Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1760514
Έχουμε 76 επισκέπτες συνδεδεμένους

Μαρτυρία - Δημήτρη Γεωργίου Εκτύπωση E-mail

(Κατάθεση που δόθηκε στις αστυνομικές αρχές της Δημοκρατίας στις 17 Σεπτεμβρίου 1974. Ο Δ. Γεωργίου ήταν βοσκός από την Αφάνεια Αμμοχώστου και το 1974 ήταν 46 ετών).

Κατάγομαι από την Αφάνεια και εκατοικούσα εκεί μέχρι την 14.8.1974.  Είμαι παντρεμένος και έχω δέκα παιδιά ηλικίας μεταξύ 22 και 3 χρονών.  Μεταξύ αυτών ο Γεώργιος, ηλικίας 18 χρονών.

Στες 14.8.1974, και περίπου η ώρα 6 π.μ., όταν άρχισεν ο δεύτερος γύρος του πολέμου και ήλθαν τουρκικά αεροπλάνα και εβομβάρδισαν την Άσσιαν, επήρα ολόκληρη την οικογένειάν μου, ως επίσης τρία εγγόνια μου ηλικίας τεσσάρων και ενός χρονού και τριών μηνών και επήραμεν τον ποταμόν Γιαλιά και κατευθυνθήκαμεν προς την Άσσιαν, για να προφυλακτούμεν από τους βομβαρδισμούς.  Όταν εφθάσαμε πλησίον της Άσσιας, βορείως του χωριού, εσταματήσαμεν και περιμέναμεν εκεί τι θα γίνει.  Κατά το μεσημέρι, οι δύο μου κόρες, Δεσπούλλα Παναγιώτου με τα δύο παιδιά της και η Χαμπούλλα, έφυγαν από κοντά μας και πήγαν μέσα στην Άσσιαν για να πάρουν τρόφιμα των μωρών.

 

Περίπου η ώρα 2.30 μ.μ. άκουσα πολλούς πυροβολισμούς και αρχίσαμεν να περπατούμεν μέσα εις τον ποταμόν, με ανατολικήν κατεύθυνσιν.  Σε μιαν στιγμήν ήλθεν από την νότιαν κατεύθυνσιν και μπήκεν στον ποταμόν ο συμπέθερος μου, Γιακουμής Παναγή, στο μέρος που ευρισκόμαστε και τον ερώτησα τι είναι οι πυροβολισμοί και μου είπεν ότι επιαστήκαν Έλληνες της Αφάνειας με τους Τούρκους και ότι είδεν δυο τανκς στο χωριό να κατευθύνονται προς την Άσσιαν.

Εμείναμεν στον ποταμόν μέχρι η ώρα 6 μ.μ. και όταν αρχίσαν τα μωρά να θέλουν νερό αποφασίσαμεν να πάμεν στην Άσσιαν.  Επήραμεν ένα χωματόδρομο και όταν απείχαμεν περίπου δύο σκάλες από την Άσσιαν, είδα να ευρίσκονται μέσα στον ποταμόν Σκατουλιάρη, εις σημείον μίας σκάλας απόσταση από την θέση μας, 300 περίπου Τούρκοι στρατιώτες.  Όταν μας είδαν άρχισαν να φωνάζουν μεταξύ τους: «Επ, επ, επ» και οπλίσαν τα όπλα τους.  Τότε εμείς εσηκώσαμεν τα χέρια μας πάνω και τους εφώναξα και τους είπα: «Παραδινούμαστε στρατιώτες, κοντά σας».  Αυτό το είπα ελληνικά και τουρκικά.  Όταν άκουσα ότι οπλίσαν εφώναξα: «Ππέσετε μωρά μου, και θα μας παίξουν».  Όταν εππέσαμεν εσκορπιστήκαμεν έξω του δρόμου και άλλοι εμπήκαν κάτω από το γιοφύρι, ο γιος μου Γεώργιος, ο οποίος εκρατούσεν μέσα στην αγκαλιά του την κόρη μου, Κατίνα, έππεσε πάνω στον όχτον μπρούμυτα και κρατούσεν στην αγκαλιά του την Κατίναν και την επροστάτευε.  Εγώ ήμουν πίσω από ένα κούκο του γιοφυριού με ψηλωμένο το χέρι και φώναζα συνεχώς ότι παραδινούμαστεν.  Οι Τούρκοι άρχισαν να μας παίζουν καταιγιστικά πυρά.  Σε μίαν στιγμήν ο Γεώργιος μου είπεν: «Επαίξαν με, παπά, πάνω στο πόδι».

Ενώ συνέχιζαν οι πυροβολισμοί και άρχισαν να βάλλουν κάτω, ήρτεν ένας Τουρκοκύπριος με πολιτικά κοντά και μου μίλησεν ελληνικά και μου είπεν: «Παραδοθήτε και μεν φοάστε».  Τότε είπα της γυναίκας μου να μείνουν στον τόπον τους χωρίς να σηκωθούν και σηκώθηκα μόνος μου, ενώ οι σφαίρες εσυνέχισαν να περνούν από δίπλα μου.  Τότε ο Τουρκοκύπριος με τα πολιτικά μου είπεν να πω της οικογενείας μου να σηκωθεί πάνω και δεν θα τους κάμουν τίποτε.  Εγώ τους είπα, και όταν εσταθήκαν πάνω και ενώ η κόρη μου Χρυστάλλα, 20 ετών, είχεν τα χέρια της πάνω, επαίξαν την τσάντα της που βαστούσεν και της έππεσεν.  Ήλθαν κοντά μας περίπου 15 στρατιώτες και μας οδήγησαν όλους εκτός του Γεωργίου, που ήταν πληγωμένος, κάτω από ένα γεφύρι, που ήταν οι υπόλοιποι στρατιώτες με δέκα μεγάλα στρατιωτικά αυτοκίνητα και ένα λαντ ρόβερ και μας ερεύνησαν.  Επήραν από την γυναίκα μου 10 λίρες και από την κόρη μου Χρυστάλλα 20 λίρες.  Εγώ εβαστούσα ένα ράδιο τρανσίστορ και μου το πέταξαν.

Μετά πέντε λεπτά περίπου μας εβγάλαν στον δρόμον, όπου, εν τω μεταξύ, εφέραν και τον Γιώργο.  Ο Τουρκοκύπριος με τα πολιτικά μου είπεν να πάω να πιάσω τον Γιώρκο που ήταν 5-6 μέτρα μακριά μας.  Επήγα κοντά του και μου είπεν ότι αναουλιέτουν και τον εκοίταξα και το μόνο τραύμα που είχεν ήταν μία τρύπα, μεγέθους πορτοκαλιού, στον δεξιό μηρό.  Έσκυψα να τον μεταφέρω αλλά δεν τον έσωνα και ο Τουρκοκύπριος μου είπε, «άφηστουν, να τον πάρουμεν νοσοκομείον».

Όταν επήγα στα μωρά μου ένας Τούρκος εκ Τουρκίας έβαλεν την λόγχην, την οποίαν εκρατούσεν εις το χέρι, στην κοιλιά του γιου μου Μιχαλάκη 16 χρονών και ενώ ετοιμαζόταν να τον λογχίσει, άρπαξα το χέρι του και του είπα τούρκικα να μην τον λογχίσει και τον άφησε.

Εν συνέχεια μας εχώρισαν, εμένα και τα τρία παιδιά μου ήτοι τους Μιχαλάκη, Αρτεμάκη 14 χρονών και Σπυράκη 13 χρονών και μας επήραν πεζούς προς την Άσσιαν.  Σε μιαν στιγμήν εσταματήσαν οι στρατιώτες, οι οποίοι ήταν 5-6 και ένας από αυτούς είπεν στους άλλους: «Δαμαί να τους παίξουμεν;».  Εγώ, επειδή καταλαβαίνω τούρκικα, το είπα στα παιδιά μου και όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι γνωρίζω τούρκικα, μας είπαν να τρέχουμεν προς την κατεύθυνσιν της υπόλοιπης οικογένειας, ενώ συνάμα μας ελόγχιζαν στην ράχη.  Μόλις έφθασα εκεί ένας Τούρκος, που ήταν στο λαντ ρόβερ, άνοιξε ριπήν εναντίον του γιου μου Γεωργίου.  Έτρεξε η κόρη μου Χρυστάλλα με την γυναίκα μου για να παν κοντά του, αλλά δεν τες άφησαν οι Τούρκοι.  Μας εβάλαν σε ένα λαντ ρόβερ και όταν εξεκίνησε, επήγαν άλλοι στρατιώτες και έρριξαν τον Γιώργο που κάτω από το γιοφύρι.

Μας επήραν ανατολικά της Άσσιας και μας εκατέβασαν εις ένα χωράφι που υπήρχαν ακόμα 70 περίπου άνδρες ηλικιωμένοι, από την Άσσιαν.  Εμείναμεν εκεί περίπου μισήν ώραν και μας εχώρισαν δέκα-δέκα και μας επήραν όλους περπατητούς εις το σπίτι του Γιώρκου Κουταλιανού, στην Άσσιαν.  Εκεί μας έδεσαν τα χέρια με τέλι πίσω και μας φρουρούσαν.  Την επαύριον το μεσημέρι μας έδωσαν ένα πόλιπιφ για να τρώμεν δύο άτομα, χωρίς ψωμί και νερό.  Επήραν την γυναίκα μου και τα παιδιά μου και τους επήραν εις άλλο μέρος.

Στες 18.8.1974 όλους τους άνδρες μας εβάλαν εις δύο πολιτικά αυτοκίνητα, ένα φορτηγό και ένα πικ απ, και μας επήραν Στρογγυλό, Πυργά, Γέναγρα και Τζιάος.  Η ώρα ήτο περίπου 5 μ.μ. και μας υβρίζαν χωρίς να μας κτυπήσουν.  Περίπου η ώρα 6 μ.μ., της ιδίας ημέρας, μας έφυγαν με τα ίδια αυτοκίνητα προς την Κυθρέαν.  Καθ'οδόν, λίγο έξω από το Τζιάος, είδα πτώμα αντρός, μισοσκεπασμένο με μπάλες και άλλους δέκα περίπου τάφους.  Μεταξύ Μιας Μηλιάς - Κυθρέας είδα ακόμα δύο πτώματα στρατιωτών, άταφα πλησίον του δρόμου, και άλλους τάφους.  Δίκωμο και μετά Μπογάζι όπου εσταματήσαμεν.  Εκεί άρχισαν να μας υβρίζουν και όπλισαν και εμείς εκαθίσαμεν στα αυτοκίνητα.  Ήλθεν ένας αξιωματικός και τους έδειξεν και διέταξεν τους οδηγούς και έφυγαν και μας πήραν στο Γκαράζ Παυλίδη στην Λευκωσίαν.

Μέσα στο Γκαράζ υπήρχαν περίπου 200 αιχμάλωτοι, όλοι εθνοφρουροί, οι οποίοι εκοιμούντο στο τσιμέντο κατά σειράν, χωρίς πατανίες.  Εκάμαμεν εκεί μίαν ημέραν χωρίς τροφήν.  Τες άλλες μέρες μας έδιδαν λίγο ψωμί, δηλαδή ένα ψωμί έπρεπε να φάμεν 15 άτομα και τέσσερις ελιές, τρείς φορές την ημέραν.

Στες 22.8.1974 ήλθεν ο Ερυθρός Σταυρός και μας έγραψεν.  Από την ημέραν εκείνην το ψωμί ήταν για οκτώ άτομα και μας έδιδαν ένα αυγό ή μια κουταλιά της σούπας φασόλια, η μακαρόνιά ή ρουβίθι ή ρύζι.

Εν τω μεταξύ καθημερινώς μετέφερναν αιχμαλώτους και ο αριθμός ανήλθε περίπου στους 700.  Στες 24 ή 25.8.1974, περίπου η ώρα 1 την νύκτα, μας εξύπνησαν όλους και αφού μας έδεσαν τα χέρια με σπάγγους και έκλεισαν τα μάτια μας με ρούχα, μας εβάλαν εις αυτοκίνητα και μας μετέφεραν εις το λιμάνι της Κερύνειας.  Εκεί αρχίσαν πυροβολισμούς και μας εκτυπούσαν, ενώ ευρισκόμαστε στα αυτοκίνητα, με τα όπλα.

Μετέφεραν περίπου 250 εις την Τουρκίαν και εμάς τους υπολοίπους οι οποίοι είμαστεν αιμόφυρτοι, μας μετέφεραν εις το Γκαράζ Παυλίδη.  Εκεί εδώσαμεν αναμεταξύ μας πρώτες βοήθειες.

Αρχές Σεπτεμβρίου, κατόπιν παραστάσεων εις τον Ερυθρόν Σταυρόν, οι Τούρκοι μας έδωσαν από ένα σεντόνι.  Μίαν ημέραν ήλθεν ο γιατρός του Ερυθρού Σταυρού και έγραψεν τους αρρώστους.  Στες 11.9.1974 όλους τους αρρώτους, 116 τον αριθμόν, μας μετέφεραν εις Σεράι και μας έκλεισαν εις τα κρατητήρια μέχρι τις 16.9.1974, που μας αντάλλαξαν με Τούρκους αιχμαλώτους.

Ενώ ευρισκόμουν στην Άσσιαν δεν είδα πεθαμένους ή τίποτε άλλο, διότι μας είχαν κλειστούς συνεχώς στα σπίτια.  Όσον για τον Γιώρκο, δεν γνωρίζω κατά πόσον έμεινε άταφος ή τον έθαψαν οι Τούρκοι.  Η λοιπή οικογένειά μου απηλευθερώθη ενώ εγώ ευρισκόμουν στο Γκαράζ Παυλίδη (...).


Πηγή: Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας 1974 - Μάρτυρες και Μαρτυρίες Τόμος Β, Λευκωσία Ιούλιος 2011, Ο Φιλελεύθερος, Εκδόσεις Βιβλιοθήκης, Επιστημονική Επιμέλεια - διεύθυνση έκδοσης Δρ. Πέτρος Παπαπολυβίου.


Θέλουμε να εκφράσουμε τις θερμές μας ευχαριστίες στο Συγκρότημα "Ο Φιλελεύθερος" και τον Δρ. Πέτρο Παπαπολυβίου, επιμελητή της Έκδοσης, που μας παραχώρησαν την συγκατάθεση τους να αναρτήσουμε τις μαρτυρίες στην ιστοσελίδα μας.

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com