Θεοφάνη Β. Θεοφάνους - Στον πατέρα μου Βάσο Θεοφάνους |
Πατέρα μου, θυμούμαι σε, που 'μουν μωρόν ακόμα,
Εργάτης στες οικοδομές δούλευες όλη μέρα
Έφεφκες που το χάραμα να πάεις να δουλέψεις,
Αν τζιαι δεν ήσουν πλούσιος, πάντα επροσπαθούσες
Φιλήσυχος τζιαι σπλαχνικός, όλοι σε αγαπούσαν
Αγάπας την πατρίδαν σου, τζι εις κάθε ευκαιρίαν
Εις την ΕΟΚΑ πρόσφερες τζι εσύ ό,τι μπορούσες,
Μάλιστα, σ' ένα κκέρφιου που κάπου σας επαίρναν,
Μετά που αποχτήσαμεν την ανεξαρτησία,
Αλλά σ' έναν ατύχημα που είσιες στη δουλειά σου
Έχασες θκυο συνάδερφους, ο ένας εν γαμπρός σου,
Η μάνα μου επέμενεν επάγγελμα ν' αλλάξεις,
Εσύ, αφού το σκέφτηκες, βοσκός είπες να γίνεις,
Παράλληλα ασχολήθηκες τζιαι με τη γεωργία
Τες Κυριακές επήαιννες συχνά στην εκκλησίαν
Η σύζυγος τζιαι τα παιθκιά δίπλα σου βοηθούσαν,
Σύγαμπρος τζιαι κουνιάδος σου εβάλαν σε σε σκέψεις,
Μεγάλον εργοστάσιο μωσαϊκών εστήσαν,
Πράγματι, εσύ εδέχτηκες, τζιαι γι' άλλον εν εψάξαν,
Είκοσι Ιούλη χάραμαν η εισβολή αρχίζει,
Οι γιοί σου σαν στρατεύσιμοι τζι οι θκυο καταταχτήκαν,
Οι υπόλοιποι εμείνατε πίσω εγκλωβισμένοι,
Ακούσατε τα άρματα τζιαι φκήκατε στον δρόμο,
Αφού ήταν αδύνατον να απομακρυνθείτε,
Μαζί με λλίους γείτονες τζιαι κάτι συγγενείς σου,
Τούρτζιοι τζιαι Τουρκοκύπριοι λεηλατούν τα πάντα,
Μετά σας συλλαμβάνουσιν ούλλους τζιαι σας χωρίζουν,
Τους άντρες σας μαζεύκουσιν στον καφενέ σας παίρνουν,
Εις του Παυλίδη το γκαράζ μετά σας μεταφέραν,
Που τότες εχαθήκασιν τα ίχνη σας για πάντα,
Σαράντα χρόνια προσμονή με πόνο τζι αγωνία,
Τζιαι ξάφνου μας ειδοποιούν πως τα οστά εβρεθήκαν,
Τες τελευταίες σου στιγμές σκέφτουμαι τζιαι τρομάζω,
Σκέφτουμαι τι αισθάνουνται τούτοι που σ' εσκοτώσαν,
Θα πω οι δολοφόνοι σου, εάν ακόμα ζιούσιν ,
Λαλεί μας η θρησκεία μας πως πρέπει ν' αγαπούμεν,
Πιστεύκω ότι σε αυτό όλοι μας συμφωνούμεν,
Όμως είναι καθήκον μου, πριν σ' αποχαιρετήσω,
Είμαστεν υπερήφανοι που σ΄ έχουμεν πατέρα,
Για όσα μας επρόσφερες θα πω ευχαριστούμεν, |