Μαρτυρία - Δημητράκη Κασάπη |
Πολύ αναλυτική αφήγηση για τις 14 Αυγούστου, ημέρα που μπήκε ο Τουρκικός στρατός στην Άσσια κάμνει ο Δημητράκης Κασάπης ο οποίος διετέλεσε αιχμάλωτος.
Η αφήγηση του Δημητράκη δεν χρειάζεται άλλα σχόλια. Με γλαφυρό ύφος εξιστορεί όλα εκείνα που διαδραματίσθηκαν τις τελευταίες μέρες πριν εκκενωθεί το χωριό. Αφηγείται σχετικά: 1974. 14 του Αυγούστου, ημέρα που θα μείνει αλησμόνητη στην μνήμη μου. Προτού καλά καλά χαράξει μας ξύπνησαν οι βομβαρδισμοί των εχθρικών αεροπλάνων που είχαν ορισμένους στόχους στο χωριό μου την Άσσια. Τα τρία μου κοριτσάκια κοιμόντουσαν ατάραχα στα κρεβατάκια τους. Η πρώτη μας σκέψη στα παιδιά μας, τα κοιτούσαμε με τον φόβο μέσα μας όταν ακούσαμε την φωνή των πεθερικών μου να μας καλούν να πάμε σπίτι τους. Βολευτήκαμε εκεί και παρακολουθούσαμε τα γεγονότα από το ραδιόφωνο, και από τους κατατρεγμένους από τα γύρω χωριά που έρχονταν και μένανε σε φιλικά σπίτια μη ξέροντας το κακό που μας περίμενε. Κανείς που ρωτούσα δεν μούλεγε ότι υπήρχε πιθανότητα να καταληφθεί το χωριό μας. Τα εχθρικά αεροπλάνα ψηλά συνεχώς πετούσανε σκιάζοντας τον καθαρό ουρανό της αυγουστιάτικης εκείνης ημέρας. Μακριά ακούγονταν βομβαρδισμοί. Έτσι κύλησε, η ώρα μέχρι της 2 μ.μ. Ακούσαμε φωνές και βγαίνοντας είδαμε ανθρώπους να τρέχουν από την κατεύθυνση του γειτονικού χωριού της Αφάνειας. Τους ρωτάω με αγωνία τι συμβαίνει και μου λένε με φόβο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους «Ήρταν Τούρτζοι». Έρχονται άλλοι, την ίδια απάντηση είχα, δεν μας ξεκαθάρισαν τι ακριβώς συνέβηκε. Χωρίς να το καταλάβουμεν περάσανε 15 λεπτά όταν ακούσαμε ριπές αυτομάτων όπλων και στο λεπτό μεγαθήρια τουρκικά τανκς μπήκαν από όλες τις μεριές πυροβολώντας στους δρόμους και στα σπίτια του χωριού. Αμέσως κρυφτήκαμε όλοι μέσα για ασφάλεια. Η γυναίκα μου δεν ήθελε να το πιστέψει ότι ήτανε τουρκικά. Καταπλακώνανε το κάθε τι που βρισκότανε στο δρόμο τους. Ένα τούρκο στρατιώτη τον άκουσα να φωνάζει «Παραδοθείτε, Παραδοθείτε». Μείναμε στο σπίτι και περιμέναμε το χειρότερο. Ακούαμε συνεχώς πυροβολισμούς και σπασίματα πόρτων και παραθύρων. Σαν πλησιάζανε προς το σπίτι μας, είπα στον πεθερό μου «Πατέρα θα τρέξω να κρυφτώ στον αχυρώνα, δεν σηκώνει αναβολή, νέος είμαι, οι Τούρκοι σαν με δουν θα με συλλάβουν ή θα με σκοτώσουν». «Πήγαινε παιδί μου» μου είπε. Από το πρωί είχα εντοπίσει ένα καλό καμουφλαρισμένο τόπο. Δεν έχασα καιρό κρύφτηκα εκεί μέχρι πόσες ώρες δεν ήξερα, η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά λες και μούλεγε τον κίνδυνο που διέτρεχα από στιγμή σε στιγμή. Πριν να βραδιάσει μου φώναξε η πεθερά μου ότι ήταν εντάξει και βγήκα. Εκεί στον αχυρώνα μου έμεινα για πέντε μέρες. Η γειτονιά μας ολοένα άδειασε. Τα πράγματα είχανε σφίξει. Κίνδυνος θάνατος να κάμεις την τρελή και θαρραλέα απόφαση να ξεφύγεις. Παίζεις μονά ζυγά τη τύχη σου και το μέλλον των παιδιών σου. Έμενα αναγκαστικά πολλές ώρες στον αχυρώνα. Από μια μικρή τρύπα που βρισκότανε ψηλά και αναρριχόμουνα με την σκάλα μπορούσα και έβλεπα τους στρατιώτες να κάνουνε περιπολίες να συλλαμβάνουν αιχμαλώτους και εκατοντάδες τούρκοι κάθε ηλικίας να ρημάζουνε τα πλούσια σπίτια μας και να λεηλατούν τις εκκλησίες. Κάθε βράδυ μόλις σκοτείνιαζε πετιόταν ξαφνικά ένα αστέρι στον ίδιο τόπο και με κοιτούσε ατάραχα σαν να μούδινε θάρρος και ξεγνοιασιά στον πόνο μου. Σαν έφευγε από την θέα μου και σιγουρευόμουνα, άφηνα τον αχυρώνα και κοιμόμουνα στην πέτρινη αυλή. Στις 19 του Αυγούστου κατά το απόγευμα μπήκανε ξαφνικά στο σπίτι μας τούρκοι. Έτρεξα αμέσως στον κρυψώνα μου. Απ' εκεί άκουγα τις κουβέντες, όταν άκουσα κάποιο τούρκο στρατιώτη να προχωρά προς τον αχυρώνα τον άκουσα δε που κτύπησε την πόρτα. Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την αγωνία, αλλά παρέμεινα χωρίς έστω και την παραμικρή κίνηση που να προδώσει την θέση μου. Ο τούρκος έφυγε. Την επαύριον όμως μια και δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια αποφάσισα ότι έπρεπε να παρατήσω να κρύβομαι. Πέρασε σ' ένα βαθμό ο φόβος της πρώτης μέρας και οι φήμες έλεγαν ότι το χωριό θα εκκενωθεί. Λιγοστεύανε οι ελπίδες μου. Έτσι πήρα το θάρρος και με την πρώτη έφοδο στο σπίτι στάθηκα μαζί με την οικογένεια μου και όλους τους άλλους που ήταν μαζί μας. Οι στρατιώτες ήταν τρεις με το χέρι στην σκανδάλη έτοιμοι να πυροβολήσουν. Προ του κινδύνου της ζωής μας είπα στους τούρκους τούρκικα που ήξερα από το σχολείο «Μερ χαπάρ ασκέρ» δηλ. «Γεια σας, στρατηγέ.» Αμέσως κατέβασαν τα όπλα, μας ρώτηξαν ποιοι είμαστε, μας μέτρησαν και έφυγαν. Δεν ξέρω πως το πήρανε αλλά γλιτώσαμε και από εκείνο το περιστατικό. Εγώ δε είχα τα ευχόλογα των συγγενών μου. Η ζωή μας συνεχίστηκε με συνεχείς εφόδους και βλέποντας τους τούρκους να κλέβουνε όλα τα υπάρχοντα από τα σπίτια και τις αποθήκες, τα αυτοκίνητα που τα ξεκινούσανε με αυτοσχέδιους χειρισμούς. Κοπάδια από πρόβατα και γίδια, αγελάδες, έπιπλα, όλων των ειδών τα σκεύη αλλάξανε ιδιοκτήτη. Εμείς τους βλέπαμε χωρίς να μπορούμε να αντιδράσομεν, να διαμαρτυρηθούμε, να πούμε το παραμικρό. Μια μέρα που τόλμησε ο πεθερός μου να τους πει γιατί πιάσανε τα έπιπλα από το σπίτι μας του απαντήσανε οι τούρκοι θυμωμένα «Ούλλο τώρα δικό μας ένι, εσείς φύετε και μεν έρτετε ξανά δαμαί γιατί παίζουμεν σας». Στην 21 Αυγούστου ήτανε η μέρα που θα μέναμε για τελευταία φορά στο χωριό μας. Από το πρωί ο τούρκικος στρατός έκανε εκκαθαρίσεις σε όλα τα σπίτια, ήλθε και η σειρά μας. Πήρα την δεύτερη μου κόρη την Ελένη στην αγκαλιά μου και ξεκινήσαμε για την Κεντρική Πλατεία του χωριού. Εκεί ένας στρατιώτης μου υπέδειξε να αφήσω το μωρό στην γυναίκα μου που ήτανε δίπλα στους άλλους. Μείναμε εκεί παρακολουθώντας με αγωνία τον τούρκικο στρατό να γυρίζει παντού σε όλους τους δρόμους του χωριού, πυροβολώντας στον αέρα για εκφοβισμό. Ακόμη και αυτά τα αθώα περιστέρια, το σύμβολο της ειρήνης, που κάθονταν στα κεραμίδια των σπιτιών τρομαγμένα, τα πυροβολούσαν οι τούρκοι στρατιώτες. Αυτά δε που γλίτωσαν πετούσανε αλαφιασμένα στους σκλαβωμένους πια αθέρες του χωριού. Μετά από 3-4 ώρες ταλαιπωρίας μας βάλανε σαν σαρδέλες στα φορτηγά στρατιωτικά αυτοκίνητα και μας περάσανε μέσα από το κέντρο του χωριού, μετά από τα χωράφια και ακολούθως από τον δρόμο μπροστά από το σπίτι μου. Περνώντας κατάφερα κλεφτάτα να ρίξω μια ματιά για τελευταία φορά στο σπίτι μου και βλέποντας το πικρό δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου. Μας συγκέντρωσαν όλους σε χωράφια κοντά στο τουρκικό χωριό Αγυά νοτιοδυτικά του χωριού μας. Η ταλαιπωρία και ο φόβος ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια όλων μας. Φίλοι και συγγενείς προσπαθήσαμε να συγκεντρωθούμε μαζί έτσι που να μπορούμε ψυχικά νάχουμε κάποιες ελπίδες σωτηρίας. Στο χωριό εκείνο κάτι που με φόβισε πολύ ήτανε όταν κάποιος αξιωματικός τούρκος ήλθε και μας κατηγόρησε στα τούρκικα που τα κατάλαβα καλά γιατί μιλούσε αργά λες και ήθελε να μας τονίσει «τόσα χρόνια σφάζατε το γένος μας, τώρα και εμείς θα σας σφάξομεν και εσάς και όλες τις οικογένειες σας». Φοβήθηκα πολύ και είπα μέσα μου ότι ήλθε η σειρά μας να χαθούμε. Έκανα την προσευχή μου και περίμενα. Ευτυχώς που κάποιος ανώτερος του. Του φώναξε και έφυγε. Κατά τις 4 το απόγευμα ξανά στα στρατιωτικά φορτηγά και τώρα πάλι για το άγνωστο. Περνούσαμε ένα ένα τα τούρκικα χωριά. Μπροστά στα σπίτια των σωροί αμέτρητοι τα λάφυρα από τα Ελληνικά σπίτια. Περνώντας από ένα χωριό που ήτανε γύφτοι, μια γριά κρυμμένη στο φερετζιέ της σαν μας είδε την άκουσα να λέει «βάι, βάι», λέξεις συμπόνιας προς εμάς. Φαντάζομαι πόσες φορές θα έφαε μαζί με τους Έλληνες ψωμί και χαλούμι και έζησε ευτυχισμένες στιγμές, στους παλιούς καλούς καιρούς. Μπαίνοντας στην Λευκωσία οι τούρκοι στους δρόμους τρέχανε προς τα αυτοκίνητα μας με κακές διαθέσεις, υψώνοντας τες γροθιές τους, βρίζοντας μας με τα πιο χυδαία λόγια και εξευτελίζοντάς μας. Τελικά φτάσαμε μπροστά από το γκαράζ Παυλίδη, όπου κατεβάσανε μερικούς από εμάς. Φαίνεται ότι είχα ακόμη χρόνια να ζήσω γιατί σε λίγα λεπτά μετά που προχώρησα λίγο κοίταξα πίσω να δω τι έγινε με τους άλλους συγχωριανούς μου και είδα τους τούρκους στρατιώτες να δίνουνε οδηγίες να ξανανεβούν στα φορτηγά. Την επομένη ήλθε κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού, μας δώσανε φόρμες και συμπληρώσαμε. Εκείνη την στιγμή που έδινα την κάρτα με τα στοιχεία μου, ευχαριστούσα τον Θεό από τα βάθη της ψυχής μου, γιατί, ήμουνα ζωντανός και του ζητούσα να με βοηθήσει τώρα να υπερπηδήσω τα βάσανα, τις κακουχίες, τις στερήσεις και εξευτελισμούς που θα μου τύχουν στο άγνωστο δρόμο της αιχμαλωσίας. ΠΗΓΗ: Άσσια μέρες συμφοράς Αγώνας για επιστροφή, Κώστας Χρ. Τζωρτζής, Λευκωσία 1989 |