Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1622995
Έχουμε 4 επισκέπτες συνδεδεμένους

Ποιήματα - Παναγιώτα Δαυίδ Πανακκή Εκτύπωση E-mail

(σύζύγος Ανδρέα Ξυδά)

 

ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ Ο ΚΑΗΜΟΣ

Μέσα στη μαύρη ξενιτιά, μέσα στα μαύρα ξένα,
χαρά εδώ δεν γνώρισα και βρέθηκα δω μέσα.
Η ξενιτιά είναι πικρή, πικρή-πικρή φαρμάκι,
κι όπου γυρίσεις για να δεις, βλέπεις παντού σκοτάδι.

Η ξενιτιά έχει καημούς, όταν μόνη σου μένεις,
και η ψυχή σου καίγεται που 'σαι ξενιτεμέμη.
Κλαίεις, δακρύζεις και πονείς, μα τίποτε δεν κάνεις,
σαν το πουλί μες στο κλουβί μονάχη σου μιλάεις.

Και πού να πας και πού να 'ρθεις προπάντων σαν γεράσεις,
που δεν πηγαίνεις πουθενά και συ για να ξεσκάσεις.
Ούτε κανένας πλάι σου, για να σε κουβεντιάσει
και να σου δίνει μια χαρά, να σε καθησυχάσει.

Τώρα κι εγώ που έμελλα στον τόπο μου να πάω,
τον καλοκαιρινό καιρό κι εγώ να απολαύσω,
αλλιώτικα τα έφερε η τύχη μου η μαύρη,
και σαν να εκατέβηκα και κλείστηκα στον Άδη.
Και τον Θεό παρακαλώ και νύχτα και ημέρα
να μ' αξιώσει μοναχά να φύγω μια ημέρα
και να βρεθώ στον τόπο μου, για ν' ανπνεύσ'  αέρα.

Ούτε πεινώ ούτε διψώ, αλήθεια, εδώ μέσα,
μα η καρδιά μου είν' ψυχρή σ' αυτή την ατμοσφαίρα.
Ο πόνος της καρδούλας κι ο πόθος της ψυχής μου
είναι ο τόπος π' αγαπώ, το όμορφο νησί μου.
Εκεί που 'ναι οι ρίζες μου, τα δέντρα, οι καρποί τους,
και στη σκιά τους ας βρεθώ και ας βγει η ψυχή μου.
Ξέρω πως θα με θάψουνε τότες οι συγγενείς μου.

Τα κλάματα που έκαμα, να γίνονταν πηγάδι,
θα έπινε και χόρταινε ένα σωστό κοπάδι.
Μη μου παραξενεύεστε, κι αυτά έχουν τα ξένα,
πάντα με θλίψη στην καρδιά και μάτια βουρκωμένα.

 


Η ΚΑΡΤΕΡΙΑ

 

Σ' ένα τραπέζι ορφανή μία καρέκλα μένει
και ένα πιάτο αδειανό και κάποιον περιμένει.
Τον νοικοκύρη του σπιτιού φαίνεται περιμένει,
για να γυρίσει σπίτι του, να μεν έν'  λυπημένη.

Πολύς καιρός επέρασε και όμως δεν εφάνη,
τον περιμένουν να φανεί ίσως πρωί ή βράδυ.
Το κάθε βράδυ που 'ρχεται και μέρα που τους φεύγει
βλέπουσιν τα σημάδκια του και κλαίσιν πικραμένοι.

Και η μητέρα η δύστυχη η πολυπικραμένη
όλα τα βλέπει σκοτεινά στο σπίτι της που μένει.
Η μόνη η ελπίδα της, η μόνη η χαρά της
είναι που είναι γύρω της τα ορφανά παιδιά της.

Αυτά είναι η ελπίδα της, το γέλιο κι η χαρά της,
τους εύχεται παντοτινά με όλη την καρδιά της.

 


ΤΑ ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ

Τα δυο παιδιά απόμειναν βουβά, συγκινημένα
και τα ματάκια δεν γελούν, μένουνε πονεμένα.
-Τώρα, γιαγιά, η Κύπρος μας θα μείνει χωρισμένη;
ρωτούν και πάλι τη γιαγιά με την καρδιά κλεισμένη.

-Όχι, παιδιά μου, η γιαγιά ορθώνει το κορμί της.
Πύρινη φλόγα καίει ευθύς τα μάτια της ψυχής της.
-Θε νά 'ρθει μέρα λευτεριάς, θε να σημάν' η ώρα
που η Κύπρος, η πατρίδα μας, τ' ορκίζομαι 'γώ τώρα
πως θα γενεί σαν ήταν πριν ελεύθερ', ανθισμένη
να παίζει μες στα κύματα πάντα ευτυχισμένη.

Με κελαδήματα πουλιού, σαν ήταν μαθημένη,
δεν θέλει η πατρίδα μας να 'ν' πάντα σκλαβωμένη,
θέλει να είν' ελεύθερη, δαφνοστεφανωμένη.

 


ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ξύπνησε σήμερ' η γιαγιά πολύ μαραζωμένη
και στο σκαλί κει κάθισε σαν αποκαμωμένη.
Η θλίψη μες στα μάτια της καράβι αρμενίζει,
στα μέρη που αγάπησε την πάει και τη γυρίζει.

Τα εγγόνια της που με χαρά ετρέξανε κοντά της,
πέτρωσαν σαν αντίκρισαν τη θλίψη στη ματιά της.
-Γιαγιάκα μου, τι έπαθες;  την αγκαλιάζουν χέρια,
φιλιά την πνίγουν, κι η ψυχή φτεροπετά στ' αστέρια.

Αναστενάζει η γιαγιά:  -Σαν σήμερα, παιδιά μου,
το λέω και πονώ βαθιά, ξεσκίζετ' η καρδιά μου.
Οι Τούρκοι στην πατρίδα μας πατήσαν το ποδάρι
και μόλυναν το χώμα μας, τις πέτρες, το χορτάρι.

Σαν σήμερα της Μεσαριάς στενάζαν τα σιτάρια,
όπου εκυματίζανε κι ελάμπαν σαν χρυσάφια,
κι εκεί στον Πενταδάκτυλο ματώσαν τα λιθάρια.
Σαν σήμερα Αμμόχωστος και Μόρφου και Κυθρέα
πέσαν και γονατίσανε στου Τούρκου τη ρομφαία.

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com