Μια προσφυγούλλα Ασσιώτισσα άνοιξέ μου τα μμάθκια στα όσα εμαρτύρησεν, τζι έκαμέν μου κομμάθκια τον νεπαμόν, την σκέψη μου, τον ίλαρον τον νου μου.
Τζι επήρεν με στη νιότη μου, τότες που εθαρκούμουν πως η ζωή εν τραουδκιά, γλέντιν πο'ν το βαρκούμουν, ώστι τζιαι 'γίνην το κακόν τζι αρκέψαν οι σιεπέττοι. Ετέλειωσεν η τραουδκιά τζι άλλα επιά'ν νεπέττιν.
Τζι αφής εσκοτωθήκαμεν πρώτα αρφός μ' αδέρφιν, ύστερις εβρεθήκαμεν στης εισβολής το τέρτιν. Σσ'ιλιάες εία πρόσφυγες να φεύκουν για τα ξένα, ανθούς που παίρν' ο άνεμος, φκιόρα ξεριζωμένα.
Μανάες μες στα κλάματα να καρτερούν χαπάριν για τα παιδκιά που χάσασιν, που τα 'χασιν καμάριν. Εσφίγγαν τα στον κόρφον τους, μες στες φωτογραφίες, τζιαι αρωτούσιν οι φτωσιές "Πε μου ότι τον είες τούτον τον γιον τον ακριβό, τούντο στερνό μου σπλάχνον, πε μου, αν τον είες γιόκκα μου, τζι ας ππέσω μες στον λάκκον".
Τζι εγιώ πο'ν είμαι πρόσφυγας, μήτ' έχασα δικόν μου, δεκάξι αγνοούμενους έχω εις το χωρκόν μου. Οι τρεις τους εβρεθήκασιν τον τελευταίον γρόνον, πέρκι βρεθούσιν ούλλοι τους τζιαι γιατρευτεί ο πόνος.
Πρώτη φοράν εις τη ζωήν εία ν' αγωνιούσιν, τα κόκκαλα του χασιμιού παιδκιού τους να βρεθούσιν. Εν ψας τζι έρκουντ' οι ίδιοι, εν ψας τζιαι ζωντανεύκουν για λλίον τζιαι θωρούμεν τους, τζι ύστερις πάλε φεύκουν.
Έτσι τα φέρνει η ζωή, για να παρηορκιέται ο ζωντανός. Πρέπει ο νεκρός να αποσιαιρεθκιέται, να γίνεται τούτη η γη η δεύτερή του μάνα, να ξαλαφρώνει η ψυσιή με το στερνόν το κλάμα.
Θαρκούμαι πρέπει στη ζωήν να κυβερνούν μανάες, που ξέρουν τι θα πει παιδίν, τζι όι οι πολιτευτάες. Γιατ' οι μανάες εθ θέλουν πολέμους τζιαι μασιέρκα, θέλουν εγγόνια τζιαι παιδκιά, τζιαι φωτεινά τ' αστέρκα.
Θέλω τζι εγιώ, Ασσιώτισσα, που μ' άννοιξες τα μμάθκια, ούλλοι να πάσιν έσσω τους, στα σπίθκια, στα χωράφκια. Η Κύπρος να ξαναγινεί ο τόπος της ειρήνης, της συγχωρκάς, της τραουδκιάς τζιαι της δικαιοσύνης.
(του Μιχάλη Μιχαηλίδη από το Δάλι, αφιερωμένο σ' όλες τις μάνες της Κύπρου, 23.10.2013). |