Θεοφάνη Β. Θεοφάνους - Στον πατέρα μου Βάσο Θεοφάνους Εκτύπωση

Πατέρα μου, θυμούμαι σε, που 'μουν μωρόν ακόμα,
να στρέφεσαι που τη δουλειά λουσμένος μες στο δρώμα.

 

Εργάτης στες οικοδομές δούλευες όλη μέρα
τζιαι αγωνίζεσουν σκληρά, για να τα φκάλεις πέρα.

 

Έφεφκες που το χάραμα να πάεις να δουλέψεις,
τζιαι μόλις εσουρούπιαζε πίσω να επιστρέψεις.

 

Αν τζιαι δεν ήσουν πλούσιος,  πάντα επροσπαθούσες
να μεν μας λείψει τίποτε, γιατί μας αγαπούσες.

 

Φιλήσυχος τζιαι σπλαχνικός, όλοι σε αγαπούσαν
τζι ουδέποτε λόον κακό για σέναν ελαλούσαν.

 

Αγάπας την πατρίδαν σου, τζι εις κάθε ευκαιρίαν
εμπράκτως το απέδειξες σ' ούλλην σου την πορείαν.

Εις την ΕΟΚΑ πρόσφερες τζι εσύ ό,τι μπορούσες,
για ν' αποχτήσει λευτεριάν η Κύπρος π' αγαπούσες.

 

Μάλιστα, σ' ένα κκέρφιου που κάπου σας επαίρναν,
με ξιφολόγχη τρύπησαν τη δεξιά σου φτέρναν.

 

Μετά που αποχτήσαμεν την ανεξαρτησία,
εσύ πάλε εδούλευκες κάπου στη Λευκωσία.

 

Αλλά σ' έναν ατύχημα που είσιες στη δουλειά σου
ξέρω ότι εράγισεν για πάντα η καρκιά σου.

 

Έχασες θκυο συνάδερφους, ο ένας εν γαμπρός σου,
τζι εσύ μόλις που γλίτωσες, έτσι ήταν το γραφτόν σου.

 

Η μάνα μου επέμενεν επάγγελμα ν' αλλάξεις,
τζιαι μιαν δουλειάν μες στο χωρκόν ελάλεν σου να ψάξεις.

 

Εσύ, αφού το σκέφτηκες, βοσκός είπες να γίνεις,
τζιαι στο χωρκό σου π' αγαπάς μόνιμα πιον να μείνεις.

 

Παράλληλα ασχολήθηκες τζιαι με τη γεωργία
τζι έτσι δεν έβρισκες τζιαιρό, μμε Κυριακή μμε αργία.

 

Τες Κυριακές επήαιννες συχνά στην εκκλησίαν
τζιαι σπάνια κάποιες φορές έκαμνες απουσίαν.

 

Η σύζυγος τζιαι τα παιθκιά δίπλα σου βοηθούσαν,
για μια ζωην καλλύττερην για όλους προσπαθούσαν.

 

Σύγαμπρος τζιαι κουνιάδος σου εβάλαν σε σε σκέψεις,
όταν σου επροτείνασιν κοντά τους να δουλέψεις.

 

Μεγάλον εργοστάσιο μωσαϊκών εστήσαν,
τζιαι μια θέση τζιαι για σεν, σου είπαν, εκρατήσαν.

 

Πράγματι, εσύ εδέχτηκες, τζιαι γι' άλλον εν εψάξαν,
μέχρι το εβδομήντα τέσσερα που ούλλα πιον αλλάξαν.

 

Είκοσι Ιούλη χάραμαν η εισβολή αρχίζει,
τζι η Κύπρος στην καταστροφή απρόσμενα βαδίζει...

 

Οι γιοί σου σαν στρατεύσιμοι τζι οι θκυο καταταχτήκαν,
τζι υπηρετήσασιν τζι οι θκυο, εκεί όπου ταχτήκαν.

 

Οι υπόλοιποι εμείνατε πίσω εγκλωβισμένοι,
μαζί με άλλους συγγενείς στο σπίτι μας κλεισμένοι.

 

Ακούσατε τα άρματα τζιαι φκήκατε στον δρόμο,
τζι είδατε να πυροβολούν τζιαι να σκορπούν τον τρόμο!

 

Αφού ήταν αδύνατον να απομακρυνθείτε,
έπρεπεν αναγκαστικά στο σπίτι να κλειστείτε.

 

Μαζί με λλίους γείτονες τζιαι κάτι συγγενείς σου,
την  αδερφή, αρφότεχνα μαζί τζιαι οι γονείς σου.

 

Τούρτζιοι τζιαι Τουρκοκύπριοι λεηλατούν τα πάντα,
πυροβολούν, τρομοκρατούν τζι εν σας διούν αμάντα.

 

Μετά σας συλλαμβάνουσιν ούλλους τζιαι σας χωρίζουν,
γέρους τζιαι γυναικόπαιδα μαζί σας συναρθροίζουν.

 

Τους άντρες σας μαζεύκουσιν στον καφενέ σας παίρνουν,
μπροστά στα γυναικόπαιδα πισθάγκωνα σας δέννουν.

 

Εις του Παυλίδη το γκαράζ μετά σας μεταφέραν,
μμα κάποιους, μέσα τζι εσύ, ξανά πίσω εφέραν.

 

Που τότες εχαθήκασιν τα ίχνη σας για πάντα,
τζι έκτοτε επεράσασιν χρόνια σχεδόν σαράντα.

 

Σαράντα χρόνια προσμονή με πόνο τζι αγωνία,
με προσευχές εις τον Θεό, Χριστό τζιαι Παναγία.

 

Τζιαι ξάφνου μας ειδοποιούν πως τα οστά εβρεθήκαν,
τζιαι με το DNA μας εταυτοποιηθήκαν.

 

Τες τελευταίες σου στιγμές σκέφτουμαι τζιαι τρομάζω,
τζιαι μόνο που το σκέφτουμαι κλαίω τζι αναστενάζω.

 

Σκέφτουμαι τι αισθάνουνται τούτοι που σ' εσκοτώσαν,
εάν γι' αυτό παινεύκουνται ή αν το μετανιώσαν.

 

Θα πω οι δολοφόνοι σου, εάν ακόμα ζιούσιν ,
εύχουμαι που τες τύψεις τους να παν να κρεμαστούσιν.

 

Λαλεί μας η θρησκεία μας πως πρέπει ν' αγαπούμεν,
με κάθε μας συνάνθρωπο ειρηνικά να ζούμεν.

 

Πιστεύκω ότι σε αυτό όλοι μας συμφωνούμεν,
τζιαι λύσην στο Κυπριακό ελπίζω πως θα βρούμε.

 

Όμως είναι καθήκον μου, πριν σ' αποχαιρετήσω,
από τα βάθη της καρκιάς να σε ευκαριστήσω.

 

Είμαστεν υπερήφανοι που σ΄ έχουμεν πατέρα,
τζι οι τρεις θα σε θυμούμαστεν μ' αγάπην κάθε μέρα.

 

Για όσα μας επρόσφερες θα πω ευχαριστούμεν,
τζιαι όσον τζιαιρόν θα ζήσουμεν θα σε ευγνωμονούμεν.