Μαρτυρία - Ελένη Χρίστου Σίσκου |
σελίδα 1 από 3
Γύρω στις 2 μ.μ. της 14ης Αυγούστου 1974 όλη η οικογένεια μας ήταν στο σπίτι, εκτός από τον μικρό μου γιο που ήταν στρατιώτης. Ο άλλος μου ο γιος, ο Κυριάκος, βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο και κοιμόταν. Είχε στρώσει μια κουβέρτα πάνω στα μάρμαρα και έπεσε να κοιμηθεί χωρίς να βγάλει τα ρούχα και τα παπούτσια.
Όταν ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί η κόρη μου η Κυριακού πήγε να δει τι συμβαίνει έξω στο δρόμο. Δεν βγήκε στο δρόμο αλλά κοίταξε από μια χαραμάδα της μεγάλης πόρτας που ήταν διπλοαμπαρωμένη. Είδε πολλούς Τούρκους στρατιώτες στην πλατεία και έτρεξε αμέσως και μας ειδοποίησε. -Ήρταν οι Τούρτζιοι, εν γεμάτη η πλατεία, μας είπε. Και πήγε να ξυπνήσει τον αδελφό της τον Κυριάκο.
Δεν έφτασε να απομακρυνθεί όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να ανοίξουν την πόρτα και μπήκαν καμιά δεκαριά στο σπίτι. Δυο-τρεις απ' αυτούς συνέλαβαν τον άντρα μου Χρίστο που ήταν στην αυλή και τον έβγαλαν έξω στο δρόμο. Οι υπόλοιποι ήλθαν κοντά μας και άρχισαν να ψάχνουν σ' όλα τα δωμάτια. Βρήκαν και τον Κυριάκο και τον έφεραν κοντά μας.
Μάλιστα κατά τη διάρκεια των ερευνών τους μερικοί Τούρκοι έμπηγαν της λόγχες τους μες το σιτάρι που βρισκόταν πάνω στο σέντε.
Τελικά αφού τέλειωσαν τις έρευνες μας έβγαλαν όλους από το σπίτι έξω στο δρόμο όπου συναντηθήκαμε και με άλλους γείτονες μας οι οποίοι συνελήφθηκαν και αυτοί. Μας είπαν να περπατήσουμε προς ανατολάς. Κάναμε 15-20 βήματα και φτάσαμε κοντά στο σπίτι του Πετρή του γαμπρού του Τζυρκακό του μαχαλλεπάρη. Εκεί κάποιος Τούρκος είπε στον γιο μου Κυριάκο: -Εσύ να πάεις ποδά.
Και τον τράβηξε αριστερά μες την αυλή του Πετρή. Σε λίγα δευτερόλεπτα ένας Τούρκος σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε κατά πάνω του. Ο Κυριάκος έπεσε στο έδαφος και δεν εκινείτο. Νομίσαμε ότι ήταν νεκρός και αρχίσαμε όλες (εγώ και οι τρεις μου κόρες) να κλαίμε πολύ δυνατά. Οι Τούρκοι για να μας φοβερίσουν και να σταματήσουμε να κλαίμε πυροβόλησαν κοντά στα πόδια μας.
Υπό την απειλή των όπλων συνεχίσαμε να περπατούμε με κατεύθυνση την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Όταν φτάσαμε κοντά στην εκκλησία (τζαμί) του Προφήτη Ηλία, τρεις Ασσιώτες στρατιώτες απ? αυτούς που πρόσεχαν το χωριό έρχοντο τρέχοντας από την δεξιά πλευρά (όπου ήταν το σπίτι του Ττουμπουρή) και μπήκαν να κρυφτούν μέσα στο σπίτι της ηλικιωμένης Μαρκαρένης Κυριάκου που εκείνη την ώρα καθόταν, ως συνήθως, στη μέση της πόρτας της.
Οι Τούρκοι μας διέταξαν να σταματήσουμεν. Καμμιά δεκαριά απ' αυτούς που ήσαν καλά οπλισμένοι έτρεξαν ξοπίσω τους. Σε λίγο τους συνέλαβαν. Ήταν ο Κωστής Γ. Κάρουλα, ο Γεώργιος Ν. Πίττα και Γεώργιος Χρ. Εξωμετοσιανού.
Τους έβαλαν στη γραμμή και έβλεπαν τον τοίχο της τζαμής. Δυο-τρεις άρχισαν να πυροβολούν από πίσω. Ο Κωστής Κάρουλας και ο Γεώργιος Ν. Πίττας έπεσαν αμέσως κάτω και έπαψαν να κινούνται. Ο Γεώργιος Χρ. Εξωμετοσιανού έπεσε στα γόνατα και σήκωσε τα χέρια ψηλά. Νέοι πυροβολισμοί από πίσω. Έπεσε κι αυτός. Και οι τρεις νέοι ήσαν νεκροί. Τους εκτέλεσαν μπροστά στα μάτια μας. Μόλις διαπίστωσαν ότι ήταν νεκροί καμμιά δεκαπενταριά Τούρκοι όρμησαν κι' άρχισαν να κλωτσούν τα πτώματα με πρωτοφανή βιαιότητα.
|