Παναγιώτης Τσικουρή - Ποιήματα |
Στην Παναγιά της Άσσιας Στην εκκλησιά Σου, Παναγιά, προσκύνημα έχω τάξει Στη χάρη Σου γονατιστός θα 'ρθώ να προσκυνήσω, Σε Σένα που 'σουν του χωριού αφέντρα τόσα χρόνια, Μ' άλλους μαζί θαυματουργούς πέντε του Γιου Σου Αγίους Μα τώρα, τώρα, Παναγιά, όλα 'ναι αλλαγμένα, Αντίχριστοι ερήμαξαν την όμορφ' εκκλησιά Σου, Τώρα απέμεινες κλειστή, χωρίς παπά και ψάλτη, Εμείς μέσα στην προσφυγιά όπου της γης κι αν ζούμε, Πού 'ναι τα πανηγύρια μας; Πού 'ναι οι λιτανείες; Κάθε γιορτή Σου ήταν χαρά! Χορό και πανηγύρι Μόνη σου τώρα συντροφιά μείναν οι πεθαμένοι, Κανένας δε Σου έρχεται στα μνήματα να κλάψει Εσύ όμως κάτι τους λες, κάτι τους ψιθυρίζεις, πως κάποια μέρα θα 'ρθουνε οι χριστιανοί κοντά τους, Και στη δική Σου εκκλησιά να ξαναλειτουργήσουν, Στην παντοδυναμία Σου την πάσα μας ελπίδα Κάνε τώρα το θαύμα Σου, σύντριψε τον Αττίλα,
Το παράπονό μου Όταν ανθίζ' η πασχαλιά κι η γης ριζοβολάει, κι όταν της πόλης οι θνητοί κινούν για το χωριό τους, και ρίχνονται στην αγκαλιά αυτών που ζουν ακόμα, τότε η δική μου η καρδιά χτυπά και πάει να σπάσει, γιατί τους βάλανε φραγμό τα τούρκικα φουσάτα, Τότε παράπονο πικρό πνίγει τα σωθικά μου, Στο πατρικό το σπίτι μου να μπω να περπατήσω, Εις του οντά τα μάρμαρα να κάτσω, να ξαπλώσω, Κι απ' της μεγάλης της αυλής το τρίσβαθο πηγάδι Και μέσ' απ' της κληματαριάς τα πράσινα τα φύλλα Να βγω στους δρόμους του χωριού, να ξαναπερπατήσω Στους κάμπους να περπάταγα, στο καρπερό τους χώμα, Να θυμηθώ τα όμορφα, τα παιδικά μου χρόνια, Σαν όλ' αυτά τα θυμηθώ, ανάβουν τα λαμπρά μου
Μην αποκάμεις, πρόσφυγα, τις ρίζες ν' αγναντεύεις, Αφού δεν έχεις δύναμη κι άρματα να σηκώσεις, Να γίνει ο λόγος σου σπαθί, η θέληση σου ατσάλι, Ν' αφήσουν τα ονείρατα, τη φαντασίωσή τους, Και τους ελεύθερους λαούς προσπάθησε να πείσεις, Κοίτα και με τους σύνοικους να ξανασυμβιώσεις Κοινής πατρίδας τ' αγαθά όλοι να μοιραστούμε Δρόμο στενό και δύσβατο που απαιτεί θυσίες, Για να μας βγάλει κάποτε στα πατρογονικά μας, Τους τρίτους πια ν' αφήσουμε όλ' οι συγκληρονόμοι,
Μέριασ', Αττίλα, να διαβώ! Η Κύπρος ματωμένη Μέριασε, Αττίλα, για να μπω στα πατρογονικά μου, Στη γη που την εμόλυνε η βάρβαρη φυλή σου, Κρικέλια, Αττίλα, δεν έχει να τη μετακινήσεις Μέριασ' , Αττίλα, να διαβώ, η βρομερή σου μπότα Την πίστη μου βεβήλωσες, μου πήρες και το βιος μου, Στρατούς δεν έχω κι άρματα, όσα 'χει η δύναμή σου, Κι αν είμ' εγώ χώρα μικρή, Αττίλα, δεν τρομάζω, Θυμήσου τους προγόνους σου, τους τρομερούς αγάδες, Έτσι κι η βουλιμία σου μια μέρα θα την πάθει, |