Μαρτυρία - Αντώνη Τζιωρτζή Πελεκάνου |
(Κατάθεση που δόθηκε στις αστυνομικές αρχές της Δημοκρατίας στις 6 Νοεμβρίου 1974. Ο Α. Πελεκάνος ήταν από την Άσσια και το 1974 ήταν 67 ετών). Κατάγομαι από το χωριό Άσσια. Στις 14.8.1974 το πρωί, τα τουρκικά αεροπλάνα εβομβάρδισαν το χωριό μου ως επίσης και με μυδράλλια. Εγώ ήμουν σπίτι μου με την γυναίκα μου Αποστολού Αντώνη 65 ετών, και την κόρη μας Ελένη Αντωνίου 22 ετών, ελεύθερη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας τουρκικά τανκς ήρχοντο από τα βόρεια του χωριού μου και εμπήκαν μέσα στην κατοικημένη περιοχή και συνεχώς έριχναν πυροβολισμούς, όπως την βροχή σε όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και πάνω στας οικίας. Πίσω από τα τανκς ήρχετο τουρκικός στρατός και εμπήκε μέσα στο χωριό. Αυτή η κατάστασις εσυνεχίσθη με αρκετούς πυροβολισμούς μέχρι την επομένην ημέραν το πρωί. Εγώ με την οικογένειά μου εμείναμε σπίτι χωρίς να βγούμε έξω καθόλου από τον φόβο μας. Ομολογώ ότι ένοιωσα ότι αυτές οι ώρες ήταν το τέλος της ζωής μου.
Κατά το πρωί της 15.8.1974 ήρταν δύο Τούρκοι στρατιώτες και εσπάσαν την πόρταν και εμπήκαν μέσα στο σπίτι και εγυρίσαν τα όπλα τους καταπάνω μας και τα πρώτα λόγια που μας είπαν ήτο «τα ριάλια σας». Εγώ τους είπα ότι δεν έχω, διότι είμαι φτωχός. Ερευνήσαν το σπίτι και είδαν ότι δεν είχε τίποτε άλλα πρόσωπα και εφύγαν χωρίς να πιάσουν τίποτε. Εμείναμε σπίτι πέντε μέρες και κάθε μέραν και σχεδόν δυο-τρείς φορές την ημέραν ερκούνταν Τούρκοι στρατιώτες και ερευνούσαν το σπίτι χωρίς να μας πειράξουν τίποτε, αλλά δεν μας επέτρεπαν να βγούμε έξω από το σπίτι. Το νερό που πίνναμεν μας το εκόψαν και για να πίννουμεν είχε δίπλα από το σπίτι μας ένα λάκκο με αλμυρό νερό που εποτίζαν τα ζώα και ετραβούσαμεν σίκλες και το επίνναμεν, διότι εάν δεν ήτο και τούτο θα επεθαίναμεν της δίψας. Το ηλεκτρικό ρεύμα το εκόψαν οι Τούρκοι και έτσι όταν έδυννεν ο ήλιος είμαστον θεοσκότεινοι. Φαγιά ετρώγαμεν ότι είχαμεν σπίτι. Την πέμπτην ημέραν οι Τούρκοι στρατιώτες μας εσώρεψαν όλους στο χωριό και μας εσυγκεντρώσαν σε ένα μέρος και εκεί μας άφησαν μία έως δύο ώρες και μας είπαν να πάμε στα σπίτια μας και να μαζευτούμεν όλοι στο ίδιον μέρος το απόγευμα, η ώρα 1.30 μ.μ.. Είμαστε όλοι περίπου 700 γυναικόπαιδα και 150 άνδρες περίπου. Κατά η ώρα 1.30 μ.μ. πράγματι μας εμάζεψαν πάλιν όλους και άρχισαν να χωρίζουν τα γυναικόπαιδα χωριστά από εμάς τους άνδρες. Εγώ να προσθέσω ότι την ώραν που μας εχώριζαν εμάς, εγεμώσαν τρία φορτηγά με άλλους άνδρες και τους εφύγαν, χωρίς να ξέρουμεν πού τους επήραν. Μέχρι σήμερα δεν είδα κανένα από αυτούς και ήσαν περίπου 80 άτομα. Εμάς τους άνδρες που η ηλικία μας ήτο 55-75 ετών περίπου, μας επήραν μέσα σε ένα καφενέ δίχωρον έξι μέτρα επί οκτώ μέτρα επί οκτώ μέτρα και μας έβαλαν όλους εκεί. Είμαστε περίπου 110 άτομα. Εκεί μας άφησαν περίπου 6 μέρες και εκοιμούμαστε χαμαί στο πάτωμα μέσα και έξω από τον καφενέ. Δεν μας επέτρεπαν να φύγουμεν από εκεί και όλην την ημέραν μας εφρουρούσαν Τούρκοι στρατιώτες. Αλλά καθημερινώς η ώρα 6 μ.μ. περίπου, οι Τούρκοι στρατιώτες εφεύγαν και μας αφήναν μόνους μας, αλλά μας έλεγαν να μην φύγουμεν από εκεί και έρχοννταν το πρωί η ώρα 7.00 π.μ. Όλη μέρα οι Τούρκοι δεν μας εδιούσαν ούτε νερό, ούτε ψωμί και εμεινίσκαμεν νηστικοί και διψασμένοι μέσα στην πυρά του καλοτζαιρκού. Αλλά τη νύκτα που εφεύκαν οι Τούρκοι, επηγαίναν ορισμένοι που μας και εφέρναν που τα σπίτια τους λίγο χαλούμι και σταφύλι που είχαν τα κλήματα και ετρώγαμεν. Ψωμί δεν είχαμε και ούτε το είδαμε τες μέρες αυτές. Την νύκτα εφέρναμεν νερό που τους λάκκους και επίνναμεν λίγο διότι ήτουν αλμυρό και δεν επίννετου. Την πρώτην ημέρα που μας εμάζεψαν στο καφενείο επιάσαν τα ριάλια μας όλους, δεν μας άφησαν γρόσι. Την πρώτην ημέρα που μας εβάλαν όλους τους άνδρες μέσα στον καφενέ, 110 άτομα, μας εβαώσαν μέσα στο δίχωρον, μέρος έξι μέτρα επί οκτώ μέτρα που είμαστεν όλοι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο και κάθε λίγο μέσα στην σκοτεινιά ερχόνταν οι Τούρκοι για να μας μετρήσουν δήθεν, αλλά μας επατούσαν και μας εκλωτσούσαν. Τη νύκτα αυτήν ούτε εφάγαμεν, ούτε κατουρήσαμεν. Την έκτην ημέραν οι Τούρκοι εβάλαν μας πάνω σε τρία φορτηγά όλους τους άνδρες και εβάλαν και σε δύο φορτηγά γυναίκες και χωρίς να μας πουν πού θα μας πάρουν, εξεκινήσαν τα αυτοκίνητα και μας εφέραν μεταξύ των χωριών Άρσους και Τρούλλων και μας άφησαν εκεί μέσα στα φορτηγά, μέσα στον ήλιον, περίπου πέντε ώρες και από εκεί εδώσαν τα φορτηγά σε Έλληνες που ήτο μαζί μας και μας έφεραν στον ελληνικό τομέα και μας εκατεβάσαν. Οι Έλληνες οδηγοί τους επήραν πίσω τα φορτηγά και μετά ήρταν μαζί πεζή. Από την ημέρα που μας εχώρισαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες, δεν είδαμε καθόλου τες γυναίκες, αλλά εμάθαμεν ότι τες εβάλαν σε άλλα σπίτια μέσα στην Άσσιαν. Κατά την διάρκειαν που είμαστεν εγκλωβισμένοι έβλεπα καθημερινώς τους Τούρκους που εκλέφταν όλα τα πράγματα από τα σπίτια. Από ψυγεία, σόπες, έπιπλα, τηλεοράσεις, ρούχα, κ.ά., ως επίσης έκλεψαν σχεδόν όλα τα ζώα από το χωριό. Το χωριό είχεν μεγάλον βρώμον διότι είχε πολλά πρόβατα που εψοφήσαν της πείνας, ως επίσης εκεί κοντά μας είχε και ένα νεκρόν. Την πρώτην ημέρα της εισβολής των Τούρκων στην Άσσιαν είδα ότι την ώρα που μπαίναν τα τανκς, επαίξαν τον ομοχώριόν μου Κωνσταντή Χριστοφόρου Πιτσιλλή, 70 ετών, που εστέκετουν μέσα στην πόρτα του σπιτιού του και τον άφησαν εκεί τρεις μέρες και μετά τον εθάψαν άλλοι ομοχώριοί μας, διότι το πτώμα εβρώμισε. Μέσα στες γυναίκες που εφέραν στον ελληνικό τομέα ήτο και η γυναίκα και η κόρη μου. Την ημέραν που μας εφέραν εις τον ελληνικό τομέα επεθάναν δύο γέροντες ονόματι Χριστούδκιας Χατζηγιωρκού Βοσκού, 85 ετών και Μιχαήλ Κκάσσιαλος, 80 ετών, οι οποίοι ήτο μαζί μου στην Άσσια που μας είχαν εγκλωβισμένους, τους οποίους ακτυπήσαν οι Τούρκοι με τα όπλα την ώραν που τους ερευνούσαν και εθέλαν χρήματα. Την ημέραν που μας εφέρναν αυτοί δεν εμπορούσαν να κινηθούν καθόλου, ούτε και κατά το διάστημα που είμαστεν εγκλωβισμένοι. Οι Τούρκοι δεν εφέραν γιατρόν σε καμμία περίπτωσιν για να δει τους αρρώστους ή τους κτυπημένους, ούτε είδαμεν Ερυθρόν Σταυρόν ή στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών. Οι Τούρκοι μας εφοβέριζαν καθημερινώς ρίχνοντας πυροβολισμούς και μας απειλούσαν να μας σκοτώσουν. Πάντως τέτοιες μέρες που έζησα δεν θα τες ξεχάσω ποτέ μου. Ένιωσα πείνα, δίψαν, κακουχία και φόβον τώρα στα γηρατιά μου.
|