Προσφεύγουν στο ΕΔΑΔ |
30/12/2012 του Μάριου Δημητρίου
Θα καταγγείλουν την Τουρκία για τη δολοφονία του αδελφού τους - Στις 21 Δεκεμβρίου 2012 κηδεύτηκε στα Λατσιά, 38 χρόνια μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του από τους Τούρκους, ο 17χρονος αγνοούμενος Κωνσταντίνος Νεοφύτου από την Άσσια Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ συνελήφθη και σκοτώθηκε από τους Τούρκους στην περιοχή μεταξύ των χωριών Σίντας και Βατυλής Την Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012 κηδεύτηκε από την εκκλησία Αγίου Ελευθερίου Λατσιών, 38 χρόνια μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του από τους Τούρκους, ο 17χρονος αγνοούμενος Κωνσταντίνος Νεοφύτου από την Άσσια. Όπως το θέλησε η οικογένεια, δεν υπήρξαν επικήδειοι από πολιτικά πρόσωπα. Τον αποχαιρετιστήριο λόγο είπε η 22χρονη Παυλίνα Νεοφύτου, θυγατέρα του δίδυμου αδελφού του Κωνσταντίνου, Νεόφυτου, με το «διαχρονικό ποίημα μνήμης, αγάπης, υπόσχεσης και αγώνα», όπως το χαρακτήρισε, «Σαλαμίνα της Κύπρος», του Γιώργου Σεφέρη.
Η διαδρομή του θανάτου Οι γονείς του τον είχαν κρύψει σε ένα άδειο μικρό δωμάτιο στο ανώι του σπιτιού της θείας του, στην Άσσια, όπου κατέφυγαν μετά την κατάληψη του χωριού από τους Τούρκους (τα υπόλοιπα τέσσερα αδέλφια είχαν προλάβει να διαφύγουν στις ελεύθερες περιοχές στις 14 Αυγούστου 1974). Όπως μας είπε η Κούλα, «τη νύχτα της 20ής Αυγούστου, όταν πλέον είχαν τελειώσει οι εχθροπραξίες, ο Κωνσταντίνος, μη αντέχοντας τον εφιάλτη που περνούσε κρυβόμενος στη σοφίτα, είπε στον πατέρα μας ότι θέλει να φύγει. Πήγαν μαζί στην εκκλησία Αγίου Προδρόμου, προσευχήθηκαν, φιλήθηκαν και ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε από την εκκλησία να φύγει προς τις ελεύθερες περιοχές. Από εκείνη τη στιγμή του αποχαιρετισμού άνοιξε η γη και τον κατάπιε και χάθηκε κάθε ίχνος του». Η αδελφή του επισήμανε ότι, «όπως αποδείχτηκε μετά την ανεύρεση των οστών του σε πηγάδι κοντά στη Βατυλή, ο Κωνσταντίνος έφυγε από την Άσσια, πήρε την κοίτη του ποταμού με κατεύθυνση την Αμμόχωστο, πέρασε το χωριό Στρογγυλός και έφτασε στην περιοχή μεταξύ του αμιγώς τουρκοκυπριακού χωριού Σίντας και της Βατυλής που ήταν μεικτό χωριό. Φαίνεται ότι εκεί τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον σκότωσαν».
Ανθρωπολογική έκθεση «Πρέπει να τα πήραν οι δολοφόνοι του, αφού τον συνέλαβαν, πιθανόν τον ανέκριναν και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ», μας είπε η Κούλα Νεοφύτου. «Ζήτησα πάντως ανθρωπολογική έκθεση που προσδιορίζει τον χρόνο εκτέλεσης και άλλες λεπτομέρειες του εγκλήματος», συνέχισε. «Η αιτία θανάτου ήταν δύο πυροβολισμοί στον θώρακα και στη γνάθο, λίγους πόντους από τον αυχένα. Ίσως τον πυροβόλησαν πρώτα στον θώρακα και μετά του έδωσαν τη χαριστική βολή. Εγώ πάντως δεν δέχομαι να αποσιωπηθεί αυτό το φριχτό έγκλημα. Θέλω να καταδικαστεί η Τουρκία και σκέφτομαι να προσφύγουμε στο ΕΔΑΔ. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν στρατιώτης, ήταν ένας 17χρονος ανήλικος (το πιστοποιούσε η ταυτότητά του), άμαχος και άοπλος, που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τους Τούρκους, πιθανόν την ίδια νύχτα της απόπειράς του να περάσει στις ελεύθερες περιοχές, στις 20 προς 21 Αυγούστου 1974, όταν πια είχαν τελειώσει οι εχθροπραξίες. Ήταν μια απολύτως ψυχρή δολοφονία και η Τουρκία πρέπει να λογοδοτήσει γι' αυτήν».
Το πιο δύσκολο μέρος Βρεθήκαμε μπροστά σε ηθικό δίλημμα. Κάποια από τα αδέλφια μου σκέφτονταν ότι δεν έπρεπε να της το πούμε γιατί χάνοντας την ελπίδα που είχε ότι ίσως να ήταν ακόμα ζωντανός, θα επιδείνωνε την κατάστασή της. Τελικά της το είπαμε την Τρίτη 18 Δεκεμβρίου, μετά από επίσκεψή μας στο ανθρωπολογικό εργαστήριο...ήταν πολύ οδυνηρό για όλους μας, αλλά ιδιαίτερα για τη μάνα μας...Τα παιδιά θάβουν τους γονείς, όχι το αντίθετο, έτσι δεν είναι; Ήταν για όλους μας συγκλονιστικό...Είσαι με την εικόνα του λεβέντη που άφησες τότε και περιμένεις να δεις ένα λεβέντη...κι όμως σου φέρνουν ένα κιβώτιο...Ξέρετε, όλα αυτά τα χρόνια, όλη η οικογένεια πιστεύαμε πως επειδή ήταν ανήλικος, άοπλος και άμαχος, δεν θα τον σκότωναν. Θέλαμε να πιστεύουμε ότι ζούσε...».
Η αληθινή κατοικία των απόντων Αυτό το πιστεύω απόλυτα. Αυτό λειτουργεί σαν βάλσαμο... και όταν είχαμε μαζευτεί τα αδέλφια για να αποφασίσουμε πώς θα προσεγγίσουμε τη μητέρα μας, εγώ τους είπα ότι θέλω να θυμούμαι τον αδελφό μου όπως τον άφησα. Όταν πήγαμε τα τρία από τα τέσσερα αδέλφια και σταθήκαμε μπροστά στο σεπτό λείψανο του αδελφού μας, και άρχισε η κοπέλα του ανθρωπολογικού εργαστηρίου να μας αναλύει τα τραύματα, της είπα ότι δεν χρειάζεται...Άλλο είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια μας και άλλο αυτό που υπάρχει μέσα στις ψυχές μας. Και έμεινε εκεί το θέμα. Αυτή η τραγωδία επανασύνδεσε την οικογένεια. Παρόλο που τα αδέλφια είχαμε ανέκαθεν καλές σχέσεις μεταξύ μας και με τη μητέρα μας, ο χαμός του Κώστα σφυρηλάτησε περισσότερο τους δεσμούς ανάμεσα στην οικογένεια, διότι αν δεν γνωρίσεις την απώλεια, δεν μπορείς να αξιολογήσεις τη ζωή. Πάντως, εμείς δεν θέλουμε να ξεχάσουμε - και το εννοούμε».
Ανοικτό το ζήτημα της Γερμανίδας... Όπως αναφέραμε στο ρεπορτάζ, ξέρουν μόνο ότι ο Κωνσταντίνος την είχε ερωτευτεί παράφορα, τους μιλούσε γι' αυτήν συχνά και ότι το αίσθημά του μάλλον ήταν αμοιβαίο, γιατί και εκείνη του έστελνε δώρα και γράμματα και θα ξαναρχόταν να τον συναντήσει στην Κύπρο τον Αύγουστο ή Σεπτέμβρη 1974. Μάλιστα η Κούλα Νεοφύτου αποκάλυψε και ένα επιπρόσθετο συγκλονιστικό στοιχείο της υπόθεσης αυτής, την πιθανότητα, δηλαδή, να υπήρξε και ένα παιδί, καρπός της σχέσης του αδελφού της με τη Γερμανίδα. «Δεν επρόκειτο για τη συνηθισμένη παροδική σχέση με μια τουρίστρια», μας είπε η Κούλα Νεοφύτου. «Το μόνο που ξέρουμε, είναι ότι ήταν σίγουρα Γερμανίδα, ότι είχαν μια πολύ όμορφη σχέση που συνεχίστηκε και μετά το καλοκαίρι του ΄73. Ξέρουμε ότι είχαν αλληλογραφία, του έστελνε γράμματα και δώρα. Θυμάμαι ότι ένα-δυο μήνες πριν από την εισβολή, έτσι όπως καθόμασταν στην αυλή του σπιτιού μας στην Άσσια -εγώ τότε ήμουν 13 χρονών- συζητούσαμε, στην παρουσία του πατέρα μας, για ένα γράμμα που η Γερμανίδα είχε στείλει πρόσφατα στον Κωνσταντίνο και τον πειράζαμε, λέγοντάς του "άτε ρε, θα έρθει και θα φέρει και το μωρό". Του λέγαμε αυτό, γιατί έγραφε στην επιστολή της ότι έχει το μωρό του και ότι θα ερχόταν στην Κύπρο το καλοκαίρι, αλλά έγινε ο πόλεμος και δεν ήρθε ποτέ. Αν υπολογίσεις τη σχέση τους από την αρχή του καλοκαιριού του ΄73, δεν θα ήταν απίθανο να υπήρξε και ένα παιδί, αλλά βεβαίως δεν το ξέρουμε αυτό με σιγουριά και δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να το επιβεβαιώνει. Δεν ξέρω αν η κοπέλα ήξερε για τα γεγονότα της Κύπρου, δεν έχουμε κανένα στοιχείο από αυτήν. Δεν ξέρουμε αν ζει ή πέθανε, αν θέλει να τη συναντήσουμε. Για μένα, πάντως, είναι σημαντικό να τη συναντήσω, γιατί είναι συνδετικός κρίκος με τον αδελφό μου και συγκινούμαι αφάνταστα όταν συναντώ κάποιον που γνώριζε τον αδελφό μου». Η Κούλα μάς είπε ότι μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003, αναπτερώθηκαν οι ελπίδες της ότι θα μπορούσε να επισκεφθεί το διαμέρισμα όπου διέμενε ο Κωνσταντίνος στην Αμμόχωστο, όμως σύντομα απογοητεύτηκε, γιατί η συγκεκριμένη περιοχή είναι απαγορευμένη από τους Τούρκους στρατιωτική ζώνη, στην κλειστή πόλη της Αμμοχώστου. «Λαχταρούσα να πάω εκεί και να βρω ίσως κάποιο γράμμα της κοπέλας, κάτι από τον αδελφό μου -ένα παπούτσι, μια μπλούζα, οτιδήποτε-, όμως αυτό δεν είναι δυνατό...». Τώρα, μετά την ανεύρεση των οστών και την ταφή του Κωνσταντίνου, η αδελφή του μας δηλώνει ότι δεν θα σταματήσει να προσπαθεί να πάει στο διαμέρισμα που ενοικίαζε ο Κωνσταντίνος στην Αμμόχωστο, όπου θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο στοιχείο για την κοπέλα. «Η μόνη μου ελπίδα είναι να μπορέσω να πάω με ειδική άδεια μέσω των Ηνωμένων Εθνών», είπε. «Για μένα το ζήτημα είναι ακόμα ανοικτό. Δεν μπορώ να το αφήσω, πρέπει να βρω μιαν άκρη. Ο πατέρας μου μας έμαθε να τολμούμε και θα κάνω ό,τι μπορώ...».
Μέσα στο πάθος, όλα είναι πιθανά
Αιχμάλωτος για τον αδελφό του Την πρώτη στις 23 Αυγούστου 1974, μαζί με τον μικρότερο αδελφό μου Κούλη και δύο φίλους μας, φτάσαμε μέχρι τη Λύση που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων, αλλά επιστρέψαμε πίσω στο Δασάκι, μετά από παρότρυνση δικών μας στρατιωτών που συναντήσαμε στη Λύση. Αλλά, τρεις μέρες αργότερα, στις 26 Αυγούστου, σηκώθηκα το πρωί και προχώρησα μόνος μου προς την Άσσια. Με συνέλαβαν τρεις Τουρκοκύπριοι σε χωματόδρομο κοντά στο χωριό, αφού με καταδίωξαν με αυτοκίνητο που ακόμα θυμάμαι τον αριθμό εγγραφής του (ένα Βόλβο VA 707). Με μετέφεραν αρχικά στο αμιγές τουρκικό χωριό Κούκλια και από εκεί στη Βατυλή. Την επόμενη μέρα με μετέφεραν στο Γκαράζ Παυλίδη όπου ήδη κρατούνταν 700-800 Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι και από εκεί στην Παλαίστρα της Ομορφίτας και στις αποθήκες της ΚΕΟ, απ΄ όπου με απελευθέρωσαν στις 24 Σεπτεμβρίου 1974. Ήταν για μένα μια τρομακτικά τραυματική περιπέτεια, για την οποία μίλησα δημόσια μόνο μια φορά στη ζωή μου, για την έκδοση ενός βιβλίου. Κανένας από την οικογένεια δεν μίλησε μέχρι τώρα δημόσια για τον αγνοούμενο αδελφό μας και για το βουβό δράμα που βιώνουμε εδώ και 37 χρόνια».
Ευχαριστίες |