Το Πιδκιαύλι - Χαμπή Χαραλάμπους εξ Άσσιας |
Γέμιζε τις ατέλειωτες ώρες των βοσκών, τις ώρες που τα κοπάδια έβοσκαν έξω στη φύση, κυρίως τα καλοκαίρια, αφού οι βοσκοί διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο με τα κοπάδια τους (ξωτζοίμιζαν το κουπάιν). Εύκολα προσιτό στους οργανοπαίκτες, γιατί κατασκευαζόταν από τους ίδιους τους βοσκούς με υλικό από την μητέρα φύση. Κατασκευάζεται από καλάμι που φύεται στις κοίτες των χειμάρρων και πικροδάφνη (αροδάφνη ή ροδοδάφνη) που ανευρίσκεται κι αυτή στις κοίτες ή όχθες των ποταμών. Αν και δεν αποκλείεται η κατασκευή του αυλού και με άλλα υλικά, όπως ξύλο, κόκαλο και, σήμερα, με πλαστικό και σπάνια με μέταλλο.
Το καλάμι θα έπρεπε να είναι ώριμο και για να είναι τέτοιο, θα έπρεπε η συγκομιδή να γίνει στην κατάλληλη εποχή. Διιστάμενες οι απόψεις ως προς την εποχή της συγκομιδής. Κάποιοι άνθρωποι του λαού θεωρούν ως καταλληλότερη εποχή για το κόψιμο του καλαμιού τον χειμώνα, ιδίως τον Δεκέμβρη (Χαραλάμπους, 2004) και μάλιστα, όταν είναι πανσέληνος. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι η καλύτερη εποχή είναι το καλοκαίρι. Υπάρχει διάχυτη στο λαό μας η άποψη ότι κατά τη διάρκεια της πανσελήνου, λόγω της έλξης της σελήνης, η γη απορροφά τους χυμούς των φυτών και γι' αυτό, όταν κοπούν αυτήν την περίοδο είναι πιο στεγνά, συνεπώς, κινδυνεύουν λιγότερο από επιβλαβή έντομα ή από το σάπισμα. (Συναφής με την τακτική αυτή η άποψη ενός γέροντα από τα Λεύκαρα, ο οποίος με ξενάγησε σε μια παραδοσιακή κατοικία ηλικίας 200 χρόνων, τότε που υπηρετούσα στο γυμνάσιο ως φιλόλογος. Μου είπε, συγκεκριμένα, ότι η οροφή της διώροφης αυτής κατασκευής είναι κατασκευασμένη με δοκούς - νεφκές - οι οποίες σκεπάζονται από κλαδιά «ασπαλαθκιάς» που συλλέγονταν το χειμώνα κατά τη διάρκεια της πανσελήνου. Και μου έδειχνε ασπάλαθους που διατηρούνταν άθικτοι, χωρίς προσβολή από έντομα για διακόσια χρόνια).
Το επόμενο βήμα στη διαδικασία κατασκευής του πιδκιαυλιού είναι η επιλογή του καλαμιού, το οποίο θα έπρεπε να είναι ευθυτενές, ίσιο δηλαδή και χωρίς ρυτίδες. Θα έπρεπε να είναι «μακροπούμπουρο», δηλαδή η απόσταση μεταξύ των κόμπων του καλαμιού να είναι μεγάλη, τουλάχιστον να υπερβαίνει τα εικοσιτέσσερα εκατοστόμετρα, εν πάση περιπτώσει, όσο γίνεται μεγαλύτερου μήκους ,όχι, όμως, πολύ χοντρό.
Μετά την έκθεση του στον ήλιο για λίγες μέρες, για να στεγνώσει ικανοποιητικά, ακολουθούσε η επεξεργασία του καλαμιού. Εργαλεία προς τούτο χρησιμοποιούσαν ένα πολύ μικρό μαχαιράκι και μια ή περισσότερες σμίλες ή μια μεταλλική ράβδο του ιδίου διαμετρήματος, αιχμηρή στην άκρη. Για μεγαλύτερη ευκολία, προσωπικά, χρησιμοποιώ κοφτερά μαχαίρια τύπου cutter.
Με δεξιοτεχνία, ο έμπειρος κατασκευαστής του αυλού, χαράσσει και ανοίγει το «χελιδόνι», έτσι ονομάζεται η μικρή θυρίδα, από όπου εξέρχεται μέρος του αέρα που προέρχεται από το φύσημα κατά το παίξιμο. Το σημείο, στο οποίο δημιουργείται το «χελιδόνι», βρίσκεται σε απόσταση 1/12 του συνολικού μήκους του καλαμιού από την άκρη, αφού αφαιρεθεί ο κόμπος.
Με άκρη το χελιδόνι χαράσσεται με το μαχαιράκι γραμμή κατά μήκος του καλαμιού. Το πιδκιαύλι φέρει έξι τρύπες , που απέχουν μεταξύ τους ίσες αποστάσεις και μια για τον μυαλιώνα, δηλαδή τον αντίχειρα από την κάτω πλευρά του καλαμιού στη θέση μεταξύ πρώτης και δεύτερης τρύπας. Καμιά φορά το πιδκιαύλιν κατασκευάζεται και με επτά τρύπες. (Τουρκοκύπριος γέροντας από το χωριό Πύλα με πληροφόρησε ότι τέτοιου είδους πιδκιαύλιν χρησιμοποιείτο από τους Τουρκοκύπριους). Η τρύση (τρύπημα) του αυλού διεκπεραιώνεται με τη χρήση αιχμηρής μεταλλικής ράβδου. Επιτυγχάνεται δε με την πίεση της ράβδου πάνω στο καλάμι, αφού, προηγουμένως, έχει πυρακτωθεί στη φωτιά. Ως προς τη θέση που τοποθετούνται οι τρύπες υπάρχουν δύο αντιλήψεις. Η πρώτη προτείνει την εξής μέθοδο: Μετά την κατασκευή του χελιδονιού και την πλάγια τομή του χείλους στο σημείο του επιστομίου ο σωλήνας ζυγίζεται, δηλαδή ισορροπείται με το δάκτυλο. Στο σημείο ισορροπίας χαράσσεται μια γραμμή γύρω-γύρω, πάνω δε σ' αυτήν θα ανοίξει η τρύπα για τον αντίχειρα. Στη συνέχεια, αφού λαξευτεί και τοποθετηθεί η πίνα από κλαδί «αροδάφνης», ο σωλήνας ισορροπείται και πάλι. Το νέο σημείο ισορροπίας θα προσδιορίσει τη θέση της πρώτης τρύπας σε σχέση με το χελιδόνι . Οι θέσεις για τις άλλες τρύπες προσδιορίζονται με τη χρήση του αντίχειρα, ο οποίος τοποθετείται κατά πλάτος από τη μια τρύπα στην άλλη. Η άλλη μέθοδος εισηγείται τη χρήση του μέτρου για τον ακριβή καθορισμό της θέσης όπου θα σκαφτούν οι τρύπες. Μετράμε την απόσταση από την άκρη του καλαμένιου σωλήνα μέχρι το σημείο έναρξης του κόμπου και εντοπίζουμε το μέσον της αποστάσεως. Εκεί τοποθετείται η πρώτη τρύπα. Οι άλλες τρύπες (Ανωγειαννάκη, 1993) θα δημιουργηθούν σε ίσες αποστάσεις η μία από την άλλη. Η απόσταση αυτή προκύπτει αν διαιρέσουμε το εν δεύτερο του μήκους του σωλήνα διά του έξι, αφού τα διαστήματα είναι όλα έξι. Η τρύπα για τον αντίχειρα ανοίγεται μεταξύ της πρώτης και δεύτερης τρύπας, στο πίσω μέρος και μάλιστα με το μάτι. Σημειωτέον ότι για λόγους ακριβείας θα χαραχτούν με τη χρήση διαβήτη του γνωστού γεωμετρικού οργάνου. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη διάνοιξη του καλαμιού στην απέναντι από το επιστόμιο άκρη του καλαμιού , στον κόμπο, με τον ίδιο τρόπο. Αξιοσημείωτο είναι ότι η τρύπα πρέπει να είναι μικρή, ούτως ώστε να περιορίζεται, έτσι, η άμεση εξαγωγή του αέρα στο παίξιμο, πράγμα που σε αντίθετη περίπτωση θα κούραζε τον οργανοπαίκτη. Η μεγαλύτερη δυσκολία στην κατασκευή του αυλού είναι η κατασκευή του επιστομίου που έχει σχήμα ράμφους και υλικό κατασκευής την αροδάφνη. Απαιτείται λεπτή και επιδέξια δουλειά από μέρους του κατασκευαστή, για να «μολοήσει» το όργανο, δηλαδή να παίζει, κυρίως, στη λάξευση της πίννας, της τάπας δηλαδή που τοποθετείται και φράζει το ανοικτό στόμιο του επιστομίου. Η διαδικασία λάξευσης και τοποθέτησης της πίννας είναι κοπιαστική και επίπονη εργασία, γιατί, σπάνια μπορεί να στεφθεί με επιτυχία η πρώτη προσπάθεια. Ίσως χρειαστεί να επαναληφθεί η προσπάθεια πολλές φορές, για να επιτευχθεί καθαρός και κρυστάλλινος ήχος. Ως προς την απόσταση του χελιδονιού από το χείλος του αυλού, δηλαδή την άκρη από όπου φυσούμε, αυτή ισούται με την απόσταση που χωρίζει τη μια τρύπα από την άλλη. (Αυτό είναι δική μου ανακάλυψη ύστερη από την πολυετή ενασχόλησή μου με την αυλοποιία). Παλαιότερα οι κατασκευαστές που οι ίδιοι ήσαν και οργανοπαίκτες, χρησιμοποιούσαν γνήσιο κερί μέλισσας για τη στερέωση της πίννας. Αν η ανάγκη υπαγόρευε την εξαγωγή της «πίννας», για να στεγνώσει, επειδή, προηγουμένως, είχε διογκωθεί εξαιτίας της υγρασίας που μαζευόταν με το φύσημα του εκτελεστή, η συγκόλληση γινόταν με τον ίδιο τρόπο.
Οι λαϊκοί οργανοπαίκτες του «πιδκιαυλιού» δεν γνώριζαν μουσική , δεν διάβαζαν την ευρωπαϊκή μουσική σημειογραφία, τις γνωστές, δηλαδή, νότες, ούτε υπήρχε μουσική μέθοδος για τη διδασκαλία και την εκμάθηση του οργάνου. Ο καθένας ήταν αυτοδίδακτος. Δοκιμάζοντας διάφορους δακτυλισμούς, πατώντας, δηλαδή και ανοίγοντας τις τρύπες του αυλού, προσπαθούσε να αποδώσει μια γνωστή μελωδία από τη μουσική παράδοση του τόπου, κάθε φορά που ήθελε να εξωτερικεύσει τα ανάλογα συναισθήματά του. Γι' αυτό το λόγο η εκμάθηση του αυλού ήταν χρονοβόρα και απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια και μεράκι, νοουμένου ότι υπήρχε το χάρισμα . Με την τεχνική του, το παίξιμό του, δηλαδή, διόρθωνε και τις ατέλειες του οργάνου. Από την πολύχρονη εντρύφησή μου με το θέμα, την πρακτική εμπειρία και τη θεωρητική μελέτη μου διαπίστωσα «αρχιτεκτονική» ομοιότητα του πιδκιαυλιού με ένα από τους διάφορούς τύπους αρχαιοελληνικού αυλού, το λεγόμενο φρύγιο (Schlesinger, 1935). Βιβλιογραφία Ανωγειαννάκη, Φ. (1993). Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα. Αθήνα: Μέλισσα. Ζαρμά, Π. (1993). Πηγές της Κυπριακής δημοτικής μουσικής. Λευκωσία. Slesinger, K. (1935). The Greek Aulos. Groningen: Bouma's Boekhius N. V. Publisher Ταρσούλη, Α. Κύπρος. Χαραλάμπους, Χ. (2004) Το πιδκιαύλι της Κύπρου. Πολιτιστικό Βήμα, τεύχος 2 Ευχαριστούμε θερμά τον συγχωριανό μας Χαμπή Χαραλάμπους για την πιο πάνω εμπεριστατωμένη μελέτη του για Το Πιδκιαύλι και για τις υπέροχες μεσαρκάτικες μελωδίες που μας χαρίζει. |