22/12/2012 του Μάριου Δημητρίου
Εφημερίδα Σημερινή
Η οικογένειά του είδε τον 17χρονο Κωνσταντίνο Νεοφύτου τελευταία φορά ζωντανό τη νύχτα της 20ής Αυγούστου 1974, όταν αποχαιρέτισε με ένα φιλί τον πατέρα του τον Ξενοφώντα και επιχείρησε να περάσει μέσα από το χωριό του την τουρκοκατεχόμενη Άσσια, όπου είχε εγκλωβιστεί από τις 14 Αυγούστου, μαζί με τους γονείς του, για να φτάσει στις ελεύθερες περιοχές.
Χθες, 21 Δεκεμβρίου 2012, η 93χρονη μάνα του Τρυφώνα και τα αδέλφια του Ελένη, Νεόφυτος, Κούλης και Κούλα (ο πατέρας τους πέθανε το 1991 χωρίς να μάθει τι απέγινε ο αγνοούμενος γιος του), έκλαψαν πάνω από το μικροσκοπικό φέρετρο με τα λιγοστά κόκαλά του που βρέθηκαν στη γειτονική Βατυλή και ταυτοποιήθηκαν πρόσφατα σε εργαστήριο στη Βοσνία και τον συνόδευσαν στο κοιμητήριο.
Δεν υπήρχαν εντυπωσιακοί επικήδειοι, ούτε μεγάλα λόγια από πολιτικούς, γιατί έτσι το θέλησε αυτή η οικογένεια των χαμηλών τόνων και της απέριττης σεμνότητας. Επικράτησε η «Σαλαμίνα της Κύπρος», το «διαχρονικό ποίημα μνήμης, αγάπης, υπόσχεσης και αγώνα», όπως το χαρακτήρισε η Παυλίνα Νεοφύτου, κόρη του δίδυμου αδελφού του και όπως το μετέφερε στους παρευρισκομένους στην εκκλησία Αγίου Ελευθερίου Λατσιών.
Κάποτε ο ήλιος του μεσημεριού, κάποτε φούχτες η ψιλή βροχή και τ' ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα παλιά πιθάρια. Ασήμαντες οι κολόνες· μονάχα ο Άγιος Επιφάνιος δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τη δύναμη της πολύχρυσης αυτοκρατορίας. Τα νέα κορμιά περάσαν απ' εδώ, τα ερωτεμένα· παλμοί στους κόλπους, ρόδινα κοχύλια και τα σφυρά τρέχοντας άφοβα πάνω στο νερό κι αγκάλες ανοιχτές για το ζευγάρωμα του πόθου. Κύριος επί υδάτων πολλών, πάνω σ' αυτό το πέρασμα. Τότες άκουσα βήματα στα χαλίκια. Δεν είδα πρόσωπα· σα γύρισα είχαν φύγει. Όμως βαριά η φωνή σαν το περπάτημα καματερού, έμεινε εκεί στις φλέβες τ' ουρανού στο κύλισμα της θάλασσας μέσα στα βότσαλα πάλι και πάλι: Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι. Και τούτα τα κορμιά πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν, έχουν ψυχές. Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν, δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν αν ξεγίνουνται οι ψυχές. Φίλοι του άλλου πολέμου, σ' αυτήν την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα- Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη· εκείνοι που είδαν την αυγή μέσ' απ' την πάχνη του θανάτου ή, μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τ' άστρα, νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής.
Δεν λέχθηκε τίποτε άλλο, από το μικρόφωνο της επικήδειας τελετής. Δεν χρειαζόταν, άλλωστε. Ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη πλημμύρισε την εκκλησία σαν ήρεμη θάλασσα, σκέπασε όμορφα ό,τι απέμεινε από τον Κωνσταντίνο, τον έφηβο που εκείνο τον μακρινό Αύγουστο, είδε την αυγή μέσ' απ' την πάχνη του θανάτου.
Ευχαριστίες Θέλουμε να εκφράσουμε τις θερμές μας ευχαριστίες στο δημοσιογράφο Μάριο Δημητρίου που ευγενώς μας παραχώρησε την άδεια του να αναδημοσιεύσουμε το πιο πάνω άρθρο.
|