Μαρτυρία - Γιώργος Τζιώρτζιος Εκτύπωση

 

του Κώστα Χρ. Τζωρτζή

 

Μια ιστορία σε μια φωτογραφία, πριν 33 χρόνια

Ήταν πρωί.  Πρέπει να ήταν 7 η ώρα.  Τριγύρω εκεί που οι άνθρωποι βλέπουν το τελείωμα των πιο γλυκών ονείρων τους.  Ωστόσο, ο τότε 16χρονος ήρωας της ιστορίας μας, ο συνάδελφος Γιώργος Τζιώρτζιος, κοιμόταν κατάχαμα κάτω από ένα δέντρο, όντας ξεσπιτωμένος μαζί με τους γονείς και τ' αδέλφια του, με δεκάδες συγγενείς και συγχωριανούς σκοτωμένους ή αγνοούμενους.  Πού να βρεθεί, λοιπόν, χώρος για όνειρα γλυκά;  Αντίθετα, η ζωή γι' αυτόν όπως και για χιλιάδες άλλα παιδιά της Κύπρου έμοιαζε περισσότερο με εφιάλτη.  Πέρασαν από τότε 33 χρόνια και η φωτογραφία του την ώρα που κοιμάται αποτελεί το μέσο που τον ταξιδεύει στο παρελθόν και τον προσγειώνει στις δραματικές και δύσκολες στιγμές που βίωσε.


Εις άτακτον φυγή...

«Ήταν οι πρώτες ημέρες μας στο Δασάκι της Άχνας.  Είχαμε φύγει από το χωριό μου, την Άσσια, από τις 14 Αυγούστου», θυμάμαι και διηγείται ο συνάδελφος.  «Φύγαμε άρον, άρον.  Γύρω στις 2:30 το απόγευμα έφθασε η πληροφορία ότι έσπασε η γραμμή της Μιάς Μηλιάς και έπρεπε να φύγουμε, να σωθούμε.  Οι σφαίρες άρχισαν να πέφτουν στις αυλές των σπιτιών μας.  Κάποιος χωριανός μας, ο οποίος πολέμησε στο Β' παγκόσμιο πόλεμο θυμάμαι που έλεγε συχνά: «Ρε, ξέρετε τι πάει να πει εις άτακτον φυγή;»  Ε, λοιπόν, στις 14 Αυγούστου του 1974 συνειδητοποίησα τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φράση.  Με αυτοκίνητα, τρακτέρ, με κάθε μέσο ο κόσμος έφευγε.  Προείχε η ανάγκη να σώσουμε τις ζωές μας.  Το ίδιο έπραξε και ο πατέρας μου.  Μας μάζεψε μαζί με τη μάνα μου, πέντε παιδιά ήμασταν, και ξεκινήσαμε.  Φθάσαμε, μέσω Βατυλής, έξω από το Δασάκι και την επομένη μπήκαμε μέσα στο δάσος και καταλήξαμε κάτω από ένα δέντρο.  Αυτός ο χώρος έγινε το «σπίτι» μας για τις επόμενες 40 μέρες».


«Είδες τον δικό μου;»

Ο πατέρας του Γιώργου ήταν μανάβης.  Το μόνο που περιέσωσε ήταν το αυτοκίνητο του.  Τίποτε άλλο.  «Φύγαμε με τις καλοκαιρινές παντόφλες και τα ρούχα που φορούσαμε.  Πρόλαβα και πήρα μαζί μου και το ραδιόφωνο.  Υπήρχε και μια κάσα με κρεμμύδια, η οποία ξέκοψε και έμεινε στο αυτοκίνητο του πατέρα μου.  Μόνο αυτά».  Στο Δασάκι της Άχνας κατέληξαν χιλιάδες προσφύγων.  Ήταν έδαφος των αγγλικών βάσεων κι αυτό το δεδομένο παρείχε ένα αίσθημα ασφαλείας.  Μετά τις πρώτες ημέρες, οι Άγγλοι οργάνωσαν την παροχή συσσιτίου.  «Είχαμε γάλα το πρωί και φαγητό το μεσημέρι και το βράδυ.  Εκεί στο Δασάκι έμαθα να τρώγω φασόλια.  Προηγουμένως ούτε να τα δω δεν ήθελα.  Όμως, θέλοντας και μη άρχισα να τα τρώγω κι αυτά.  Θυμάμαι τις ατέλειωτες σειρές του κόσμου για να πάρει φαγητό.  Θυμάμαι τον κόσμο, τον πόνο του καθενός, το κλάμα για τους σκοτωμένους συγγενείς, για τους αιχμαλώτους.  Να έρχονται κάθε ημέρα εκατοντάδες να ψάχνουν εκεί τους δικούς τους.  Κι εμείς, με τη σειρά μας να γυρνούμε στους διάφορους χώρους όπου μαθαίναμε ότι υπήρχαν πρόσφυγες για να εντοπίσουμε συγγενείς μας.  Πόνος, θλίψη, απόγνωση...


Ήταν τότε η ανθρωπιά...

Όπως αναφέρει, εκείνο που βαθιά χαράχτηκε στη ψυχή του είναι η φτώχεια που βίωνε ο κόσμος.  Νοικοκύρηδες και πλούσιοι στα χωριά τους, βρέθηκαν ξαφνικά ξεσπιτωμένοι και χωρίς φράγκο στην τσέπη.  «Δεν είχαν λεφτά ούτε για ένα ψωμί.  Το ψωμί που μας έδιναν με το συσσίτιο ήταν πολύ λίγο ή ακόμα κάποιες φορές δεν μας έδιναν ψωμί.  Γι'αυτό και έπρεπε να το αγοράσουμε.  Θυμούμαι ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν ούτε αυτό το σελίνι για να αγοράσουν ψωμί από τους φούρνους της Ορμήδειας, του διπλανού προς το Δασάκι χωριού.  Ωστόσο, υπήρχε τότε αλληλεγγύη, υπήρχε αν θέλετε σε μεγαλύτερο βαθμό αυτό που αποκαλούμε ανθρωπιά, γι'αυτό κανένας δεν έμενε χωρίς ψωμί.  Αυτός που κρατούσε αγόραζε και για τον διπλανό του ή ακόμα οι φουρνάρηδες έδιναν δωρεάν σ'αυτούς που δεν είχαν λεφτά.  Αυτά πρέπει να τα θυμούμαστε και να τα λέμε.  Δυστυχώς, στις μέρες μας χάθηκαν...».


Ελπίδες κι απογοητεύσεις

Η Άσσια ήταν από τα χωριά που δέχθηκε τρομερό κτύπημα από την τουρκική εισβολή.  Μετρά 83 αγνοούμενους και 25 νεκρούς.  Γι'αυτό και όλοι οι κάτοικοι της βίωσαν δραματικές στιγμές.  «Οι στιγμές της αναζήτησης του δικού σου ανθρώπου και οι εικόνες της αγωνίας και του οδυρμού δεν θα σβήσουν ποτέ.  Χαράζουν την ψυχή σου, σημαδεύουν τη μνήμη σου, δεν φεύγουν με τίποτε.  Πώς μπορώ να ξεχάσω τα πρόσωπα των ανθρώπων που έψαχναν για τους δικούς τους;  Τις ικεσίες τους προς άλλους να τους πουν αν γνωρίζουν κάτι για το συγγενή τους, τον αδελφό τους, τον γιο τους.  Θυμάμαι που πηγαίναμε κάθε ημέρα στο «Φιλοξένια», όπου κατέληγαν οι αιχμάλωτοι, τους οποίους απελευθέρωναν οι Τούρκοι.  Ψάχναμε για τους δικούς μας.  Χιλιάδες άνθρωποι έφθαναν εκεί με την ελπίδα ότι μεταξύ εκείνων που απελευθερώνονταν θα ήταν και ο δικός τους, οι δικοί τους.  Εμείς ψάχναμε για το θείο και νουνό μου.  Τον Δημήτρη Δημητριάδη, τον γνωστό Παριζιάνα.  Είχε το ζαχαροπλαστείο «Παριζιάνα» στη Λευκωσία.  Οι ημέρες έκλειναν με την πικρή γεύση ότι δεν ήταν μεταξύ τους.  Την άλλη ημέρα, πάλι εκεί.  Όταν τελείωσε αυτή η ψυχοφθόρα διαδικασία ο καθένας άρχισε να μετρά το μέγεθος του δικού του δράματος.  Κι ύστερα, να καρφώνουμε τ'αφτιά μας στα ραδιοφωνα μπας και ακούσουμε κάποιο ελπιδοφόρο μήνυμα μέσω του Ερυθρού Σταυρού.  Έτσι κύλησε η ζωή μας τους πρώτους μήνες».

 

Αντώνης Μακρίδης
Από την Εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» 17.8.2007

 


Μια ιστορία σε μια φωτογραφία

Αφορμή για τούτο το ρεπορτάζ αποτέλέσε η φωτογραφία του Γιώργου την ώρα που κοιμόταν κάτω από το δέντρο στο Δασάκι της Άχνας.  Η φωτογραφία λήφθηκε τον Αύγουστο του 1974 και βρίσκεται στο αρχείο του μακαρίτη Μπάμπη Αβδελόπουλου.  Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στον «Π» και ειδικότερα στη σελίδα «Οι πρωταγωνιστές του πόνου».  Ο Γιώργος γνώριζε την ύπαρξη της φωτογραφίας από το 1984, αλλά δεν είχα αντίτυπό της.  «Το 1984 έπεσε στα χέρια μου ένα ενημερωτικό περιοδικό που εξέδιδε η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών της Ελλάδας.  Το φυλλομετρούσα, όταν σε κάποια στιγμή το μάτι μου έπεσε στη φωτογραφία αυτή.  «Βρε, μήπως και είμαι εγώ αυτός;» διερωτήθηκα.  Δεν ήταν ακριβώς η ίδια φωτογραφία που δημοσίευσε ο «Π».  Ήταν τραβηγμένη σε μακρινό πλάνο, γι'αυτό και αμφέβαλα.  Οπότε, πήρα το περιοδικό και το έδειξα στη μητέρα μου.  Ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για εμένα.  Κοιμόμουν με τα άλλα αδέλφια μου κάτω από το δέντρο και γύρω στις 7 το πρωί είχε έρθει στο Δασάκι ο μακαρίτης ο Μπάμπης και τραβούσε φωτογραφίες.  Τώρα που δημοσιεύσατε τη συγκεκριμένη φαίνεται ξεκάθαρα ότι πρόκειται για εμένα.  Ήμουν τότε 16 χρονών.  Πέρασαν από τότε 33 χρόνια.  Τη βλέπεις και διερωτάσαι πώς πέρασαν τόσα χρόνια.  Τούτες οι φωτογραφίες συντηρούν της ιστορία μας.  Κρατούν ζωντανές τις στιγμές του καθενός μας».

 


Πηγή:  Άσσια περιμένοντας την Ανάσταση, Κώστας Χρ. Τζωρτζής, Λευκωσία 2009