Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1629107
Έχουμε 21 επισκέπτες συνδεδεμένους

Η ΑΣΣΙΑ και η οικογένειά μας, Το Πραξικόπημα και η Εισβολή Εκτύπωση E-mail

Καλοκαίρι 1974
ΑΠΟ ΜΙΧΑΛΗ Κ.ΨΑΡΑ


Μιχάλης Κ. ΨαράΗ κατάσταση στη χώρα μας δεν ήταν και η ιδεώδης ακόμη κι από την πρώτη περίοδο της Ανεξαρτησίας μας. Μεταξύ μας Ζυριχικοί-Αντιζυριχικοί, Μακαριακοί-Γριβικοί. Η συναδέλφωση και οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, δεν ήταν και σπουδαίες. Παρά τις πολιτικές και κομματικές διαφορές, η οικονομική κατάσταση της χώρας ήτο καλή, εβελτιώνετο και υπήρχεν ανάπτυξη. Η ρήξη όμως μεταξύ των δύο κοινοτήτων δεν άργησε να έρθει. Με την Τουρκανταρσία της 21ης του Δεκέμβρη 1963 και την αποχώρηση από την Κυβέρνηση του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου κ. Κουτσιούκ με τους Τουρκοκύπριους Υπουργούς εδόθη τέλος στη συνεργασία που είχε επακόλουθο τις εχθροπραξίες. Επέμβαση Ο.Η.Ε με Ειρηνευτική Δύναμη. Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας μόνον με Ελληνοκύπριους, «λόγω Ανάγκης». Το μόνο κέρδος για μας το ότι κυβερνούσαμε νόμιμα «λόγω Ανάγκης», και το ότι «ρίζαμεν» ολόκληρο το νησί, με μερικές εξαιρέσεις στο εσωτερικό.


Η κατάσταση παρά τις διαφορές και τη διχόνοια, κυλούσε ομαλά έστω κι ελεγχόμενη για ορισμένα χρόνια. Η διένεξη όμως και οι κακές ενέργειες μεταξύ μας όξυναν μάλλον τα πράγματα παρά να τα καταπραΰνουν. Η Κυβέρνηση δεν κατόρθωσε τελικά να ομαλοποιήσει και να ηρεμήσει τα πράγματα, κανένας άλλος φωτεινός Κύπριος δεν πρότεινε κάτι για ομόνοια του λαού με κακή συνέχεια την εκδήλωση του προδοτικού πραξικοπήματος που μαγειρεύτηκε απ΄έξω. Ειδικά γιάυτό και ν΄αναφέρω τα πιο κάτω «κι' ο νοών νοείτο».

 


Όταν ένας απλός συγχωριανός, ο σεβαστός Μιχαήλ ΜΙΣΙΕΛ, φιλοσοφημένος και ετοιμόλογος έλεγε στον Καφενέ του χωριού ότι Πραξικόπημα = Επέμβαση των Τούρκων δεν ήσαν «κουβέντες του καφενέ». Χειρότερο κακό για την Κύπρο δεν μπορούσε να υπάρξει από το Προδοτικό Πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 15 του Ιούλη 1974. Αυτό το πρωινό της Δευτέρας βρισκόμαστε κανονικά στις δουλειές μας και δυστυχώς το βουητό του χαμού ακούετο ζωηρά μιάς και τα Γραφεία μας δεν ήταν και πολύ μακρυά. Με την αμηχανία που επικρατούσε βρεθήκαμε κάποια στιγμή έξω από τη Λευκωσία, στη περιοχή ΣΟΠΑΖ. Εκεί πολύς κόσμος αναζητώντας μέσο για να επιστρέψει σπίτι του. Προτού βραδιάσει καταφέραμε να επιστρέψουμε στο χωριό, στο σπίτι μας.

 


Η μέρα του επόμενου κακού, 20 Ιουλίου 1974, ημέρα Σάββατο, μας βρίσκει καθηλωμένους στο σπίτι μαζί με την οικογένειά μας, μαζί με τα ανήλικα παιδιά μας. Πρωί πρωί πήραμε το άσχημο μήνυμα. Βουητά αεροπλάνων, βομβαρδισμοί, κανόνια, πυροβολισμοί, κι εμείς με τ΄αυτί στα ραδιόφωνα για να ακούσουμε καλές ειδήσεις! Καλές ειδήσεις από πού; Οι Εισβολείς πάτησαν πόδι στη γη μας, έστησαν προγεφύρωμα. («Μπήκαν στην πόλη οι Οχτροί»).


Με την προσωρινή ανακωχή που επιτεύχθηκε, μάθαμε και το άσχημο νέο, για τον θάνατο του αδερφού της συζύγου μου, του Αείμνηστου Αντισυνταγματάρχη Χρίστου Φώτη, ενός γενναίου και ικανού Αξιωματικού που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στη πρώτη γραμμή στις μάχες στα Καζιβερά στις 20 Ιουλίου 1974. Αιωνία να ναι πάντα η μνήμη του.


Με το άκουσμα του θλιβερού μαντάτου σ΄όλο το χωριό, τελέστηκε πάνδημο μνημόσυνο στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Άσσιας στην μνήμη του Ήρωα Αξιωματικού. Με την άσχημη κατάσταση που επικράτησε δεν άργησε ν΄ακολουθήσει και το επόμενο κακό που μας βρήκε, με την επέκταση των Εισβολέων και την εκτέλεση της Β' φάσης της εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974. Σκοτωμοί, εκτελέσεις μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, λεηλασίες και βιασμοί, Αιχμάλωτοι και Αγνούμενοι, όλα διαπράχθηκαν από τους Εισβολείς σε όλες τις περιοχές που καταλήφθηκαν.


Κακιά μέρα κι αλησμόνητη. Πρωί- πρωί το χωριό δέκτηκε βομβαρδισμό από τους Εισβολείς. Βομβάρδισαν σε κάποιο γήπεδο που ήταν συγκεντρωμένα αρκετά αυτοκίνητα του ξάδερφου Λεοντή, κι αυτό ίσως για εκφοβισμό. Με την κατάσταση που επικρατούσε αναγκαστικά την περάσαμε στο σπίτι μαζί με τ΄ανήλικα παιδιά μας. Δυστυχώς λόγω απειρίας και κακού υπολογισμού πού να φανταστούμε φυγή, δεν φροντίσαμε για οποιοδήποτε άλλο χρήσιμο υπό τις περιστάσεις, κι έτσι με την παρουσία του εχθρού στο χωριό, πλήρης αμηχανία κυριαρχούσε.


Όταν η  αμυντική γραμμή στη Μιά Μηλιά διεσπάστει, ο εχθρός ακάθεκτος με εμπροσθοφυλακή τα τανκ προχωρούσε προς τα χωριά της Κεντρικής Μεσαορίας. Σύντομα βρέθηκαν στην Άσσια παρελαύνοντας με τα τανκ και ρίχνοντας βολές με τα μυδράλλιά τους εκφοβίζοντας τον κόσμο. Άλλοι έφευγαν με αυτοκίνητα, τρακτέρς κι΄οποιοδήποτε άλλο μέσον, άλλοι έμεναν στα σπίτια τους προφανώς αισθανόμενοι πιο ασφαλείς, είτε λόγω έλλειψης μεταφορικού μέσου, άλλοι ίσως καθυστέρησαν, κι άλλοι περιμένοντας άλλα μέλη της οικογένειάς τους που έλειπαν. Όταν ακούσαμε τα τανκ που περνούσαν από τον κεντρικό δρόμο δεκτήκαμεν αρκετή πίεση από τον αξέχαστον αδερφόν Κωστή για να φύγουμε. Τελικά έτσι κι έγινε.

 

14 Αυγ.1974: «Η φυγή από την Άσσια»
Φεύγοντας με τα παιδιά ξυπόλητα και με πολύ ελαφρύ ντύσιμο, χωρίς να παίρνουμε μαζί μας οτιδήποτε που θα μας εφαίνετο χρήσιμο στη συνέχεια, με μόνο καλό ορισμένα χρήματα που βρέθηκαν «τυχαίως» στην τζιέπη μου και που αποδείχτηκαν χρήσιμα στη προσφυγιά.


Επιβιβαστήκαμε στ΄αυτοκίνητο σαλούν του αδερφού Κωστή μαζί και με τους άλλους συγγενείς της γειτονιάς: τη μητέρα μας, 6 άτομα της οικογένειας του Κωστή, 3 άτομα της οικογένειας του αείμνηστου αδερφού Νικόλα, την καλή γειτόνισσά μας κυρά Μαρία και 6 άτομα η οικογένεια μας, το όλον 17. Υπό τις περιστάσεις, εγώ και δύο παιδιά της οικογένειας μας, η Λίτσα και ο Φώτης, και η κυρά Μαρία μπήκαμεν στο «μπακάζ» του αυτοκινήτου. Φύγαμε από τη Νότια Πλευρά του χωριού, περάσαμεν στον εξωτερικό δρόμο και περνώντας διαμέσου της Βατυλής, Λύσης και Κοντέας διασταυρώσαμε τον δρόμο Λευκονοίκου-Περγάμου-Λάρνακας και βρεθήκαμεν έξω από τη Μακράσυκα. Ουρά τα μεταφορικά μέσα κάθε είδους. Στο σημείο αυτό εμείς που είμαστε στο «μπακάζ» αλλάξαμεν μέσον, μπήκαμε σε Λεωφορείο από τη Βατυλή που είχεν θέσεις και ακολουθώντας τη φάλαγγα των αυτοκινήτων περάσαμεν από την Άχνα, τις Αγγλικές Βάσεις και βρεθήκαμεν στ΄αλώνια της Ξυλοτύμπου.


Μαργαρίτα ΨαράΝα σημειώσω ένα θλιβερό εκτός των άλλων γεγονός, εκεί στα χωράφια έξω από τη Μακράσυκα είδαμε ορισμένους δικούς μας στρατιώτες να κινούνται με πολλήν αμηχανία και με κατεύθυνση το πουθενά.


Στ΄αλώνια της Ξυλοτύμπου ο καλός μας Άγγελος, η Κυρά Πετρού, μας κάλεσε να μείνουμε στο μικρό σπίτι που είχε διαθέσιμο. Μικρόν αλλά πολύ μεγάλο υπό τις περιστάσεις, με ένα μεγάλο νοτά που μας κάλυψε όλους, συν ακόμη δύο, τα πεθερικά μου με τους οποίους συνδεθήκαμεν αργότερα.


Με την προσωρινή μας κατοικία που μας εξυπηρέτησε όσο ήτο δυνατό καλά, ήμαστο πολύ ευχαριστημένοι κι ευγνώμονες προς την καλή κυρά Πετρού.


Αιωνία να'ναι πάντα η μνήμη της.


Με την «Άσχημη προσωρινότητα» που μας επιβλήθηκε να ζήσουμε εξαιτίας των θλιβερών γεγονότων της εισβολής, προσαρμοστήκαμε προσωρινά για την επιβίωσή μας. Κάτω από τη μεγάλην αγωνία της πρώτης νύκτας φροντίσαμε για λίγα έστω και λιτά τρόφιμα για διατροφή όλων μας και ιδιαίτερα για τα παιδιά. Μέρα με τη μέρα «καλυτέρευε» έστω και για λίγο η κατάσταση στο τόπον της προσωρινής διαμονής μας. Λίγα τρόφιμα, λίγος ρουχισμός για μικρούς και μεγάλους, ασχέτως αν ήτο καινούργιος ή παλιός. Για λίγα τρόφιμα κι' άλλα σχετικά υλικά εγίνετο κάποια οργανωμένη διανομή. Φροντίδα αξιέπαινη εγίνετο από όλους γενικά τους κατοίκους του χωριού και ιδιαίτερα τους κοινοτικούς Άρχοντες προς εξυπηρέτηση των προσφύγων. Πολύς ο κόσμος που συνέρρευσε στο χωριό, χιλιάδες, τόσο από το μεγαλύτερο μέρος της Επαρχίας Αμμοχώστου που καταλήφθηκε όσο και από την Πόλη της Αμμοχώστου.


Ο κόσμος που εγκατέλειψε τις εστίες του, τόσο από την Επαρχία και την πόλην Αμμοχώστου όσο και από αρκετά χωριά της επαρχίας Λευκωσίας, Κερύνειας, Μόρφου και τα χωριά της περιοχής διασκορπίστηκαν σ' όλα τα Κοκκινοχώρια, στη Λάρνακα, στη Λευκωσία και με τη πάροδο του χρόνου σε Λεμεσό, Πάφο και σ'ορεινά χωριά.


Για τον τόπον που βρεθήκαμε «προσωρινά» ν΄αναφέρω ένα τρανό παράδειγμα για την αντιμετώπιση που έτυχαν οι πρόσφυγες από την κοινότητα Ξυλοτύμπου. Θυμάμαι, είδα επί τόπου το σπίτι ενός Άξιου ανθρώπου, του Κοινοτάρχη Ξυλοτύμπου, του κ. Παπαγεωργίου να φιλοξενεί στα σπίτια του και στην αυλήν του δεκάδες πρόσφυγες. Ο φούρνος του σπιτιού δούλευε ακατάπαυστα για δωρεάν διανομή ψωμιού. Για την όλη δραστηριότητα του Κοινοτάρχη που αντιπροσώπευε ολόκληρο το χωριό, αξίζουν ιδιαίτερη τιμή και έπαινος!


Ο πολύς κόσμος που συνωστίζετο στο χωριό, ευρίσκετο συνεχώς σε κίνηση, στους δρόμους, στη πλατεία, στους καφενέδες, ανήσυχος διηγόντας ο καθένας τη ταλαιπωρία του και εκφράζοντας τον πόνο του για τους σκοτωμούς και τους αγνοούμενους ανθρώπους του. Απορία του σε τι έφταιξε, γιατί τέτοιο κακόν, κατάρα στους αίτιους.

 

«Ο Δυνατός κι΄Ατρόμητος Πεθερός, Αντάρτικο επιχείρημά του προς την κατεχόμενη Άσσια κι΄απόδρασή του, όπως και μερικών άλλων από την κατεχόμενην Κοινότητα»
Ένα τρανό παράδειγμα της δύναμης και αντοχής του Κύπριου, του Κύπριου Αγρότη, η περίπτωση του ταλαιπωρημένου πατέρα της συζύγου μου, του πεθερού μου Φώτη Κοτσιηνή που με το βαρύ του πόνο αλλά και τιμή για τον ηρωικό θάνατο του γιου του, του αείμνηστου Αντισυνταγματάρχη τότε Χρίστου Φώτη που έπεσε μαχόμενος στην πρώτη γραμμή μαζί με τους στρατιώτες του σε μάχη στα Καζιβερά στις 20 Ιουλίου 1974, πήρε την τολμηρή απόφαση βρισκόμενος στο τόπον της προσφυγιάς.


Η ψυχή του δεν άντεχε και αψηφώντας κάθε κίνδυνο πήρε την τολμηρή απόφαση να επιστρέψει στο χωριό αναζητώντας τον δεύτερο του γιο Λοΐζο μαζί με την οικογένειά του, που για λίγη καθυστέρηση που έδειξαν παρέμειναν εγκλωβισμένοι στο χωριό όπως κι εκατοντάδες άλλοι κάτοικοι, αιχμάλωτοι των Τούρκων Εισβολέων.


Ο ταλαίπωρος πεθερός είχε ακούσει στο καφενείο από ορισμένους νέους κατοίκους της περιοχής μας από Λύση και Βατυλή πως θα επέστρεφαν από βραδύς στα χωριά τους για διατροφή των ζώων τους. Έτσι κι έγινε. Συνεννοήθηκε μαζί τους και τον πήραν παρέα στο αυτοκίνητό τους. Κατέβηκε στη Λύση και περπατώντας έφτασε στην Άσσια. Τον παρέλαβαν Τούρκοι στρατιώτες και αφού τον παρουσίασαν, εκεί που ήσαν συγκεντρωμένοι οι άντρες του χωριού ρωτούσαν ποιος τον γνωρίζει και ποιος είναι. Σιγή. Ο Κοτσιηνής όμως (Τάκης Χ. Κυριάκου) απάντησε: «Είναι ο θείος μου ο Φωτής Κοτσιηνή, αδερφός του πατέρα μου». Μετά κι από αυτή την ταλαιπωρία τον οδήγησαν στο γιο του που εβρίσκετο με όλη την οικογένεια του. Ο γέροντας πήρε ανάσα, νιώθοντας έστω και για λίγο ικανοποίηση!


Στη συνέχεια οι Εισβολείς τον άφησαν μαζί με όλους τους άλλους ενήλικες συγχωριανούς που ήσαν μαζεμένοι στην αυλή του Κυριάκου Χαπέσιη και μετά στην πλατείαν Προδρόμου πάνω ενορίας. Ο αγαπητός πατέρας όμως δεν έχασε καιρό. Σε συνεννόηση με τον Κοινοτάρχη κ. Γεώργιο Πάκκου, αποφάσισαν να αποδράσουν τη νύκτα με προορισμό τον τόπον όπου βρίσκονταν οι συγγενείς στη προσφυγιά. Με τη δύναμη του Θεού και μετά από πολλήν ταλαιπωρίαν έφθασαν τα ξημερώματα στα ελεύθερα εδάφη. Προ της απόδρασης του Μάστρε Φώτη και του Κοινοτάρχη απέδρασε μόνος του ο Βασίλης Παντελή με προορισμό τα ελεύθερα εδάφη όπου έφθασε με επιτυχία.


Το ίδιο κατόρθωμα επεχείρησαν την ίδια νύκτα που απέδρασαν ο πεθερός μου με τον Κοινοτάρχη και άλλη ομάδα συγχωριανών με επικεφαλής τον Πάτερ Σωτήριο Δαυίδ ιερέα του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, τον Κυριάκο Χαπέσιη, τον Σάββα Χαπερή, τον Λεόντιο Θ. Λεοντίου, τον Κωστάκη Σ. Χαπέρη, τον Ανδρέα Λ. Κκολάτζιη και τον Χαράλαμπο Κακαή (από Αφάνεια). Κι αυτή η ομάδα μετά από περιπλάνηση έφθασαν σώοι στον προορισμό τους.(1)


Επίσης μια άλλη ομάδα από τους Κωστή Λ. Κκωστρίκκη (Κωστουρή), Δημήτρην Αντρέκκα (Μαρκάτζη), Αποστόλη Φιλίππου (Παφίτη), Αντωνάκη Σπύρου (Βιτσαΐτη) και Παναγιώτη Παναγιώτου από Αμμόχωστο γαμπρό του Κω.Χριστούδια επιχείρησε ν΄αποδράσει νύκτα περί τα τέλη του Αυγούστου 1974. Δυστυχώς η ομάδα έχασε λίγο στο συγχρονισμό λόγω σκότους, ίσως και κούρασης, και δεν πρόφθασε να φθάσει στο σημαντικό σημείο, τη διάβαση του δρόμου Κοντέας-Πέργαμου προς Μακράσυκα και τα ξημερώματα έγινε αντιληπτή από τον εχθρό. Έκτοτε αγνοείται η τύχη τους, εκτός ενός, του Παναγιώτη Παναγιώτου που στο κρίσιμο σημείο και παρά τα πυρά που ακούστηκαν προχώρησε και έφθασε σώος στον προορισμό τους. (2)


Αυτός ήταν ο άνθρωπος της Κύπρου, περήφανος και γενναίος πρόθυμος για κάθε θυσία. Κι αυτό θα έπραττε όπου θ΄απαιτείτο αν έλειπε η επαίσχυντος προδοσία.


Μετά την παρένθεση που άνοιξα να επιστρέψω στα καθημερινά προβλήματα του προσφυγικού κόσμου.


Από το φιλόξενο σπίτι έφυγε πρώτη η μητέρα μας, η κυρά Αγγελού και ενώθηκε με την οικογένεια της κόρης της, της αδερφής μας Μαρίας, που με τα τέσσερα νεαρά παιδιά της Κυριάκο, Μιχαλάκη, Ελενίτσα και Αγγελική, είχαν φθάσει στη Λάρνακα, όταν ομαδικά είχαν μεταφερθεί από την Άσσιαν όλοι οι εγκλωβισμένοι. Κατέληξαν στην Ιερά Μονή Άη Γιώργη Λάρνακας, όπου έτυχαν φροντίδας και παρέμειναν για λίγο.


Ακολούθως βρήκαν στέγη(!) σε κάποια δενδροκαλλιέργεια κοντά στο Σχολείο Ξυλοτύμπου όπως πολλοί άλλοι. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στα τσιατήρια όπου και συνδέθηκαν και με τον πατέρα τους, Γιώργο Πηλείδη, που είχε ελευθερωθεί από την αιχμαλωσία μέσα στον Οκτώβριο του 1974.


Από τα τσιατήρια η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα σε βοηθητικά και στην αυλή ενός παλαιού Εργοστασίου (την Κλατσομηχανή) οδός Αποστολίδου, Ιδιοκτησία φιλόξενης οικογένειας Αρμενίων. Μαζί με την οικογένεια και η μητέρα μας και ο γέροντας θείος της οικογένειας Τατής.


Όσα παιδιά ήταν σε ηλικία φοίτησαν στο Δημοτικό Σχολείο «Καλογερά». Η μητέρα μας στη συνέχεια εγκαταστάθηκε σε ξεχωριστό παλαιό σπιτάκι(!) απέναντι από το κατάστημα του Ανδρέα και της Μυροφόρας Χ.Χρίστου. Τελικά διέμενε μαζί με την οικογένεια του γαμπρού και της κόρης της στην κατοικίαν που πήραν στον Συνοικισμό Αγίων Αναργύρων στη Λάρνακα.



Η αγαπητή μας μητέρα μετά από 80 χρόνια σκληρής ζωής και που έμελλε να ζήσει και στην προσφυγιά εγκατέλειψε τα εγκόσμια στις 24-25 Μαρτίου 1984. Τάφηκε στο κοιμητήριο Δρομολαξιάς.


Αιωνία να' ναι πάντα η μνήμη της.

Μιχάλης & Μαργαρίτα Ψαρά

Ο αδερφός Κωστής με την σύζυγο του Μαργαρίτα και τα 4 παιδιά τους, μετά από μικρή διαμονή στο σπίτι της Κυρά Πετρούς έφυγαν για τη Λευκωσία. Εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε κάποιο παλιό κτήριο Γυμνασίου στην οδό Γρίβα Διγενή μαζί και με άλλους πρόσφυγες. Τελικά κατοίκησαν στον Συνοικισμό Στροβόλου 3 στη Λευκωσία. Τα δύο παιδιά, Κυριάκος και Πανίκκος φοίτησαν στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας με υποτροφία, οι δύο νεότεροι δε, Αρτέμιος και Νικόλας, φοίτησαν στο Δημοτικό Σχολείο Αγίων Ομολογητών.


Η οικογένειά μας μείναμε για 25 περίπου μέρες στο φιλόξενο σπίτι της Κυρίας Πετρούς κι ακολούθως μεταφερθήκαμε στα τσιατήρια που είχαν στηθεί ομαδικά σε γήπεδο δίπλα από το Δημοτικό Σχολείο Ξυλοτύμπου. Ωραία εμπειρία, ωραία ζωή με όλα τα χρειαζόμενα! Το φαναράκι φώτιζε όλη νύκτα το σπιτικό μας. Το πήραμεν μαζί μας ως ενθύμιο και στο καταληκτικό μας σπίτι «στην άνετη προσωρινότητα».


Σε ξεχωριστό τσιατήρι δίπλα μας τα πεθερικά μου. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μας, ο Κυριάκος και η Λίτσα φοίτησαν στο Δημοτικό Σχολείο Ξυλοτύμπου για λίγες μέρες. Τα δύο νεότερα, ο Φώτης και ο Νικόλας σπίτι, στο τσιατήρι. Ωραία εμπειρία ήταν τα τσιατήρια αλλά τα προβλήματα πολλά και δύσκολα. Πολύ δύσκολα ιδίως για τη σύζυγό μου Μαργαρίτα που με ένα νήπιο, τον Νικόλα, ενός χρόνου και με προβλήματα στα πόδια και μάλιστα μετά από εγχείρηση.


Κατά τη διάρκεια της διαμονής μας στη φιλόξενη Ξυλοτύμπου εργάστηκα προσωρινά στο Επαρχιακό Ταχυδρομικό Γραφείο Λάρνακας. Λίγο πριν το τέλος της διαμονής μας στο χωριό επέστρεψα, κατόπιν κλήσης, στη θέση μου στη Λευκωσία στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. Για το πήγαινε-έλα στη Λευκωσία μας μετέφερε μαζί και με άλλους Δημόσιους Υπαλλήλους ο φίλος και γείτονας τώρα Σάββας Κκαϊλής υπάλληλος του Κυβερνητικού Τυπογραφείου από το Έξω Μετόχι.


Τελευταίοι από το φιλόξενο σπίτι της κυρά Πετρούς έφυγαν η οικογένεια του αείμνηστού αδερφού Νικόλα, η σύζυγος του Μαρούλλα με τα δύο παιδιά τους. Εγκαταστάθηκαν στη Λάρνακα πλησίον στους γονείς της σε παλιό τούρκικο οίκημα. Στο μεταξύ ο μεγάλος γιος, ο Κυριάκος, ταξίδεψε στην Ελλάδα φιλοξενούμενος του Ελληνικού Κράτους όπως πολλά άλλα προσφυγόπουλα. Φοίτησε σε Γυμνάσιο στο Ωραιόκαστρο και στη συνέχεια στην ΑΣΟΕΕΒ Αθηνών. Ο νεότερος, Αρτέμιος φοίτησε σε Δημοτικό Σχολείο της Λάρνακας και στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε τελικά στη Λευκωσία στον Συνοικισμό του Στροβόλου 3.


Μέσα του Σεπτέμβρη 1974 έφυγαν από τα τσιατήρια τα πεθερικά μου, μαζί τους και η οικογένεια του σύγαμπρου Θωμά και Ελένης Μαλιάππη που διέμεναν στο Δασάκι Άχνας. Συνοδευόμενοι και από τον κουνιάδον Λο?ζο, τον «Δασκαλάτσον» μετέβησαν στη Λεμεσό. Ο κουνιάδος Λοίζος είχεν ήδη ελευθερωθεί από την αιχμαλωσία και ενώθηκε με την οικογένειά του, τη σύζυγο του Χρυσούλλα και τα 3 παιδιά τους, αφού έφτασαν μαζί με όλους τους εγκλωβισμένους από την Άσσια.


Βρήκαν σπίτι κοντά σε φιλικά πρόσωπα στη Λεμεσό. Τελικά κατοίκησαν σε ιδιόκτητο σπίτι στην ίδια περιοχή. Τα παιδιά, Μαρία, Φώτης και Κώστας φοίτησαν σε Σχολεία της Λεμεσού, Γυμνάσιο και Δημοτικό. Η οικογένεια του σύγαμπρου Θωμά μαζί με τα πεθερικά μας μπήκαν σε σπίτι με ενοίκιο στην περιοχή Αγίου Νικολάου. Τελικά κατοίκησαν σε κατοικία στον Συνοικισμό Αγίου Αθανάσιου στη Λεμεσό. Ο μεγάλος γιός της οικογένειας, Μιχαλάκης, ταξίδεψε στην Κρήτη φιλοξενούμενος του Ελληνικού Κράτους και φοίτησε σε Γυμνάσιο και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τα παιδιά η Μαρία φοίτησε σε Γυμνάσιο της Λεμεσού και ο Φώτης σε Δημοτικό της περιοχής.


Τελευταίοι από τους συγγενείς φύγαμε από τα τσιατήρια η οικογένειά μας με προορισμό τη Λευκωσία περί τις 20 του Σεπτέμβρη 1974. Μείναμε αρχικά σε βοηθητικά της κατοικίας του συνάδελφου Μίρτου στην Οδό Σπύρου Λάμπρου. Θερμά ευχαριστήρια για τη φιλοξενεία τους. Δίπλα μας είχαμε και καλούς γείτονες, την οικογένεια του Νίκου Αβρααμίδη. Καλήν φιλίαν και εξυπηρέτηση από τους γονείς και τα παιδιά τους.


Στη συνέχεια κατοικήσαμε σε διαμέρισμα στον 7ον όροφο της πολυκατοικίας «ΜΙΛΚΑ» οδός Κατσώνη περί τα μέσα του 1976. Στην οδό Κατσώνη ο καλός φίλος Κυριάκος Ροδίτης με την οικογένειά του, ο καταστηματάρχης της γειτονιάς. Εξυπηρετικός, πρόθυμος για κάθε βοήθεια.
Από τα παιδιά ο Κυριάκος και η Λίτσα συνέχισαν στο Δημοτικό Αγίων Ομολογητών και ο μεν Κυριάκος φοίτησε στη συνέχεια στο Γυμνάσιον Ακρόπολης Β, η δε Λίτσα στο Γυμνάσιο Ακρόπολης Β και στο Λύκειο Νεοκλέους.  Ο Φώτης και ο Νίκος φοίτησαν στο Δημοτικό Αγίων Ομολογητών αλλά ο Νικόλας συνέχισε και στο Δ΄Δημοτικό Αγλαντζιάς. Στη συνέχεια φοίτησαν και οι δύο στο Γυμνάσιο Μακαρίου Γ΄Αγλαντζιάς και στο Λύκειο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.


Τελικά κατοικήσαμε σε ιδιόκτητη κατοικία (Σχέδιον Οικοδομικής-ΠΑΣΥΔΥ) τον Ιούνιον 1981, ενορία Αποστόλου Ανδρέα περιοχή Πλατύ στην Αγλαντζιά.


Τελευταίοι αλλά όχι έσχατοι η οικογένεια του Αείμνηστου Αντισυνταγματάρχη Χρίστου Φώτη, η σύζυγος του Βασιλική Μορφονιού από Τρίπολην Ελλάδας και τα δύο παιδιά τους, Φώτης και Στάθης αναχώρησαν από Κύπρο και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα κοντα σε συγγενικά τους πρόσωπα.


Για το αγαπημένο μας χωριό βαρύ το τίμημα. Η Άσσια με την κατάληψή της από τον τούρκικο στρατό πλήρωσε πολύ ακριβά. Δολοφονίες αμάχων, συλλήψεις, αιχμάλωτοι, αγννοούμενοι, βασανιστήρια, λεηλασίες και καταστροφές παντού. Η συμπεριφορά των Τούρκων στρατιωτών πρός τον άμαχον πληθυσμό των εγκλωβισμένων ήτο άτιμη. Βιασμοί, βεβηλώσεις των εκκλησιών και κοιμητηρίων μας, γενικό πλιάτσικο στη κινητή περιουσία των κατοίκων.


Με την εκκένωση του χωριού και από τους εγκλωβισμένους, οι κάτοικοι του αγαπημένου μας χωριού διασκορπισμένοι έδιδαν το παρόν τους σε κάθε μέρος στα ελεύθερα εδάφη του Νησιού. Ένα θλιβερό γεγονός που σημειώθηκε κατά την εκκένωση των εγκλωβισμένων κατοίκων ήτο η μεταφορά του Λαϊκού μας Ζωγράφου Μιχαήλ Κκάσιαλου, μιας διεθνώς αναγνωρισμένης φυσιογνωμίας, σε κακή κατάσταση από βασανιστήρια που υπέστη στο χωριό από Τούρκους. Υπέκυψε τελικά στη Λάρνακα.


Αιωνία να' ναι η Μνήμη του.


Με όλο τον σεβασμό εκφράζω την συμπάθειά μας προς όλες τις οικογένειες που ταλαιπωρήθηκαν, βασανίστηκαν κι έκλαψαν πικρά για την τύχη των δικών τους ανθρώπων τόσο απλών πολιτών, αμάχων, που έπεσαν σκληρά, δολοφονημένοι, που αιχμαλωτίστηκαν χωρίς επιστροφή, που κρατήθηκαν «Αγνοούμενοι» και για τα μέλη του Στρατεύματος, Ανώτερων Αξιωματικών και απλούς οπλίτες που πιστοί στο καθήκον έπεσαν Ηρωικά Μαχόμενοι για υπεράσπιση της Πατρίδας.


Αιωνία όλων η Μνήμη


Τιμή, Μεγάλη Τιμή για Όλες τις Οικογένειες

 

 

(1)    (Βλέπε περιγραφή στο Βιβλίο «ΑΣΣΙΑ μέρες συμφοράς» του Κώστα Τζόρτζη, έκδοση 1989)

(2)    (Βλέπε αφήγηση του ιδίου στο Βιβλίον «Η ΑΣΣΙΑ σήμερα» του Κώστα Τζόρτζη έκδοση 1993)

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com