του Χριστόφορου Σκαρπάρη
Είχε νυχτώσει για καλά την ώρα που μαζευτήκαμε στο λεωφορείο για την επιστροφή. Το σκοτάδι μου έφερε κάποιαν ανακούφιση, αφού έκρυψε τα μισοφέγγαρα και τους μιναρέδες που δέσποζαν στον ορίζοντα πάνω από τις στέγες, μα ήταν ένα ελαφρύ αεράκι που πήρε να φυσά εκείνο που μ' έκανε, επιτέλους, ν' ανασάνω ύστερα από τη δυσφορία της Μεσαρίτικης ζέστης και τη συγκίνηση του νόστου. Λίγες στιγμές πριν παραδοθώ στη μέθη των αναμνήσεων, αισθάνομαι πάντα ένα αεράκι, σαν χάδι τρυφερό, να με τυλίγει.
Καθώς το λεωφορείο γλιστρούσε στο σκοτεινιασμένο δρόμο, που άλλοτε, σε ένα μακρυνό παρελθόν, ήταν η οδική γραμμή που ένωνε την πρωτεύουσα με το κεφαλοχώρι της Άσσιας και την Αμμόχωστο, έκλεισα τα μάτια και βυθίστηκα στην ανάμνηση. Ένα ένα, άρχισαν να παιρνούν από μπροστά μου όσα είχα ζήσει εκείνο το δείλι...
Πρώτα το Ορνίθι, που σαν τοπίο τίποτα πια δε μαρτυρούσε από το ανείπωτο φονικό που πήγαμε να ξορκίσουμε, ...ο Πρόδρομος, που ξεδιάντροπα μετατράπηκε σε τζαμί από τους κουβαλητούς που έκλεψαν τα σπίτια και τις περιουσίες μας κι εμείς τους βαφτίσαμε 'χρήστες', ...το κοιμητήριο με τα ρημαγμένα μνήματα και τους τσακισμένους σταυρούς, που κρύβει στα σπλάχνα του τα κόκκαλα από γενιές και γενιές ανθρώπων που γέννησαν τούτο τον τόπο και γεννήθηκαν από αυτόν, ...η Παναγία, που χρόνο με το χρόνο σωριάζει τα λιθάρια της, στέλλοντας μήνυμα πως δεν αντέχει πια την ερημιά του σκλαβωμένου κάμπου, ...λίγα μέτρα πιο πέρα ο άι-Γιώρκης, με το κουρσεμένο καμπαναριό και το γκρεμισμένο περιαύλι του ν' αντιλαλεί τη σιωπηλή απόγνωση της Μεγαλόχαρης...
Ύστερα εκείνες οι στράτες, που κάποτε έμοιαζαν λεωφόροι κι έσφυζαν από φωνές και κλάματα παιδιών, καλέσματα μανάδων, διαλαλητά πραματευτάδων, ξεκαρδίσματα κοριτσιών μέσα σε κήπους με γιασεμιά και μαντζουράνες, καμπανοκρουσίες γιορταστικές και πένθιμες, ψαλμούς ευλαβικούς και μουσικές γαμήλιες, φωνές γιαγιάδων να διηγούνται ακούραστα πότε με χείλι άγριο στιγμές ηρωϊκές κι άλλοτε, με μάτι όλο θάμβος, βίους αγίων και μύθους αρχέγονους που χάνονταν στην άβυσσο του χρόνου... Κι όλα τούτα - τόσα πολλά - μέσα σε μια και μόνο μέρα, από το πρώτο φως ως το πρώτο σκότος...
Τέλος, τα πρόσωπα, όλοι οι άνθρωποι που απάντησα κείνο το δείλι και μου φάνηκαν γνώριμοι κι άγνωστοι μαζί, μα όλοι δικοί μου. Η Άννα, ο Κυριάκος, η Μάρω, ο Γιαννάκης...Σαν να μη ζήσαμε σκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία, σαράντα και βάλε χρόνια. Ακόμα κι οι 'ξένοι' που θέλησαν να μοιραστούν το μαράζι μας, πήραν μορφές οικείες κι έρχονταν και ξανάρχονταν μπροστά μου σαν φίλοι παιδικοί, που σμίξαμε σε μια εκδρομή και παίξαμε κι αστειευτήκαμε και τώρα, εξουθενωμένοι από τον κάματο του παιγνιδιού, γυρίζαμε στα σπίτια μας.
Προτού γράψω αυτές τις λιγοστές αράδες αναλογιζόμουν ποιαν ανάμνηση, που ξύπνησε το φετεινό προσκύνημα, πρέπει να θυμούμαι πιο καθαρά ύστερα από λίγες μέρες ή λίγα χρόνια. Πίστευα πάντα πως είναι ανάγκη να διαλέγουμε κάποια πράγματα που αγαπούμε και να τα φυλάμε βαθιά μέσα μας για να μη ξεγελιόμαστε από την καθημερινότητα κι από τις περιστάσεις πως είναι πλάνη. Για να μη μας ξεφεύγουν ποτέ και για να τα πάρουμε μαζί μας και πέρα από τη ζωή. Πάσκιζα, λοιπόν, να διαλέξω ανάμεσα στις εικόνες των παιδιών και των νέων που ξεχύνονταν στον χρυσαφένιο κάμπο μας, ανάλογα την εποχή, για να συνάξουν ματσικόριδα, λαλέδες και κόνναρα, να κόψουν τη μούττη της σαρακοστής, να κυνηγήσουν με τις σφεντόνες τους ή να αρπάξουν περδικόπουλα για να τα μεγαλώσουν στα κλουβιά τους κι ανάμεσα στα τραγούδια των ξωμάχων και στις χαρές των πανηγυριών και των γάμων, μα όλα στροβιλίζονταν μέσα μου χωρίς να μπορώ να κατασταλάξω στην ανάμνηση που πρέπει να κρατήσω με νύχια και με δόντια. Κάποια στιγμή, αργά, τρεμόπαιξε η κουρτίνα της μπαλκονόπορτας από ένα φύσημα, σαν εκείνο που με δρόσισε την ώρα που ετοιμαζόμαστε να επιβιβαστούμε στο λεωφορείο την ημέρα του προσκυνήματος. Έγειρα το κεφάλι μου πάνω στο γραφείο κι ένιωσα ένα γλυκό μούδιασμα ν' απλώνεται στο κορμί μου κι ένα αέρινο χάδι να με τυλίγει. Οι αέναοι κύκλοι της ανάμνησης δεν επιδέχονται διακρίσεις. Δεν μπορεί κανένας που αγάπησε αληθινά να διαλέξει τι θα φυλάξει και τι θα ξεχάσει. Όλα όσα ζήσαμε στην ποθεινή πατρίδα θα μείνουν σφραγισμένα στην ψυχή μας. Όσο αναπνέουμε. Ίσως και πέρα από τη ζωή μας.
Φωτογραφίες: Τρισάγιο στο Ορνίθι και επίσκεψη το κοιμητήριο Άσσιας 24-8-2015 |