόστρατα τζιαι που την άλλη το χαλαμάντουρο μπροστά του τζι΄ ελάλε: Έννε το σπίτι μας τούτο, έννε το σπίτι μας...


Εγιώ αρνήθηκα να πάω. Η ψυσιή μου έθελε, μα η καρκιά μου  εν εμπορούσε, τζιαι η λογική εμέτρα τες συνθήκες. Εγιώ εν να πάω πον να ΄ρτει η ώρα της δικαίωσης. Αν δεν προλάβω ούτε εγιώ, όπως οι παππούες μου τζιαι οι γονιοί μου, λαλώ στην κόρη μου να μεν ξηχάσει, πον να ΄ρτει η ώρα, να πάρει τζιαι τα κόκκαλα των πεθαμένων μας μιτά της, να τα θάψει στο νεκροταφείο μας δίπλα στην Παναγία, στον κάμπο μας, τζαμαί εν ο τόπος τους τζιαι ο προορισμός τους.


Σημείωση

Το πιο πάνω κείμενο της Κωνσταντίας Κούππα - Παττίχη αποτέλεσε μέρος της ετήσιας εκδήλωσης Μνήμης και Τιμής - Άσσια / Αγνοούμενοι, που πραγματοποιήθηκε στις 28 Αυγούστου 2011 στον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα στο Σκαλί Αγλαντζιάς.