1974-2023: σαράντα εννιά χρόνια εγκαρτέρησης |
Ήμασταν παιδιά όταν έγινε το Κακό. '...το Κακόν' - έτσι το ελάλεν η στετέ μου η Ευαγγελία, ο Θεός να την μακαρίσει. Σήμερα κοντεύουμε στη σύνταξη. Ξεριζωμένοι και κατατρεγμένοι, εκουβαλήσαμε από τη γενέθλια γη ό,τι επρολάβαμε: αισθήματα και εικόνες, ακούσματα κι αγγίγματα, μυρωδιές και γεύσεις. Τούτα ήταν η προίκα που εφέραμε στους τόπους που όρισεν η μοίρα να ξαναστήσουμε τες ζωές μας. Μόνη μας έγνοια να τελειώσει ο πόλεμος, να φύγουν οι εισβολείς και να γυρίσουμε στα σπίτια, στες γειτονιές, στα περβόλια, στα χωράφια μας, να ξαναπιάσουμε τον μίτο από εκεί που τον αφήσαμε. Παραπλανημένοι, ως προς τον τρόπο που ενεργούσαν και ενεργούν τα δίκαια και τα διεθνή, δεκαετίες ολόκληρες επιστεύαμε στη βεβαιότητα ότι αργά ή γρήγορα το καλό θα επικρατούσε του κακού, η αλήθεια θα ενικούσε το ψέμα. Ήταν κι εκείνος ο παιάνας για μακροχρόνιο αγώνα, που μας εγέμιζε το στομάχι, μας έντυνε, εξάναβε τες θύμησες, εφλόγιζε τες καρδιές μας κι έσταζε σαν μέλι μες στο πικρό ποτήρι της προσφυγιάς, παρηγοριά και πλάνη μαζί, να μην ξεχάσουμε...
Φωτ. Δώρου Παρτασίδη - Κύπρος 1974 Μέρες Συμφοράς
Κυνηγημένοι εφτάσαμε στην Ξυλοτύμπου. Όλες οι πόρτες του χωριού άνοιξαν για να μπούμε, να ξαποστάσουμε, να καρτερήσουμε, ώσπου να περάσει το Κακόν. Μα ήρθε η νύχτα κι η ελπίδα ενύχτωσε μαζί της. Εγέμισαν οι οντάδες, το ίδιο κι οι αυλές, τ' αχυρωνάρια, τα σχολεία, οι εκκλησιές, τα καφενεία, οι δρόμοι όλοι πατωμένοι πρόσφυγες, να ψάχνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, να μην ξεχάσουμε...
Φωτ. Δώρου Παρτασίδη - Κύπρος 1974 Μέρες Συμφοράς
Όταν έπαψε να ρέει το αίμα εμετρήσαμε τους απόντες. Άλλοι σκοτωμένοι, άλλοι αιχμάλωτοι κι άλλοι εξαφανισμένοι - 'αγνοούμενους' τους είπαν. Πρώτη φορά ακούγαμε τέτοια λέξη. «Είναι κι αυτοί αιχμάλωτοι αλλά αδήλωτοι, δεν θα σταματήσουμε να τους αναζητούμε...», μας εβεβαίωναν οι ιθύνοντες. Κάποιοι που ετόλμησαν να πουν ότι τους εσκοτώσαν άκουσαν τα εξ αμάξης. Εκεί εξεκίνησε ο γολγοθάς των οικογενειών που είχαν αγνοούμενο. Μερικοί εμιλήσαν για εκμετάλλευση και πολιτικά παιχνίδια, μα δεν ήταν έτσι για όσους εχάσαν τους ανθρώπους τους. Μανάδες, κυρούδες, σύζυγοι, παιδιά, αδέλφια...χρόνια ολάκερα ελιώναν σαν κεριά, πότε να φτάσει ένα χαπάρι ότι οι δικοί τους ζουν. Όσοι έχαναν τα θάρρη τους επαρακαλούσαν τουλάχιστον να βρεθούν αποδείξεις ότι επεθάναν. Όλες οι προσπάθειες εστράφηκαν πια σε τούτον τον σκοπό, πιστό στη ρήση ότι η επιβεβαίωση ενού θανάτου φέρνει ανακούφιση στους απελπισμένους συγγενείς των θυμάτων εξαφάνισης, ότι συντελεί σ' εκείνο που λένε κλείσιμο ενού κύκλου άφατης λύπης κι αβάσταχτης απόγνωσης, που ξεκινά με τον αφανισμό και τελειώνει - υποτίθεται - με την εύρεση των λειψάνων, την ταυτοποίηση και την ταφή τους. Μια μέρα, το λοιπόν, όπως εθαύμαζα κάποιες γυναίκες να μοιράζουν, με σθένος απερίγραπτο, διαφωτιστικό υλικό για τους αγνοούμενους στους ξένους που πηγαινοέρχονταν στα κατεχόμενα, εξαναθυμήθηκα τη ρήση. Άντε να πεις σ' αυτές τες ανταριασμένες ψυχές, που ζούνε κι αναπνέουν όπως που να 'ταν χτες που εστεφανώθηκαν τον αγνοούμενον άντρα, που εγέννησαν τον αγνοούμενο γιο, που εντάντεψαν τον αγνοούμενο αδελφό, άντε να πεις τέτοια κουβέντα, εσκέφτηκα, και με μια μονοκοντυλιά την έσβησα από τα κιτάπια του μυαλού μου. Ζωντανοί για πάντα, ως τον θάνατο και πέρα από αυτόν, έτσι θα μείνουν, είπα. Απάνω στο μεγάλο τους καρτέρεμα εφύγαν πρώτα οι γονιοί, ύστερα επήραν σειρά οι σύζυγοι και τ' αδέλφια, τώρα εφτάσαμε στα παιδιά. Η διαδικασία των εκταφών ένθεν και ένθεν της Γραμμής Αττίλα συνεχίζεται. Δυο μέτρα παλικάρια, εγέλαγαν και εγέλαγε μαζί τους όλη η πλάση, έσταζεν ο ιδρώτας τους και άνθιζεν η γης και τώρα...τώρα πώς τους χωράνε Θε μου εκείνα τα κασελάκια από μαόνι, τα τυλιγμένα με τες σημαίες της πίκρας και της περηφάνιας μας... Ο κύκλος τούτου του Κακού θα κλείσει όταν όλοι όσοι το εζήσαμε θα πάψουμε να ζούμε, να μην ξεχάσουμε...
Φωτ. Αφίσσα Κυπρος 1974 απεικονίζει την συγχωριανή μας Αντριάνθη Χατζήκυριακου (Σημ.2)
Μια χαψιά τόπος, μια δράκα πλάσματα πώς ν' αντιπαλέψουμε τόση καταχνιά, τον αμείλικτο χρόνο, πώς να νικήσει το λιοντάρι ένας αμνός; «Μόνο με πόλεμο», ετραύλιζαν κάποιοι, «πάλι με χρόνια, με καιρούς...» τους εγαλήνευαν οι πιο γνωστικοί ανάμεσά τους. Μ' ακόμα κι εκείνοι που με παρρησία ευαγγελίζονταν κάστρα και μετερίζια, κατά βάθος δεν επιστεύανε στον πόλεμο. Να υπερασπιστούμε ό, τι μας απόμεινε ήθελαν, να κρατηθούμε στην πέτρα μας κι ας ήταν πια μισή. Και δεν είχαν άδικο. Όλες οι αντιφάσεις, όλα τ' ανούσια που εγίνονταν στα σκοτεινά, έβγαιναν στο φως με την κάθε κρίση. Τα δόγματα της αμύνης, που μας έδιναν κατά καιρούς μια κάποια ελπίδα, μας την επαίρναν πίσω με κάθε υποχώρηση, με κάθε συμβιβασμό στην πρόκληση. Κι ύστερα έμπαινε μια νέα απαίτηση στο τραπέζι των συνομιλιών για τη λύση, που στην ουσία εσήμαινε τη συγκαλυμμένη επιβολή των αποτελεσμάτων της παράνομης εισβολής, της ξένης κατοχής, της εθνοκάθαρσης, του αφελληνισμού των τόπων μας, της τουρκοποίησης και ισλαμοποίησής τους. Κι εμείς μια εκοιτάζαμε ο ένας τον άλλο ξαφνιασμένοι και μια τους ξένους μεσολαβητές που ένιβαν τα χέρια τους. Με τον καιρό επροσαρμοστήκαμε στις περιστάσεις, εβουλιάξαμε στη βιοπάλη, στις μικρές χαρές, κάποιοι αυτό το λένε λήθη - όχι εντελώς άδικα! Εστρέψαμε το βλέμμα προς τα 'μας': στην οικογένεια...μας, στα παιδιά...μας, στην επιβίωσή...μας, στη δουλειά...μας, στις χαρές της ζωής. Λες και μας εκυρίευσε ένας πυρετός να ξανακτίσουμε από 'ξαρχής το βιος που μας εκλέψαν, την ευτυχία που μας επήραν, την αθωότητα που εχάσαμε, να ξανασταθούμε στα πόδια μας, να σκουπίσουμε από το μέτωπο την ντροπή της ήττας με το μαντήλι της προκοπής. Όχι, μην παρεξηγάτε. Δεν λέω ήττα το αποτέλεσμα της εισβολής. Δεν ήταν ήττα εκείνη, με την έννοια που ξέρουμε - τάχατες σαν αποτέλεσμα ενού πολέμου με έναν εχθρό. Όποιος νικά έναν αδύναμο είναι κι ο ίδιος νικημένος, λέει μια παροιμία καμωμένη να φωτίσει την ανδρεία και την περηφάνια των αληθινών πολεμιστών. Ο πόλεμος του '74 δεν είχε νικητή. Δυο νικημένοι εβγήκαν από αυτόν: εμείς κι η ανθρωπότη όλη. Κι εμάς δεν μας ενίκησε ο εχθρός. Μεταξύ μας ήταν που ενικηθήκαμε, και κοντά μας όλοι όσοι εμπορούσαν να σταματήσουν το θεριό και δεν το έκαμαν, να μην ξεχάσουμε...
Φτάνουμε στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Κάποιοι το είπαν αρχή της λύσης, άλλοι τ' ονόμασαν αρχή του τέλους. Δεν είχε ξεκινήσει ακόμα ο μαζικός εποικισμός κι η ελπίδα επέμενε πως θα πεθάνει τελευταία. Ακόμα και σ' αυτό μας έπιασαν στον ύπνο οι εκείθεν. Οι εντεύθεν τα 'χασαν! Εμείς, ο λαουτζίκος, δεν εξέραμε αν έπρεπε να χαρούμε ή να πνιγούμε στο κλάμα. Το δείλι πριν από την ημέρα του νόστου δεν έβρισκα αναπαμό. Έτρεξα στον Συνοικισμό να κοιτάξω τη μάνα μου στα μάτια, να έβρω μιαν αφορμή να πάω ή να μην πάω. Ποτέ μου δεν ένιωσα τόσο βέβαιος ότι ελαχταρούσα ένα πράμα κι άλλο τόσο σίγουρος ότι το αποστρεφόμουν. Μου άνοιξε την πόρτα και επαραμέρισε να μπω. Εκατάλαβε γιατί είχα πάει να την δω. Δεν είπε λέξη. Έψησε καφέ και εκάθισε απέναντι μου αμίλητη. Εκάρφωσα τα μάτια μου στα δικά της. Τίποτα, όλα πεθαμένα: το χτες, το σήμερα, το αύριο. Ένα δάκρυ, αταίριαστο με τ' άδειο βλέμμα της, εκύλησε στο μαραζωμένο μάγουλο. Εσκούπισα το δάκρυ με τον αντίχειρα μου, της εφίλησα το μέτωπο, έσφιξα την καρδιά μου κι έφυγα. Ξημερώματα της επομένης εβρέθηκα στο οδόφραγμα, με επρόλαβαν δεκάδες. Να περιμένετε, εγαύγισε ο αρχιφύλακας του σημείου διέλευσης. Επεριμέναμε. Απέναντι, επεριμέναν άλλοι τόσοι. Δυο ανθρώπινα ποτάμια που εκαρτερούσανε να σμίξουν για πρώτη φορά. Ποτέ στην ιστορία του τόπου, με εξαίρεση την επιστράτευση του '40, δεν είχε ξαναγίνει το σμίξιμο των δυο του κόσμων για ένα και μοναδικό γεγονός, σε τέτοια κλίμακα! Ούτε για καλό, μήτε για κακό! Δυνάμεις κρυφές και φανερές, μίση και πάθη αιώνων εστάθηκαν εμπόδιο. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει, μα εκείνη την ημέρα τούτα δεν είχανε καμία σημασία. Σημασία είχε μόνον η χαραμάδα στον τοίχο που έφραζε τον δρόμο για την ποθεινή πατρίδα, για την άλλη μας ζωή, την πρώτη και την αληθινή. Όλος ο κόσμος που εμαζεύτηκε εκείνο το απριλιάτικο πρωινό του 2003, αυτό εσκεφτόταν. Άλλοι γελαστοί, άλλοι σκυθρωποί, άλλοι δακρυσμένοι κι όλοι με τον ίδιο λογισμό. Έψαξα τριγύρω να δω κανέναν γνωστό. Το βλέμμα μου έπεσε στο χαμόγελο του Τάσου, δεξιά του ο Θεόφιλος, πιο ξιστικός από ποτέ. Ο νους μου εταξίδεψε πίσω, πρώτα στη Δερύνεια κι ύστερα στον νεκροθάλαμο του Γενικού Νοσοκομείου. Εντράπηκα! Έσκυψα το κεφάλι και εβγήκα από τη γραμμή, να μην ξεχάσουμε...
Χριστόφορος Σκαρπάρης
Σημείωση 1: το πιο πάνω κείμενο έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα ο Φιλελεύθερος την Κυριακή, 16/07/2023 Σημείωση 2: Η αφίσσα Κύπρος 1974 είχε εκτυπωθεί από το Γραφείο Τύπου και Πληροφορίων μετά την Τουρκική εισβολή και κυκλοφόρησε παγκοσμίως κυρίως μέσω των Κυπριών φοιτητών και αποδήμων. Βασικό στοιχείο στον αντικατοχικό αγώνα που διεξήγαγε με πίστη και αγωνιστικότητα ο Κυπριακός λαός για δεκαετίες. Είναι αντίγραφο χαρακτικού του γνωστού χαράκτη Τάσου και είναι παρμένη από τη συγκλονιστική στιγμή που απαθανατίστηκε η συγχωριανή μας Αντριάνθη Χατζήκυριακου να θρηνεί το χαμό του αρραβωνιαστικού της Γεωργίου Χρυσοστόμου, στο Γυμνάσιο Αγ. Γεωργίου στην Λάρνακα, αμέσως μετά τον βίαιο διωγμό των εγκλωβισμένων Ασσιωτών από το Τουρκικό στρατό. Στην ιστοσελίδα μας υπάρχει αναρτημένη οπτικογραφημένη συνομιλία με τον μ. Αντώνη Φαρμακά σχετικά με εκείνη την θλιβερή ημέρα.
|