Γεώργιος Πάκκου - Γράφει ο γιος του Παναγιώτης Πάκκου |
Ο πατέρας μου Γεώργιος Π. Πάκκος, πρωτότοκος γιος του Παναή Χατζηκουτσού Πάκκου και της Χατζηελένης Παπαλεοντίου, γεννήθηκε στην Άσσια στις 17 Αυγούστου 1908. Μέχρι την τέταρτη τάξη φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού μας, αλλά, επειδή ο πατέρας του τον χρειαζόταν για να τον βοηθά μένοντας σε ένα από τα περβόλια τους, παρόλο που του άρεσαν τα γράμματα και ήταν πολύ καλός στην αριθμητική, και προπάντων στη γεωμετρία, αναγκάστηκε να σταματήσει από το σχολείο. Στα νεανικά του χρόνια έγινε μέλος σε γεωργικά σωματεία, που στήριζαν τους γεωργούς της Άσσιας. Παντρεύτηκε το 1937 τη Δέσποινα Θεοδώρου Χατζηλοϊζου και απέκτησε εμένα και τρεις κόρες. Πρόεδρος της Κοινότητας διορίστηκε μετά τον απελευθερωτικό αγώνα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα ήταν πρόεδρος της Διαιτητικής Επιτροπής, στην οποία κατέφευγαν για συμβιβασμό όσοι είχαν διαφορές μεταξύ των, για να αποφύγουν τα αγγλικά δικαστήρια. Κατά την περίοδο που χτιζόταν η νέα πτέρυγα του δημοτικού σχολείου του χωριού μας, έβαζε εμένα και τον άλλο αγροφύλακα, τον Κώστα Α. Ψαρά, ν' ανεβαίνουμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και με κιάλια να παρακολουθούμε, αν έβαζαν τα σωστά υλικά φτιάχνοντας το μπετόν. Επίσης, όταν έκαμναν κανένα αγροτικό δρόμο με χαβάρα, έβαζε στον τροχό του ποδηλάτου του ένα ρούχο για σημάδι και μετρούσε πόσους γύρους έκανε το ποδήλατο και τους έλεγε, όταν μετρούσε και το πλάτος, πόσα κυβικά μέτρα χαβάρα χρειάζονταν, και πάντα ήταν σωστός. Όταν έγινε το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έφερε έντυπα και γύρισε όλο το χωριό και σχεδόν όλοι οι αυτοτελώς εργαζόμενοι γεωργοκτηνοτρόφοι ασφαλίστηκαν, αφού έβαλαν ορισμένα ένσημα και μπορούσαν έτσι να πάρουν σύνταξη. Γι' αυτό πάντα αργότερα τον ευχαριστούσαν. Ως Πρόεδρος της Κοινότητας δε ζητούσε από κανένα χρήματα, για να πιστοποιήσει οτιδήποτε, αλλά έδιναν ό,τι ήθελε ο καθένας. Από τα χρήματα αυτά ορισμένα τα φύλαγε σε έναν κάδο και λογάριαζε να τα χρησιμοποιήσει για να κάνει κάτι - που δε μου είπε τι - για το δημοτικό σχολείο. Μετά την προσφυγιά μού είπε ότι τον κάδο αυτό τον έχωσε κοντά στο λάκκο όπου πήγαιναν τα νερά του μαειρκού (κουζίνας). Το σπίτι μας το χάλασαν οι Τούρκοι και έκαναν εκεί χώρο στάθμευσης λεωφορείων και μάλλον πρέπει να βρήκαν τα λεφτά που έκρυψε. Όπως γράφει στα χειρόγραφά του, έφυγε νύχτα από το χωριό μαζί με άλλους συγχωριανούς μας που ήταν όλοι όμηροι των Τούρκων, και ήρθαν στις ελεύθερες περιοχές. Από τότε τον έβλεπα πάντα θλιμμένο να γράφει για την Άσσια και με το άλλο χέρι να κρατά το κεφάλι του. Πέθανε στη Δρομολαξιά στις 28 Απριλίου 1991.
|