Μαρτυρία - Λεοντής Ττουμπουρή Εκτύπωση

 

του Κώστα Χρ. Τζωρτζή

 

Το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974 γύρω στις 5.30 ήλθαν στην Άσσια Τουρκικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα τα οποία έριξαν βόμβες στη νότια πλευρά του χωριού, πίσω από το Δημοτικό Σχολείο και το γήπεδο του «Εθνικού».

Λεοντής ΤτουμπουρήΣτόχος των αεροπλάνων ήταν μια «μάντρα» δική μου που ήταν γεμάτη με αυτοκίνητα την οποία φαίνεται ότι οι Τούρκοι εξέλαβαν σαν στρατιωτικό στόχο.  Στην «μάντρα» αυτή είχα για χρόνια αρκετά αυτοκίνητα παλαιά.  Μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου μετέφερα από τη Λευκωσία 25 αυτοκίνητα (φορτηγά και λεωφορεία) αξίας 100 χιλιάδων περίπου λιρών.

Από τις βόμβες των τουρκικών αεροπλάνων προκλήθηκε μεγάλη πυρκαγιά στη «μάντρα» αφού το ένα μετά το άλλο τα αυτοκίνητα έπαιρναν φωτιά.  Εκρήγνυντο τα τάνκια με πετρέλαιο των αυτοκινήτων και η φωτιά μεταδιδόταν γρήγορα.

Μετά που έφυγαν τα αεροπλάνα πήγα στη «μάντρα» να δω τι γίνεται.  Εκεί βρήκα και μερικούς χωριανούς οι οποίοι προσέτρεξαν να βοηθήσουν στην μετακίνηση των αυτοκινήτων.  Δεν ενθυμούμαι τώρα ποιοι ήταν οι χωριανοί, θυμούμαι μόνο τον Γιαννή Παπαμιχαήλ ο οποίος με το τράκτορ του έδεσε με σχοινί και τράβηξε 5-6 αυτοκίνητα  σε κοντινή περιοχή κάτω από τα δέντρα.  Δεν πήρα μαζί μου τα κλειδιά των αυτοκινήτων.

Οι χωριανοί επέμεναν να μετακινήσουμε κι' άλλα αυτοκίνητα προκειμένου να υποστώ λιγότερη ζημιά.  Όμως ήταν πολύ επικίνδυνο, γιατί, όπως ανάφερα και πιο πάνω, τα τάνκια με πετρέλαιο των αυτοκίνητων εκρήγνυντο και η φωτιά μεταδιδόταν από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο.

Θυμάμαι μάλιστα που έλεγα στους χωριανούς:

-    Φύετε τζι' αφήστε τα, έτσι όπως κάμνουν έκρηξη τα ντεπόζιτα (τάνκια) μπορεί να σκοτωθεί κανένας.  Και το κακό θάναι χειρότερο.  Οι ζωές είναι σημαντικότερες.

Σ' αυτή την επιμονή μου οι χωριανοί έφυγαν και εγώ τράβηξα για το σπίτι μου.  Ήμουν βέβαια πολύ στενοχωρημένος για τη ζημιά που έπαθα, ευτυχώς όμως που δεν είχαμε απώλειες ανθρωπίνων ζωών.

Όλο το πρωινό τούρκικα αεροπλάνα έρχονταν στο χωριό και πυροβολούσαν.  Εμείς στο σπίτι παίρναμε συνεχώς τις αναγκαίες προφυλάξεις.  Στο σπίτι ήμουν εγώ, η γυναίκα μου Μαρία και η κόρη μου Αρτούλλα.  Οι δυο γιοι μου, ο Άριστος υπηρετούσε κανονική θητεία στο στρατό και ο Κωστάκης υπηρετούσε σαν έφεδρος.

Θυμούμαι ότι η κόρη μου, η Αρτούλλα ήταν συνεχώς κάτω από την εσωτερική σκάλα τυλιγμένη σε μια κουβέρτα.

Ώρα 2.15 μ.μ.  Ενώ βρισκόμαστε στο σπίτι ακούσαμε πυροβολισμούς οι οποίοι πύκνωναν συνεχώς.  Βγήκα έξω στο δρόμο να δω τι συμβαίνει.  Εκείνη την ώρα περνούσε έξω από το σπίτι μου ένας κάτοικος Αφάνειας, ο Χριστοφής, με ιλιγγιώδη ταχύτητα.  Σταμάτησε και μας φώναξε όλους στη γειτονιά:

-    Ήρταν οι Τούρτζοι στην Άσσια τζιαι σκοτώνουν κόσμο που την άκρα.  Βουράτε να φύετε για να γλιτώσετε.

Στο μεταξύ κάποιος άλλος, δεν ενθυμούμαι το όνομά του, είπε ότι τα τουρκικά τανκς πέρασαν από την πλατεία της Πάνω Γειτονιάς και πήγαν προς τα καφενεία της Κάτω Γειτονιάς.

Έπρεπε να αποφασίσω αμέσως.  Να φύγουμε ή να μείνουμε.  Επικράτησε η πρώτη σκέψη.  Αφού ενημέρωσα τη γυναίκα μου πήγα πίσω στην αυλή και μπήκα στο γκαράζ όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητό μου, ένα FORD GRANADA εξακύλινδρο 25 αλόγων με στοιχεία GD 555, πρασίνου χρώματος.

Άνοιξα την πόρτα του γκαράζ και το έβγαλα έξω.  Στο μεταξύ ήλθε η γυναίκα μου και η κόρη μου και μαζί τους οι γείτονές μας Γαβριήλ Μανή, η γυναίκα του και η κόρη του.  Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε να φύγουμε.  Στρίψαμε αριστερά και μετά δεξιά.  Εκεί στη στροφή βρήκαμε την γυναίκα και την μικρή κόρη (5-6 χρονών) του κουμπάρου μου του Κώστα Αγγελή του Αγροφύλακα.  Μπήκαν και αυτές μέσα (οχτώ επιβάτες στο αυτοκίνητο) και προχωρήσαμε.  Όταν φτάσαμε στον κύριο δρόμο του χωριού στη λεωφόρο Γρίβα Διγενή δίπλα από το σπίτι του Νίκου Τζωρτζή (γαμπρού του Μουκτάρη) σταμάτησα.  Για δευτερόλεπτα σκέφτηκα ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουμε για να φτάσουμε στις Αγγλικές βάσεις.  Επειδή είχαμε πληροφορηθεί ότι τα τουρκικά τανκς πήγαν στην Κάτω Γειτονιά, υπέθεσα πως αν στρίβαμε αριστερά θα βγαίναμε στο δίστρατο το οποίον μάλλον θα ήταν μπλοκαρισμένο.  Έτσι μόνο ένας δρόμος υπήρχε για την ώρα που ήταν κάπως ασφαλής.  Ο δρόμος Άσσιας - Τρεμετουσιάς.

Διασταυρώσαμε τον δρόμο και πήραμε κατεύθυνση την Τρεμετουσιά.  Περάσαμε από την εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου και μετά από λίγο φτάσαμε στην Τρεμετουσιά.

Για να πάμε στις Αγγλικές Βάσεις έπρεπε να περάσουμε από το χωριό Άρσος του οποίου οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Τουρκοκύπριοι.  Μετά από λίγο φτάσαμε.  Ας σημειωθεί ότι μέχρι που φτάσαμε στο Άρσος μας ακολουθούσαν 4-5 άλλα αυτοκίνητα με Ασσιώτες.  Εκεί λόγο πριν μπούμε στο χωριό υπήρχε φυλάκιο που επάνδρωσε ένας τουρκοκύπριος με στρατιωτικά.  Δεν ήξερε φαίνεται τίποτε ακόμη για τις εξελίξεις γιατί το όπλο του το είχε στον ώμο.

Εκεί στο Τουρκοκυπριακό φυλάκιο σταματήσαμε 5-6 λεπτά να δούμε πως θα προχωρούσαμε.  Να μπούμε στο χωριό Άρσος ή να μην μπούμε.  Αφού ο καθένας είπε τη γνώμη του, τελικά αποφασίσαμε πως δεν μπορούσαμε να στραφούμε πίσω και έπρεπε να προχωρήσουμε μέσω του Άρσους.  Ευτυχώς ο Τουρκοκύπριος στρατιώτης δεν είχε καταλάβει τίποτε και περάσαμε εντελών ανενόχλητοι.  Ούτε καν μας σταμάτησε για τον απαιτούμενο έλεγχο.

Αφού διασχίσαμε το Άρσος στρίψαμε στα δεξιά και μέσω των Κελλιών φθάσαμε στους Τρούλλους κι' από εκεί στην Ορόκλινη λίγο πιο έξω από τις Αγγλικές Βάσεις.

Εκεί στην Ορόκλινη μου έκανε εντύπωση μια ομάδα δικών μας στρατιωτών οι οποίοι έβαλλαν με «μαρτίνια» εναντίον τουρκικού αναγνωριστικού αεροπλάνου που υπερίπτατο σε μεγάλο ύψος.  Είπα στους στρατιώτες μας:

-    Ρε παιδκιά, με τα μαρτίνια εν να το βρείτε τζι' πάνω ψηλά;  Το μόνο πον να πετύχετε είναι να σας φωτογραφίσει και ύστερα που λλίην ώρα να έρτουν βομβαρδιστικά να βομβαρδίσουν το χωρκόν.

Από την Ορόκλινη πήγαμε στις Βάσεις Δεκέλειας και από εκεί στην Ορμήδεια, όπου άρχισε η προσφυγιά μας.


ΠΗΓΗ: Άσσια μέρες συμφοράς Αγώνας για επιστροφή, Κώστας Χρ. Τζωρτζής, Λευκωσία 1989