Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1611649
Έχουμε 9 επισκέπτες συνδεδεμένους

Χριστόφορος Σκαρπάρης - Άσσια: οδοιπορικό στη γενέθλια γη Εκτύπωση E-mail

 

Το χωριό η ΆσσιαΜε το που φτάνεις στην ανεφανή, στο έμπα του χωριού, σε συνεπαίρνει μια έντονη αίσθηση ότι τούτα τα σπίτια με τα ξεδοντιασμένα παραθύρια, τούτες οι σφαλισμένες κι άξενες πόρτες δεν χαμογέλασαν από τότε. «Κανένας δε χάρηκε το κουρσεμένο μου σπίτι», σκέφτεσαι...Κι είναι τούτη η σκέψη απότοκο ενός αλλόκοτου ενστίκτου αυτοσυντήρησης, ίσως ένα σπάνιο είδος αυταπάτης, που καραδοκούσε χρόνια μες στις απόκρυφες σπηλιές του μυαλού σου, δίπλα στα σωρευμένα σου «αχ!». Είναι το απόσταγμα των λυγμών σου που γίνηκαν φαρμάκι. Από τον μαύρο εκείνο Αύγουστο, που έφυγες κυνηγημένος από τα τανκς του Αττίλα. Από τη μέρα που μισάνοιξε το συρματόπλεγμα της κατοχής για να ξεγελάσει την πίκρα και να καθυποτάξει τη θέλησή σου για αγώνα, να σου στραπατσάρει την πεποίθηση ότι μια μέρα θα βασιλέψει το δίκαιο και όλα θα γίνουν όπως πριν...

 

 

Το αυτοκίνητο φτάνει στην πλατεία της Πάνω Γειτονιάς, κοντοστέκεται. Ο Πρόδρομος! Οι πρώτες θύμησες ζωντανεύουν. Μπροστά σου ξεπηδούν εικόνες από πανηγύρια και γάμους, βαφτίσια και λιτανείες. Η πλατεία σφύζει από ζωή: κορίτσια όλο χάρη, με πολύχρωμες κορδέλες στα μαλλιά, αγόρια με λουστρινένια παπούτσια και πρόσωπα διάφανα παίζουν και χορεύουν κάτω από τις φυλλωσιές των λεμονιών. Συμμαθητές και δάσκαλοι, συγγενείς, γείτονες, όλοι είναι εκεί! Γελούν και χωρατεύουν, αγοράζουν οπωρικά, τρώνε λουκουμάδες, είναι ευτυχισμένοι... Φτάνουνε στα αφτιά σου οι χαρμόσυνοι κτύποι της καμπάνας, γυρίζεις το βλέμμα κατά κει και...Μα αυτός ο έφηβος είσαι συ! Είσαι πιασμένος από την άκρη του σχοινιού της και κείνο σ' ανεβάζει με φόρα ψηλά δυο οργιές κι ύστερα αργά πίσω, ντιγκ - ντογκ, ντιγκ - ντογκ. Και πετάς στον αέρα σαν πουλί, γελάς, όλο γελάς...Σηκώνεις το βλέμμα σου να  δεις το σήμαντρο και το μάτι σου πέφτει στη φιγούρα του μιναρέ που πρόσθεσαν οι βέβηλοι για να σφετεριστούν τον πολιτισμό σου. Ένα χέρι σου σφίγγει απότομα την καρδιά. Οι εικόνες της χαράς χάνονται ξαφνικά, όπως ήρθαν. Οιμωγές και μοιρολόγια πλημμυρίζουν τ' αφτιά σου...

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος Άσσιας


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εκκλησία Τιμίου Προδρόμου, Φωτο. Ανίκητος Χατζηχαραλάμπους, 2003

 

Σφίγγεις τα χείλη σου και κοιτάζεις δήθεν αδιάφορα έξω απ' το τζάμι, για να μην προδοθείς στους συνοδούς σου. Τρίζεις τα δόντια και μια φωνή σου ψιθυρίζει πως πρέπει να κρατηθείς, πρέπει να αντέξεις! Συρρικνώνεσαι. Νιώθεις τα μηνίγγια σου να ρίχνουν στροφές, τα μάτια σου είναι υγρά, αλλά χωρίς διαρροές, τα χέρια και τα πόδια  σου μένουν ακίνητα. Έτσι, μπράβο. Τα κατάφερες. Είσαι σε μια κατάσταση που λίγο απέχει από το κώμα. Μπορείς να κοιτάζεις και να μη βλέπεις. Μπορείς να σπαράζεις χωρίς να τρέμεις. Μπορείς να ουρλιάζεις και να μην ακούγεσαι. Μπορείς να συστέλλεσαι και να διαστέλλεσαι χωρίς να συσπάσαι και να χαλαρώνεις. Έχεις γίνει άυλος, αόρατος. Είσαι εκεί και δεν είσαι. Είσαι και δεν είσαι. Μόνο μην επιχειρήσεις να συλλογιστείς. Και, για όνομα του Θεού, μη δοκιμάσεις να αναπολήσεις ξανά. Αν είναι ποτέ δυνατό...

 

Στην πλατεία της Κάτω Γειτονιάς το αυτοκίνητο ελαττώνει ταχύτητα.. Οι εικόνες κινούνται πιο αργά. Μια αστραπιαία εντολή του εγκεφάλου, σαν αντανακλαστικό, σαν δικλείδα ασφάλειας του μυαλού, σου κλείνει τα μάτια. Δεν πρέπει να δεις. Το σπίτι σου το χάλασαν από το ΄87. Είχε ερημώσει. Τα πλινθάρια δεν αντέχουν χωρίς ασβέστωμα. Τα σπίτια δεν αντέχουν χωρίς τον πραγματικό τους αφέντη. Μαραζώνουν και σιγά σιγά πεθαίνουν.

 

Σε κείνο ακριβώς το σημείο, δίπλα από το άδειο οικόπεδο, όπου ήταν κάποτε η θερμοκοιτίδα σου μα δεν είναι πια, στη θέση που ορθωνόταν το βασίλειό σου μα δεν είναι πια, η καρδιά εξανίσταται. Η καρδιά - ο ανιχνευτής και βηματοδότης των ανθρώπινων αισθημάτων, η εγγενής ατέλεια όλων των μηχανισμών αυτοσυντήρησης της ανθρώπινης λογικής, δεν υπακούει σε αυταπάτες κι ανεξήγητα ένστικτα του μυαλού. Λειτουργεί με δικούς της κανόνες, αυτόνομα. Νάτην, αρχίζει να χοροπηδά. Τικ τακ, τικ τικ τακ, τικ τικ τικ τακ...

 

Το ταξίδι στο χτες συνεχίζεται. Ανασαίνεις βαριά. Σε ανακουφίζει αυτό. Ανοίγεις τα μάτια διάπλατα, συνέρχεσαι. Στη θέση των παλιών αρχοντικών βλέπεις αλάνες. Στα στενά που τριγύριζες ξυπόλυτος κυνηγώντας με τη σφεντόνα δεν υπάρχουν παιδιά. Μόνο κάποιες σκιές από φίλους παλιούς που σβήνουν και χάνονται στο φύσημα του ανέμου. Στα χαλάσματα, όπου πολέμαγες με το Σπίθα και το Γιώργο Θαλάσση τους Γερμανούς κι έπεφτες ηρωικά στο πλάι του Γρηγόρη απέναντι στους  Εγγλέζους κυβερνά η σιωπή.

 

«Πόσο μικροί είναι τούτοι οι δρόμοι...», ψιθυρίζεις. «Πως είναι δυνατό να μικραίνουν οι δρόμοι έτσι...». Δεν μικραίνουν οι δρόμοι. Πάντα οι ίδιοι μένουν. Οι άνθρωποι μικραίνουν, συ ο ίδιος μικραίνεις και μεγαλώνεις αδιάκοπα, οι πέτρες κι οι στράτες, όμως, όχι. Η αγάπη εκείνων που μόχθησαν για να κτίσουν τον τόπο τους μεγεθύνει τα πράγματα, τα ομορφαίνει, τα ιδανικεύει. Τώρα άλλοι διαφεντεύουν τους κόπους των παππούδων σου. Τούτη η γνώση αλλάζει το μέγεθος, λιγοστεύει το κάλλος.

 

Ξανακλείνεις τα μάτια κι εμπρός σου προβάλλουν οι ανθισμένοι κήποι με τα γιασεμιά και τα γεράνια, τα περιβολάκια με τα ζαρζαβατικά, τα γέλια και τα πειράγματα των κοριτσιών στα ξύλινα μπαλκόνια και στον Κυριακάτικο περίπατο στη σιδερόστρατα.  Στα ρουθούνια σου φτάνουν μυρωδιές από φρέσκο ψωμί. Τα αυτιά σου γεμίζουν με τα ξεφωνητά και τα γέλια των συμμαθητών που γυρίζουν απ' το σχολείο.

 

Άγιος Γεώργιος ΆσσιαςΤο αυτοκίνητο φρενάρει απότομα, κόβοντας στη μέση την ανάμνηση. Η εκκλησιά σου! Η εκκλησιά του Άι Γιώργη. Του Άι Γιώργη που ευλόγησε τα στέφανα των παππούδων και των γονιών σου. Του Άι Γιώργη που σε βάφτισε, που σε φύλαξε από τις κακοτοπιές. Η συγκίνηση δίνει τη θέση της στην οργή. Το περιαύλι δεν είναι εκεί. Το περιστύλι γκρεμίστηκε. Η καμπάνα λείπει, οι σταυροί αφαιρέθηκαν. Οι μυρσινιές, η βουκεμβίλια, το κυπαρίσσι που γέμιζε βεγγαλικά τη νύχτα της Ανάστασης, δεν υπάρχουν πια. Η είσοδος δεν έχει πόρτα. Κάνεις το σταυρό σου εκστατικός, όπως τότε, μπαίνεις μέσα με δέος, ξέροντας τι θ' αντικρίσεις. Τικ, τικ, τικ, τακ. Τα μάτια σου τσούζουν από την άλμη. Ο ναός είναι άδειος. Τα μάρμαρα κλάπηκαν, οι σκάμνοι ρίχτηκαν στην πυρά, οι τοίχοι ξύστηκαν με μίσος, το εικονοστάσι πουλήθηκε σε κλεπταποδόχους, ο άμβωνας - όλα άφαντα. Ηλί, Ηλί...

 


Τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου, Άσσιας

Τώρα, όμως, ξέρεις τον τρόπο. Σφίγγεις τα βλέφαρα κι ω, θαύμα, ο χρόνος πάλι μηδενίζεται. Είσαι ολόκληρος μια ανάμνηση. Πλησιάζεις τη θέση του τέμπλου κι ένα ρίγος σε διαπερνά όταν φτάνεις στο σημείο που στάθηκες τόσες φορές για να κοινωνήσεις το σώμα και το αίμα Του. Περνάς την Ωραία Πύλη, μπαίνεις στο Ιερό Βήμα και στέκεσαι ενδεής, για πρώτη φορά στη ζωή σου, στη θέση της Αγίας Τράπεζας. Ορθώνεις το κορμί  και υποχωρείς προς το Νάρθηκα. Τικ τακ, τικ τικ τακ. Κοιτάζεις το θόλο. Ο Άι Γιώργης με τ' άσπρο του άτι καλπάζει λουσμένος στο φως, στο ζερβό το σπαθί, στο δεξί το κοντάρι, κυνηγάει το δράκο. Τικ τακ, τικ τικ τακ. Όλα είναι στη θέση τους. Τίποτα δεν άλλαξε. Τίποτα δεν χάθηκε.  Όσο παλεύεις θα ζεις. Όσο ζεις θα ονειρεύεσαι. Τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα.

 

 

 

Καταχωρημένα άρθρα που αφορούν τον Χριστόφορο Σκαρπάρη:

Νόστος εν τόπω χλοερώ

Ο θησαυρός της Χαρίτας Μάντολες

Ο Ίσκιος της ψυχής μου

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com