Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1620569
Έχουμε 11 επισκέπτες συνδεδεμένους

Μαρτυρία - Πατήρ Σωτήριος Δαυϊδ - Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 6 Εκτύπωση E-mail
Ευρετήριο Άρθρου
Μαρτυρία - Πατήρ Σωτήριος Δαυϊδ
Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 2
Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 3
Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 4
Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 5
Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 6
Όλες οι Σελίδες


Όλην την νύχτα παρακαλούσαμε γι' αυτόν. Στήναμε το αυτί μας, μη τυχόν ακούσουμε πυροβολισμούς. Έτσι ξημέρωσε κι η άλλη μέρα κι ευτυχώς δεν ακούσαμε τίποτε. Ήταν Παρασκευή 23.8.74. Γύρω στις 10 το πρωί ήρθε ένα αυτοκίνητο με άσπρες σημαίες. Μας είπαν ότι ήσαν από τον Ερυθρό Σταυρό. Όταν όμως μιλήσαμε με τους ανθρώπους, που ήσαν μέσα, μάθαμε ότι ήσαν Τούρκοι γιατροί. Ο ένας μάλιστα, είπε ότι γνώριζε καλά τον γιατρό τον χωριανό μας, τον Κώστα Α. Σκαρπάρη κι είχαν, λέει συνεδρίαση στο Λήδρα Πάλας μ' αυτόν, με τον Κληρίδη και με την συμμετοχή άλλων Ελλήνων και Τούρκων, αποφάσισαν ότι, όλοι μας, έπρεπε να μεταφερθούμε στην Δεκέλεια (στις βάσεις των Άγγλων). Όσοι θα έμεναν στην Άσσια θα ζούσαν πια υπό Τουρκικήν κατοχή.

Όταν άκουσαν αυτά οι χωριανοί μας οι περισσότεροι επροτίμησαν να φύγουν. Μερικοί σκέφτονταν να μείνουν. Λίγοι όμως.

Οι Τούρκοι έλεγαν: «σας συμφέρει να φύγετε». Με λίγα λόγια έγινε μια μεγάλη σύγχυση και στα σίγουρα αρκετοί δεν ήξεραν πραγματικά, τι έπρεπε να κάνουν. Εγώ μόλις άκουσα αυτά, το αποφάσισα. Έπρεπε να φύγουμεν όλοι. Ένοιωθα να παίρνω θάρρος, ένα βάρος ασήκωτο έφευγε από πάνω μου και μια ελπίδα άρχισε να ροδίζει ξανά, μέσα στην ψυχή μου.

Οι Τούρκοι άρχισαν να καταγραφούν τις γυναίκες και να τις φορτώνουν στα λεωφορεία. Εμάς όμως, τους άνδρες, κανένας δεν ήρθε να μας καταγράψει. Έτσι άρχισε πάλι να κλονίζεται η ελπίδα μας κι η εμπιστοσύνη μας σ' αυτούς. Είδα σε μια στιγμή την παπαδιά, την μητέρα μου και τα παιδιά, μέσα στο λεωφορείο που κατευθύνονταν προς το δρόμο της Λευκωσίας, αντί προς το δρόμο του Βαρωσιού, που έπρεπε να ακολουθήσει το λεωφορείο, για να φθάσει στη Δεκέλεια, που μας υποσχέθηκαν. Όταν μάλιστα, εκείνη την ίδια μέρα συνέλαβαν οι Τούρκοι δυο νέα παιδιά, τον Πανίκο Σάββα Χαπέρη και τον Λόντο Θεορή Λεοντή απογοητευτήκαμε τελείως και πάλι. Νομίσαμε ότι οι Τούρκοι δεν θα μας άφηναν εμάς τους άνδρες να ζήσουμε.

Από εκείνη την στιγμή αρχίσαμε κι εμείς να σκεφτόμαστε, σοβαρά, την απόδραση.

 

23 Αυγούστου 1974.
Όταν νύχτωσε μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά στο σπίτι του Κυριάκου του Χαπέσιη και πήραμε την τελικήν απόφαση. Θα φεύγαμε μόλις το φεγγάρι βασίλευε. Ευτυχώς που οι φρουροί ήσαν πολύ αραιοί και μόλις νύχτωνε, εξαφανίζονταν κι αυτοί. Έτσι όταν ήρθε η ώρα, ξεκινήσαμε ανυπόδητοι, με τα παπούτσια στο χέρι, και με την ψυχή γεμάτη φόβο, ο ένας πίσω από τον άλλο δέκα άτομα. 1ος Ανδρέας Λοίζου (Άγγλος), 2ος Νικολής Λοΐζου (αδελφός του Άγγλου), 3ος Σάββας Χαπερή, 4ος Κυριάκος Χαπέσιη, 5ος Σάββα Χαπερή, 6ος Λεόντιος Θεορή Λεοντή, 7ος Παπασωτήριος Δαυίδ (ο υποφαινόμενος) και 8ος ο Γιακουμής Αφαντίτης (γέρος βρακάς από την Αφάνεια).

 

Πίσω από μας ερχόντουσαν άλλοι δυο, ο πρόεδρος της Άσσιας Γεώργιος Πάκκου και ο πατέρας του αξιωματικού, Χρίστου Φώτη, που σκοτώθηκε στον Πόλεμο, ο μάστρε Φωτής Χρ. Κοκκινή. Αυτοί οι δυο, παρόλον ότι ήσαν γεροντότεροι, έφθασαν στις ελεύθερες περιοχές πριν από μας. Στο χωριό της Λύσης, εμείς, μπερδευθήκαμε λίγο, και δεν ξέραμε πού να προχωρήσουμε. Συνέτεινε προς τούτο και ο φόβος βέβαια, που διακατείχε όλους μας, εκτός από το σκοτάδι και την απειρία μας. Λίγο έλειψε να πέσουμε μέσα στη Σίντα, ένα Τουρκοχώρι, δίπλα από την Λύση. Αν ακούαμε τον Κυριάκο Χαπέσιη δεν θα την παθαίναμε. Αυτός, που ήταν για αρκετά χρόνια κάτοικος του Λονδίνου κι γέροντας, επέμενε να κατευθυνθούμε προς τον νότο. Ξέκοψε μάλιστα, για αρκετό διαστημα από μας και τράβηξε προς τα κει μόνος του. Όταν όμως είδε, πως δεν τον ακολουθούσαμε, μετάνοιωσε κι ήρθε πάλι μαζί μας.

 

Συμφωνήσαμε, τότε να ξεκουραστούμε λίγο, μέχρι να ξημερώσει. Έτσι κι έγινε. Παρα- γύραμε πάνω στο μάλαμα ενός αλωνιού, μεταξύ Σίντας και Λύσης, ώσπου και ξημέρωσε. Δεν γνωρίζαμε που βρισκόμαστε. Νομίζαμε ότι είχαμε κόψει μεγαλύτερη, μέχρι τότε απόσταση. Γελαστήκαμε. Όταν έφεξε, προχωρήσαμε προς το μεγάλο χωριό. Είδαμε το Γυμνάσιο και μετά την χαρακτηριστική Εκκλησία της Λύσης με τις αψίδες της. Από τον μάστρε Φωτή, που έφυγε από τις ελεύθερες περιοχές κι ήρθε στα κατεχόμενα όπως ήταν απελπισμένος και απογοητευμένος για να δει τους άλλους συγγενείς του που εγκλωβίστηκαν, μάθαμε απ' αυτόν ότι η Λύση δεν πιάστηκε. Οι Λυσιώτες ερχόντουσαν καθημερινά στο χωριό τους, ταΐζαν τα ζώα τους κι έφευγαν. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, πως ίσως θα συναντούσαμε κάποιο δικό μας καλόν άνθρωπο; να μας βάλει στο αυτοκίνητο του, για να μας απομακρύνει και να μας σώσει, όσον το δυνατόν γρηγορότερα. Μάταια όμως. Όλοι όσοι μας έβλεπαν απομακρύνονταν ολοταχώς και κρύβονταν εσπευσμένα, νομίζοντάς μας για Τούρκους. Μπήκαμε μέσα στην Λύση. Ήταν 5.30' πρωινή της 24ης Αυγούστου ημέρα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που τόσο πολύ αγωνίστηκε για την παλιγγενεσία της μαρτυρικής πατρίδας μας. Μόλις όμως αντικρύσαμε πάνω στην Εκκλησία και στο ΑΣΙΛ την Τούρκικη σημαία φοβηθήκαμε. Κάναμε μεταβολή και πήραμε το δρόμο από το σινεμά προς τις αποθήκες της Λύσης και βγήκαμε έξω από το χωριό αυτό. Η ώρα 6 είμασταν έξω από την Κοντέα κι τρώγαμε σταφύλι μέσα σε ένα από τα αμπέλια της. Διψούσαμε φοβερά. Ήταν ανάγκη όμως να προχωρήσουμε. Ευτυχώς η κίνηση πάνω στο δρόμο Κοντέας - Περγάμου ήταν πολύ αραιή. Είχαμεν αγωνία μεγάλη μέχρι να δρασκελίσουμε τον δρόμον αυτόν. Και δόξα τω Θεώ, βρεθήκαμε σε λίγο, έξω από την Μακράσυκα.

 

Ένας δικός μας βοσκός μας πληροφόρησε ότι πριν από λίγο πέρασαν μερικά τανκς από το μέρος εκείνο. Ο βοσκός εκείνος πιάστηκε, μάθαμε ύστερα, από τους Τούρκους που τον έδειραν άγρια κι του έκλεψαν όλα του τα πρόβατα.

 

Προχωρήσαμε χωρίς χρονοτριβή προς ένα περιβόλι της Άχνας. Εκεί ήπιαμε νερό κι ξεδιψάσαμε. Ο περβολάρης, ο Θεός να του δίδει πάντα καλό, μας έβαλε όλους πάνω στην άμαξα που τραβούσε με το τράκτορ του, και μας πήρε στο σπίτι του. Μας έδωσε ψωμί και χαλλούμια κι μετά μας πήρε κατευθείαν στον αστυνομικό σταθμό της Άχνας, που ήταν ακόμα άπιαστη, όπου ο Νικολής και ο Άγγλος (παιδιά του Λοϊζή του σιωφέρη) καθώς επίσης κι ο Σάββας του Χαπερή έδωσαν κατάθεση. Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν τέλειωσαν την κατάθεση. Η αστυνομία προσφέρθηκε να μας πάρει όλους στο Γυμνάσιο της Σκάλας, διότι εκεί μας είπαν έχουν πάρει όλους τους Ασσιώτες, που έφθασαν χθες από τα κατεχόμενα.

 

Η συγκίνηση, που ένοιωσα, όταν ξανασυνάντησα την σύζυγο, ία παιδιά, τους συγγενείς κι όλους τους εκεί συγκεντρωμένους συγχωριανούς μου, δεν περιγράφεται. Μόνο όταν ζήσει κανείς την σκλαβιά και την απόγνωση, μπορεί να νοιώσει την χαρά της ελευθερίας κι της επανένωσης της οικογένειας του. Εύχομαι στο Θεό να μη ζήσει κανείς ποτέ ξανά, τον εξευτελισμό που εμείς πάθαμε, την κακή και πικρήν εμπειρία του πολέμου και του ξεριζωμού από την γη του.

 

Εν Αυτοστεγάσει Λατσιών

Τη 11η Ιανουαρίου 1989

Ο πρώην εφημέριος, Τιμίου Προδρόμου Άσσιας

Παπά Σωτήριος Δαυϊδ


Πηγή: ΑΣΣΙΑ μέρες συμφοράς, Αγώνας για επιστροφή, Κώστας Χρ. Τζωρτζής, Λευκωσία 1989.



 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com