Άσσια 14.8.1974
Άσσια, εκείνο το "πού πας;" που μου φώναξες με τα χέρια απλωμένα σαν μάνα που χάνει το παιδί της, τόσα χρόνια μετά ακόμα με καίει... σαν το λίβα που τσουρουφλίζει τες στοιχειωμένες γειτονιές σου.
15.2.1999
Αφορισμένο καλοκαίρι
Ως ιστορούσαν οι παλιοί το καλοκαίρι τέλειωνε καθώς χαμήλωνε ο ουρανός και οι γερανοί μιλιούνια αποδημούσαν μακριά. Μα εκείνο το καλοκαίρι του ΄74 αποτελειώθηκε με δυο ριπές μονάχα μέσα στην κάψα του Αλωνάρη.
Οι Μνήμες που γίνονται φωνές
Ακράνοιξε το παράθυρο, θρόισαν οι κουρτίνες. Δεν είναι ο αγέρας που φυσά, είναι οι φωνές εκείνων... Όλων αυτών που χάθηκαν, όλων αυτών που αγγίξαμε, όλων αυτών που αγαπήσαμε, αυτών που λησμονήσαμε και επιστρέφουν πίσω! Είναι οι Μνήμες... Είναι οι Μνήμες που γίνονται φωνές, αυτών που αγαπήσαμε, αυτών που λησμονήσαμε, αυτών που αδικήσαμε, όλων εκείνων... Κι έρχονται στο δωμάτιο, νυχτερινό πρελούδιο και κάλεσμα Σειρήνων.
Το δείλι φεύγει. Η νύχτα σκεπάζει σιγαλά τον ύπνο και τα όνειρα των ανθρώπων με το ουράνιο κέλυφός της...
20.3.1999
Πόλεμος
<<Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε Βασιλεύς και τους μεν θεούς έδειξες τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησες τους δε ελευθέρους>>.
Ώστε έτσι, Ηράκλειτε... Για πάμε περίπατο ως την Τρεμπλίνκα, το Άουσβιτς, το Μαουτχάουζεν και ύστερα κατά δω στα μέρη τα δικά μας. Έλα ένα απόγευμα στους συνοικισμούς να δεις τις μαυροφόρες μάνες και να οσμιστείς τα καντήλια που καπνίζουν σιωπηλά μπροστά σε φωτογραφίες χαμένων αγγέλων. Έλα, γερο-Σκοτεινέ, να πάμε και στους καφενέδες να δεις ακόμα τα αυλακωμένα από τον πόνο πρόσωπα των πατεράδων που ψάχνουν ακόμα ελπίδα μέσα σε κιτρινισμένα φύλλα και μπαγιάτικες ειδήσεις. Κι ύστερα..., αν αντέχεις, έλα να μιλήσουμε για πόλεμο, σκαλίζοντας μνήμες κι αναθυμιάσεις ανάμεσα σε μια παρτίδα τάβλι κι ένα καφέ πικρό.
1.3.1999
|