Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1760920
Έχουμε 80 επισκέπτες συνδεδεμένους

Μαρτυρία - Παναγιώτη Καλλή Εκτύπωση E-mail

 

(πρώην δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων)


«Συνελήφθην την 14ην Αυγούστου 1974, και κατά ώραν 3 μ.μ., εις Άσσιαν όπου διέμενα μετά της συζύγου και των τριών τέκνων μου ηλικίας 8, 9 και 11 ετών, και ευθύς μετά την πλήρη κατάληψιν του χωριού μου υπό τουρκικών δυνάμεων.


Παναγιώτης ΚαλλήςΠαρέμεινα εις το χωρίον διότι όταν το πρώτον επληροφορήθην περί της παρουσίας τουρκικών δυνάμεων και εδοκίμασα να φύγω ήτο πλέον αργά, καθ' όσον εν τουρκικόν άρμα μάχης ήτο ήδη έμπροσθεν της οικίας μου.


Η σύλληψίς μου επετεύχθη υπό 5 στρατιωτών εκ Τουρκίας εις τους οποίους έσπευσα να ανοίξω την θύραν, αφού προηγουμένως ούτοι εθρυμμάτισαν διά των όπλων των το υάλλινον μέρος αυτής. Ούτοι είπον εις εμέ και την οικογένειάν μου να τους ακολουθήσωμεν και να μη φοβούμεθα. Χαρακτηριστικώς μου ανέφεραν «εφ' όσον είσαι πολίτης μη φοβάσαι. Τώρα αν ήσουν στρατιώτης». Ηρώτησα κατά πόσον διεπίστωσαν την ύπαρξιν στρατού εις το χωρίον και κατά πόσον είχον βληθή υπό ημετέρων δυνάμεων και έλαβα αρνητικήν απάντησιν. Η ως άνω συνομιλία διεξήχθη εις την Τουρκικήν την οποίαν γνωρίζω κάπως.


Ηκολουθήσαμεν τους τούρκους στρατιώτες εις απόστασιν 100 μέτρων εκ της οικίας μου, όπου συνέλαβον και έτερον ομοχώριόν μου τον Χρίστον Τσικουρήν ηλικίας 62 ετών. Ούτος απελύθη την 16ην Αυγούστου 1974. Επανεσυνελήφθη την 21ην Αυγούστου και έκτοτε ουδέν ηκούσθη περί αυτού και πολλών άλλων ομοχωρίων μου διά τους οποίους μετά την απελευθέρωσίν μου απέστειλα επιστολήν εις τον Διεθνή Ερυθρόν Σταυρόν ημερ. 20.9.1974 ήτις επισυνάπτεται και ομιλεί αφ' εαυτής.


Μετά την σύλληψιν του Τσικουρή η σύζυγος και τα τέκνα μου, αφού ηνώθησαν με άλλα γυναικόπαιδα - περί τα 50 - διετάχθησαν να επιστρέψουν εις τας οικίας των.


Εμείς διετάχθημεν ν' ακολουθήσωμεν τους 5 τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι μας εφέροντο ευγενώς. Καθ' οδόν διέρρηξαν το κατάστημα του Ανδρέα Αντωνίου Κίκα και συναπεκόμισαν τρανσίστορ, τσιγάρα και αναψυκτικά. Μας μετέφεραν εις σημείον έξωθι του χωριού και ανατολικώς αυτού όπου συνηντήσαμεν περί τα 100 άτομα καταγόμενα κυρίως εξ Άσσιας, Αφάνειας και εκ χωρίων της περιοχής Κυθρέας, τα οποία είχον καταφύγει εις το χωρίον μας δι' ασφάλειαν. Μεταξύ των κρατουμένων διέκρινα πλείστους υπερήλικες, τον Χριστούδιαν Βοσκόν ηλικίας 90 ετών, τον Χρίστον Κιτσέτην ηλικίας 88 ετών, τον Κυριάκο Πανάον ηλικίας 85 ετών και τον Σάββαν Καρήν ηλικίας 80 ετών. Εκεί ήρχισαν να μας πλησιάζουν τούρκοι στρατιώται με απειλητικάς διαθέσεις, ο δε εντεταλμένος με την φρούρησίν μας αξιωματικός κατέβαλλεν συνεχείς προσπάθειες εκδιώξέως των. Κατά την 6 μ.μ. ώραν μας διέταξαν να βγάλωμεν τα υποδήματά μας και να τα πετάξωμεν. Ηκολούθησεν σωματική έρευνα με ιδιαίτερον στόχον τα χρήματα και ωρολόγια. Ολίγον αργότερον προφασισθέντες ότι εβάλλοντο εκ της κατευθύνσεως του χωρίου μας ήρχισαν να βάλλουν διά διαφόρων πυρών καταιγιστικώς. Τούτο διήρκεσε περί τα 3 λεπτά και προφανώς απεσκόπη εις εκφοβισμόν μας.


Το μέρος κρατήσεώς μας ήτο το μέρος καταλήξεως των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Μετά την 5ην μ.μ. ήρχισαν να συσσωρεύωνται εκεί δεκάδες αρμάτων μάχης και στρατιωτικών αυτοκινήτων και εκατοντάδες στρατιωτών πλήρως εξοπλισμένων. Ευθύς μετά την άφιξίν των οι στρατιώται ήρχισαν την ανώρυξιν χαρακωμάτων και όπως διεπίστωσα την επομένην εγκατέστησαν γραμμήν επανδρωμένην διά αρμάτων μάχης και στοιχείων όλμων.

Κατά την 14ην Αυγούστου οι Τούρκοι δεν επροχώρησαν πέραν της Άσσιας.


Κατά την 7.30 εσπερινήν της 14.8.74 μετεφέρθημεν άπαντες εις το ισόγειον νεοκτίστου αγωγείου οικίας εις τα Ν.Α. του χωρίου και αφού εδέθημεν «πιστάγκωνα» με «ττέλλι» υπεβλήθημεν εις νέαν σωματικήν έρευναν διά να μας αφαιρεθή ό,τι απέμεινεν από την πρώτην έρευναν. Κατ' αυτήν την έρευνα μου αφήρεσαν ποσόν 8 λιρών και το ωρολόγιόν μου.

Οι υπερήλικες ελύθησαν μετ' ολίγον, οι δε υπόλοιποι παρεμείναμε δεμένοι μέχρι της πρωίας, οπόταν ελύθημεν τη διαταγή αγγλομαθούς τούρκου αξιωματικού. Κατά τη διάρκειαν της ως άνω ερεύνης ο Κυριάκος Σιήσκου ηλικίας 74 ετών, ο Χριστούδιας Βοσκός ηλικίας 90 ετών και ο Χρίστος Π. Ττόφας, οι οποίοι εκάθηντο πλησίον μου, μου ανέφερον ότι τους αφήρεσαν ποσό 50, 28 και 150 αντιστοίχως. Τα χρήματα τα εμοιράζοντο οι μετέχοντες της ερεύνης τούρκοι στρατιώται, οι οποίοι εξέβαλλον αλαλαγμούς χαράς επί τη ανευρέσει μεγάλου ποσού «Νε ττοπ» «τι δέσμη».

Την επομένην 15ην Αυγούστου ως και κατά την νύχταν της ιδίας ημέρας δεν μας εχορηγήθη τροφή και ύδωρ. Κατά την 16ην και την 17ην μας εχορηγήθη τροφή, η οποία μετεφέρθη εκ του Συνεργατικού Παντοπωλείου του χωριού μας και αρκετόν ύδωρ.

Κατά την 17ην Αυγούστου, 1974 και περί ώραν 3 μ.μ. μας επιβίβασαν επί δυο φορτηγών αυτοκινήτων και μέσω Τζάους, Δικώμου, Μπογαζίου μας μετέφεραν κατά την 10 μ.μ. εις το Γκαράζ Παυλίδη εις Λευκωσίαν. Εκεί οι πέραν των 50 ετών απελύθησαν την επομένην διά της μεταφοράς των εις το χωρίον οι δε υπόλοιποι εκρατήθημεν εις το γκαράζ, αφού πρώτον η τουρκοκυπριακή αστυνομία κατέγραψεν τα ονόματα, ηλικίαν, επάγγελμα και τον χρόνον και τόπον συλλήψέως μας. Ενθυμούμαι ότι οι ομοχώριοί μου Αντώνης Χαραλάμπους, Μιχαήλ Χαραλάμπους, Λάμπρος Πιερής, Αντώνης Χριστάκη, Γεώργιος Φορή, Χρυσόστομος Γεωργίου, άπαντες ηλικίας πέραν των 50 ετών, απελύθησαν την 18ην Αυγούστου εις το χωρίον μας, μεταφέρθησαν αυθημερόν μέχρι το Γκαράζ Παυλίδη και δεν εκρατήθησαν λόγω ηλικίας. Έκτοτε ουδέν ηκούσθη περί αυτών.

Παρέμεινα εις το Γκαράζ Παυλίδη μέχρι της πρωίας της 11ης Σεπτεμβρίου, οπόθεν μετεφέρθην εις τας Φυλακάς Σεραγείου εκ των οποίων απελύθην την 16ην Σεπτεμβρίου 1974.

 

Γενικαί Παρατηρήσεις
(1) Κακομεταχειρίσεις: Κατά την διάρκειαν της κρατήσεώς μου εις τους ως άνω αναφερομένους 3 τόπους κρατήσεως υπέστην τα κάτωθι:

(α) Εδέθην «πισθάγκωνα» με «ττέλλι» καθ' όλην την νύχταν μεταξύ της 14ης και 15ης Αυγούστου, 1974.

(β) Κατά το μεσονύχτιον της 19ης προς την 20ην Αυγούστου η «Τουρκοκυπριακή Αστυνομία» με επικεφαλής κάποιον αρχιεπιθεωρητήν Ριζά, αφού αφύπνισεν άπαντες τους διαμένοντας εις το Γκαράζ, περί τα 400 άτομα, έδεσεν τους οφθαλμούς μας με λευκόν ύφασμα και τας χείρας «πισθάγκωνα» με σπάγγον. Μας επεβίβασαν λεωφορείων και μας μετέφεραν εις τοποθεσίαν παρά την θάλασσαν περί τα 5 μίλια δυτικώς της Κυρηνείας, όπου ευρίσκετο ηγκυροβολημένον τουρκικόν πλοίον.

Κατά την διάρκεια της διαδρομής, θα πρέπει να ήτο εις το Μπογάζι άπαντα τα λεωφορεία εσταμάτησαν. Εισήλθον εις αυτά ένοπλοι, κατά την γνώμην μου Τουρκοκύπριοι, και εκτύπησαν αγρίως μερικούς εξ ημών, όσους επρόλαβαν κατά το σύντομον διάστημα της παραμονής των εντός του λεωφορείου εκ του οποίου απεχώρησαν εσπευσμένως, διότι ήκουσα τον τουρκοκύπριον αστυνομικόν τον εντεταλμένον διά την φρούρησίν μας να λέγη «άτε γρήγορα έρχεται ο διοικητής». Προσωπικώς εδέχθην 4 κτυπήματα επί της κεφαλής και ισάριθμα επί της ράχεως, των οποίων τα ίχνη είναι εισέτι ορατά.

Όταν το λεωφορείον εσταμάτησεν εις την ακτήν και πάλιν εισήλθον στρατιώται και εκτύπησαν μερικούς εξ ημών και μας εξύβρισαν. Τελικώς οι επιβάται μερικών λεωφορείων επεβιβάσθησαν του αναμένοντος πλοίου, οι δε υπόλοιποι μετεφέρθημεν και πάλιν εις το γκαράζ Παυλίδη κατά την 9.30 π.μ., αφού, προτού ξεκινήσωμεν, μας εχαλάρωσαν τα δεσμά των χειρών και οφθαλμών μας.

Κατά την διάρκειαν της αναμονής μας παρά την θάλασσαν δεν επετρέπετο η μετάβασις διά φυσικήν ανάγκην. Όταν δε εζητείτο η άδεια προς τούτο οι Τούρκοι απήντησαν «κάμετε πάνω σας». Όντως κατά την επιστροφήν μας διεπίστωσα ότι πέραν των 20 ατόμων ιδίως νεαροί «έκαμαν πάνω τους».

Εκτός των ανωτέρω δυο περιπτώσεων κακομεταχειρίσεως δύναμαι να είπω ότι η συμπεριφορά της Τ.Κ. Αστυνομίας, η οποία ήτο υπεύθυνος διά την φρούρησίν μας εις το Γκαράζ Παυλίδη και των τούρκων δεσμοφυλάκων των εντεταλμένων διά την φρούρησίν μας εις τας Φυλακάς Σεραγείου, ήτο πολύ καλή.

Διεπίστωσα όμως ότι το επεισόδιον ξυλοδαρμού παρά το Μπογάζι και την ακτήν Κηρυνείας ήτο η αιτία της μειώσεως του ηθικού των αιχμαλώτων. Κυριολεκτικώς επάγωνε το αίμα των μόνον με την σκέψιν μεταφοράν εις Τουρκίαν. Όταν δε μελλοντικώς οι αιχμάλωτοι εκαλούντο ονομαστικώς διά μεταφορά εις Τουρκίαν σιγή θανάτου επεκράτη εις τον θάλαμον. Όταν παρεπονέθην εις τον Τούρκον υπεπιθεωρητήν ονόματιν Χουσεΐν διά το ανωτέρω επεισόδιον ξυλοδαρμού μου απήντησεν ότι δεν ηδυνήθησαν να συγκρατήσουν τους στρατιώτας, διότι ήσαν αγανακτισμένοι συνεπεία ομαδικού φόνου γυναικοπαίδων εις Αλόαν υπό Ελλήνων.

(2) Συνθήκαι Διαμονής: Από της 17ης μέχρι της 26ης Αυγούστου εκοιμούμεθα επί του τσιμεντένιου δαπέδου του γκαράζ. Μετά την 26ην Αυγούστου εδόθη μία κουβέρτα εις έκαστον των 452 αιχμαλώτων, η οποία ονομαζόταν μεν κουβέρτα αλλά ήτο λεπτή ως σινδόνι. Αργότερον, όταν ο αριθμός των αιχμαλώτων ηυξήθη από 452 εις 720, ο αριθμός των κουβερτών παρέμεινεν ο ίδιος.


(3) Υγειονομικαί συνθήκαι: Τας πρώτας ημέρας κρατήσεως δεν υπήρχεν ύδωρ ούτε διά πλύσιμον των χειρών. Υπήρχε πάντοτε αρκετόν δια πόσιμον. Αργότερα υπήρχε ύδωρ παρεχόμενον υπό δύο «φουντάνων» αλλά λόγω του μεγάλου αριθμού των αιχμαλώτων έπρεπε να αναμένης επί μακρόν δια να εύρης ευκαιρίαν να πλύνης τας χείρας και το πρόσωπόν σου. Η μεταβίβασις δια φυσικήν ανάγκην συνεπήγετο αναμονήν επί ώρας, διότι υπήρχον μόνον 3 ουρητήρια και 6 αποχωρητήρια δια εξυπηρέτησιν πέραν των χιλίων αιχμαλώτων. Χάρτης τουαλέττας δεν υπήρχεν ούτε σάπωνες. Ενίοτε εδίδοντο 5-6 «ρολά» τα οποία εγένοντο ανάρπαστα και 1-2 σάπωνες. Το Τουρκικόν Δημαρχείον εφρόντιζε δια το καθάρισμα δι' αφθόνου ύδατος των αποχωρητηρίων 2 και 3 φοράς καθημερινώς. Οι θάλαμοι κρατήσεως εσκουπίζοντο καθημερινώς υπό των αιχμαλώτων και «επλένοντο» δι αφθόνου ύδατος κάθε δέκα περίπου ημέρας.


Διατροφή: Τας πρώτας ημέρας αποτελείτο από 1/20 περίπου ενός συνήθους άρτου δις της ημέρας και 4-5 ελαίας εκάστην φοράν. Αργότερον εδίδοτο τροφή 3 φοράς την ημέραν αποτελουμένη εξ 1/8 άρτου δι' εκάστην φοράν ως ακολούθως: 4-8 ελαίας το πρόγευμα, όσπρια ή μακαρόνια ή όρυζα ή ένα αυγόν κατά το γεύμα και δείπνον. Τας τελευταίας ημέρας προ της απολύσεώς μου υπήρχε και κρέας - αρνί κατεψυγμένον - μεγέθους μισού αυγού περίπου εις τα όσπρια. Η ποσότης όμως της ορύζης, μακαρονιών και οσπρίων ήτο πολύ ολίγη: 20-30 ρεβίθια ή φασόλια και 4-5 κουταλιές σούπας ορύζης ή μακαρονιών. Εις μίαν περίπτωσιν εδόθη 1/4 ποτηριού γάλα, εν αυγόν και 6-7 ελαίαι διά πρόγευμα, κρέας βοδινόν βραστόν διά γεύμα και αρκετή ποσότης μακαρονιών δια δείπνον, εκλήθησαν όμως τούρκοι δημοσιογράφοι ν' απαθανατίσουν την σκηνήν.


Το μενού περιελάμβανεν επίσης «πόλιπιφ» χοιρινά διαφόρων τύπων ανά εν έκτον κατ' αρχάς και αργότερον ανά εν τέταρτον δι' έκαστον αιχμάλωτον. Ο Ερυθρός Σταυρός μας επληροφόρησεν ότι εφρόντισε δια την αποστολήν προς ημάς ποσότητος βοδινού «πόλιπιφ» και εγκυτιωμένων «τόνων», 1/2 πόλιπιφ και εν τόνον δι' έκαστον εξ ημών. Παρουσία όμως του Ερυθρού Σταυρού εδόθη 1/3 πόλιπιφ, όταν δε ο εκπρόσωπος αυτού ηρώτησε διατί να γίνεται τούτο, ο Τούρκος προμηθευτής απήντησεν ότι ούτωπως διέταξεν ο διοικητής.


Συνέβη επίσης να μας δίδωνται ελαίαι δια όλα τα 3 φαγητά επί 3-4 ημέρας συνεχώς.

(4) Επικοινωνία: Δεν ηκούσαμεν ραδιόφωνον οι δε τούρκοι αστυνομικοί ουδεμίαν πληροφορίαν έδιδον περί του τι λαμβάνει χώραν εις τον ελληνικόν τομέα. Πληροφορίας περί τούτο επαίρναμεν από νεοαφιχθέντας αιχμαλώτους. Οι τούρκοι αστυνομικοί στις συνομιλίες τους απέβλεπαν να σπάσουν το ηθικόν μας. Μας έλεγον ότι οι δικοί μας διαπράττουν ωμότητες εις βάρος των Τούρκων, ότι κακομεταχειρίζονται τους τούρκους αιχμαλώτους, ότι δεν τους δίδουν τροφήν και χύνουν το φαγητόν επί του δαπέδου και παίρνουν με τις «χούφτες» των να φάνε κάτι.


(5) Λεηλασίαι περιουσιών: Κατά την 16ην Αυγούστου ότε ακόμη ήμην κρατούμενος εις Άσσιαν και μετέβην μετά τούρκου αξιωματικού και έτερου ομοχωρίου μου, του Χρίστου Τσικουρή, εις το χωρίον δια να μεταφέρωμεν τρόφιμα δια τους 100 περίπου συγκρατουμένους μας εκ του συνεργατικού παντοπωλείου διεπίστωσα ότι άπασαι αι θύραι των οικιών του χωριού μας ως και των 3 συνεργατικών παντοπωλείων και της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας ήσαν παραβιασμέναι. Την δε 17ην Αυγούστου από τον τόπον κρατήσεώς μου είδα φορτηγά και επιβατηγά αυτοκίνητα πλήρη επίπλων να εξέρχωνται του χωρίου μου προς την κατεύθυνσιν της Βατυλής. Επρόσεξα δε πολλούς Τουρκοκύπριους εκ των πέριξ χωρίων να έρχωνται εις τον τόπον κρατήσεώς μας οδηγούντες αυτοκίνητα ομοχωρίων μου.

Επιθυμώ επίσης να αναφέρω ότι σχεδόν όλοι οι αιχμάλωτοι μετεφέροντο εκ του τόπου συλλήψεώς των μέχρι το γκαράζ με δεμένους τους οφθαλμούς και τας χείρας πισθάγκωνα, η ιδία δε τακτική ηκολουθείτο και κατά την μεταφοράν εις Τουρκίαν, του μέτρου δε τούτου δεν εξαιρούντο ούτε οι ιερείς.

Γενικός Υπεύθυνος δια τους αιχμαλώτους ήτο ο ανώτερος τουρκοκύπριος αξιωματικός ονόματι Χαλίτ. Υπεύθυνος δε δια επιλογήν αιχμαλώτων κάτω των 50 ο αξιωματικός Ριζά. Υπεύθυνος δια την φρούρησιν ο αξιωματικός Χουσεΐν βοηθούμενος υπό τριών λοχιών. Άπαντες οι ως άνω, καθώς και οι αστυνομικοί και ο ανακριτής - λοχαγός της Στρατιωτικής Αστυνομίας Ζιά Χασάν, οι οποίοι ήρχοντο εις επαφήν μαζί μας κατά την διάρκειαν της κρατήσεώς μας συμπεριφέροντο κατά τρόπον πολύ καλόν».


Πηγή: ΑΣΣΙΑ ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής, Λευκωσία 1983 - Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια»

 

Σχετικά κείμενα:

1. Πάγωνε το αίμα μας όταν ακούγαμε να έρχεται λεωφορείο (Συνέντευξη κ. Π. Καλλή στο Alphanews, ημερ. 20/07/2021)

2. Ασσιώτες Αιχμάλωτοι Πολέμου

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com