Μαρτυρία - Γεώργιου Π. Πάκκου |
σελίδα 1 από 4 Πραξικόπημαν - τουρκική εισβολή - εγκλωβισμός - εκτοπισμός Περιγράφω πώς εγκλωβισθήκαμεν εις το χωρίον και τας κακουχίας που υποφέραμεν. Όταν ήλθαμεν εις την Δρομολαξιάν, εμεινίσκαμεν εις το σπίτιν του συμπεθθέρου μας του Χρίστου και των τέκνων του. Έπαιρνα μίαν καρέκλαν και εκάθουμουν εις την αυλήν του σχολείου εις τον νοσσιόν (σκιάν) των δέντρων και περιέγραφα όσα είδα και άκουσα.
Πραξικόπημαν 15 Ιουλίου 1974, ημέραν Δευτέραν Έγινεν Πραξικόπημαν διά ανατροπήν του Προέδρου και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ήτο η ώρα 8 και 15 π.μ., ότε ακούσαμεν το ραδιόφωνον να αναγγέλλει το πραξικόπημαν και έλεγαν ότι ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός. Εκ του χωρίου μας νεκροί ήτο τέσσερις, οι ακόλουθοι: Αντωνάκης Κωστή Παντοπώλη, στρατιώτης ηλικίας 19 ετών. Εκτελούσεν την θητείαν του. Μηνάς Πιερή Χατζηκωνσταντή, έφεδρος αστυνομικός ηλικίας 26 ετών. Αντώνης Χριστοδούλου Τρουλλιώτης, εργάτης. Μετέβη εις Λευκωσίαν δι' εργασίαν και ευρέθην εις την διασταύρωσην των πυρών και εφονεύθην, ηλικίας 20 ετών. Ανδρέας Μιχαήλ Γ. Μιχαηλή, άνεργος. Ευρισκόμενος πάντοτε σε αφασίαν λόγω Επίσης πληγωμένος ήτο ο Δημήτρης Μιχαήλ Σιαμτάνη, πληγωθείς εις την παρειάν και τους οδόντας από σφαίραν, ηλικίας 20 ετών.
Τουρκική εισβολή Η πρώτη εισβολή έγινεν 20 Ιουλίου 1974 και ώραν 5 και 30 προ μεσημβρίαν, ημέραν Σάββατον. Κατά πληροφορίες του ραδιοφώνου κατερρίφθησαν 19 αεροπλάνα. Διάρκεσεν τρεις ημέρας, ήτοι Σάββατον, Κυριακήν και Δευτέραν. Η ώρα 6 μ.μ. έγινεν ανακωχή. Επροχωρήσαν από την Κερύνειαν μέχρι την Λευκωσίαν. Εκ του χωρίου μας Άσσια κατά την 1ην εισβολήν εφονεύθησαν οι εξής: Χρίστος Φώτη Κοτσινή: Αξιωματικός και γυμναστής του Κυπριακού Στρατού και στρατοδίκης, ηλικίας 42 ετών, φονευθείς εις Καζιβερά μαχόμενος. Φραγκόπουλλος Κωστή Φράγκου: Στρατιώτης ηλικίας 18 ετών. Εκτελούσεν την στρατιωτικήν θητείαν. Φονευθείς εις το Τζιάος μαχόμενος. Σάββας Αλεξάνδρου: Στρατιώτης, φονευθείς εις Κοντεμένον μαχόμενος.
Η 2η άλλη τουρκική επίθεση έγινεν εις τας 14 Αυγούστου 1974 και ώραν 5 π.μ., ημέραν Τετάρτην. Ο κόσμος εις το χωρίον μας Άσσια εξεκίνησαν ανύποπτοι διά τας εργασίας των. Οι γεωργοί εις τα αλωνίσματά των, οι βοσκοί εις τα πρόβατά των, οι κηπουροί εις τους κήπους των. Ότε αίφνης ήρχισαν οι βομβαρδισμοί προς το μέρος της Λευκωσίας. Τότες δύο τουρκικά αεροπλάνα όρμησαν πλησίον του χωρίου. Εις αυτόν το μέρος είχεν πολλά αυτοκίνητα και ήρχισαν να ρίχνουν βόμβες επί των αυτοκινήτων, ότε επροξενήθην μεγάλη πυρκαγιά αλλά ευτυχώς δεν είχαμεν θύματα εκ των βομβαρδισμών. Τότες όλοι οι κάτοικοι του χωρίου έντρομοι συγκεντρώθησαν εις τα σπίθκια των. Αίφνης ήρχισαν να καταφθάννουν εις το χωρίον Άσσια κάτοικοι των γειτονικών χωρίων της Κυθρέας, έντρομοι εκ των βοβαρδισμών, και εζητούσαν σπίτιν να μείνουν. Όλοι οι κάτοικοι ήτο πρόθυμοι και εφιλοξενούσαν τους πρόσφυγες εις τα σπίθκια των. Δεν εγνωρίζαμεν τι μας επερίμενεν στο ωραίον χωρίον μας. Ενόσω προχωρούσεν η ώρα, οι βομβαρδισμοί ακούοντο πιο ισχυροί. Εγέμισεν το χωρίον από ξένους των γειτονικών χωριών, και έλεγαν πως η Άσσια δεν ήταν εις το σχέδιον των Τούρκων να την καταλάβουν. Οπότε όλοι εβρήκαν φιλοξενίαν εις το χωρίον και έκαστος εβρήκεν σπίτιν διά διαμονήν. Εις το σπίτιν μου ήλθεν ο ιερέας από το Νέον Χωρίον Κυθρέας με την οικογένειάν του και άλλοι μαζίν του. Εγώ επεριφέρουμουν μέσα εις το χωρίον και έλεγα εις τους κατοίκους να μην αφήσουν ξένους έξω από τα σπίθκια. Ήτο περίπου η ώρα 2 μετά μεσημβρίαν και ο γαμπρός του αδελφού μου του Πηλή λέγει εις τον γαμπρόν μου να φύγουν, διότι έκλαιαν συνεχώς τα μωρά των, και έφυγαν μαζίν. Εμέναν και του αδελφού μου δεν μας άρεσεν. Ελέγαμεν τα χωρκά εδώ είναι όλα ελληνικά. Τα μέρη της Σκάλας έχουν πολλούς Τούρκους, διατί έφυγαν. Όταν ήμεθα με τον ιερέαν σπίτιν και επρόκειτο να φάμεν, ακούσαμεν αποτόμως πυροβολισμούς αλλά ενομίσαμεν πως ήτο κρότοι. Αλλά αίφνης ηκούσθησαν καθαρά ότι ήτο αυτόματα όπλα. Εβγήκαμεν εις τον δρόμον τρεχτοί. Ήρθεν ο Παναγιώτης του αδελφού μου του Πηλή με αυτοκίνητον Λάντροβερ και μας λέγει: -Έρχονται τανκς εις το χωρίον τουρκικά και να φύγουμεν. Έβγαλεν το αυτοκίνητόν του έξω από το γκαράζ και άφησεν το Λάντροβερ ξεκινημένον. Έβαλεν μέσα στο δικόν του όσους εμπορούσεν και έφυγεν. -Έφυγα από το χωρίον μου και ήρθα εις την Άσσιαν να μας πιάσουν αιχμαλώτους, ήρχισεν να λέγει ο ιερέας. -Πάρ' το αυτοκίνητόν σου και τρέξε να φύγεις, του είπουν. Ήτο η ώρα 2 και 15 μ.μ. ότε ήρχισαν να βάλλουν οι Τούρκοι εναντίον του χωρίου. Τότες ήρχισαν και οι ξένοι και όλοι οι χωριανοί να τρέχουν μέσα εις τους δρόμους και να ζητούν μέσον, διά να φύγουν τον κίνδυνον που μας απειλούσεν. Έγινεν πανικός μέσα εις το ήσυχον αυτόν χωρίον. Έτρεξα και γω όσον εμπορούσα. Επήγα εις του Παναγιώτη και εφώναξα δύο τρεις φοράς. Όταν είδα πως έφυγεν, εγύρισα πίσω, αλλά δεν εβρήκα κανέναν. Έφυγεν και ο παπάς του Νέου Χωρίου Κυθρέας που ήτο σπίτιν μου μετά της συζύγου του και των τέκνων του και άλλων που ήλθαν μαζίν εις το χωρίον μας. Ούτε είδα κανέναν από τα τέκνα μου ούτε και την σύζυγόν μου. Δεν ήξευρα τι έγιναν, με ποίον αυτοκίνητον έφυγαν. Ευτυχώς, όπως έμαθα μετά, επέρασεν ο Χρίστος του Ντζώρτζου με το αυτοκίνητόν του, και επειδή ήτο μεγάλον, έβαλεν πολλούς και έφυγαν όλα τα παιδιά μου. Εγώ όμως όσες ημέρες ήμουν στο χωρκόν, δεν ήξευρα τίποτε. Δεν εχρειάσθην πολλή ώρα να περικυκλωθεί όλον το χωρίον από άρματα μάχης και τανκς και πεζικόν. Η ώρα 2 και 30 μ.μ. έκλεισεν όλη η έξοδος από το χωρίον. Εγκλωβισθήκαν και χωριανοί και πολλοί ξένοι που δεν επρόφθασαν να φύγουν. Μόνον εκρήξεις και βολές των αυτομάτων όπλων ηκούοντο.
Προς στιγμήν ήλθαν όλα εις την σκέψην μου. Πού να κρυφτώ από τες σφαίρες που εππέφταν όπως το χαλάζιν. Όπως άκουα τους κρότους, έρχονταν από την Αφάγκειαν και την Αγγαστίναν. Επήρα τον τοίχον των σπιθκιών και επήγα έσσω. Μου ήλθεν η σκέψη και είπουν ότι ο λάκκος είναι προτιμότερος που κάθε άλλον μέρος. Τότες εκατέβηκα κάτω μέχρι το νερόν. Κατέβηκα μέσα. Ήτο σχεδόν μέχρι τον ώμον μου το νερόν. Είχεν μίαν τρύπαν, έναν λαούμιν 5 πόδκια, και επροχώρησα μέσα, ούτως ώστε εάν έβλεπεν κανείς μέσα να μην με δει. Όπως εμάθαμεν αργόττερα, μετά παρέλευσην μίας ώρας όρμησεν το πεζικόν μέσα εις το χωρίον και ήρχισαν να φονεύουν εν ψυχρώ κάθε ηλικίας άτομα και ήρχισαν να μαζεύουν από κάθε σπίτιν αδιακρίτως ηλικίας και τους συγκέντρωνναν έξω από το χωρίον. Τους έδενναν τα χέρια με σύρμαν (ττέλιν) εις τα οπίσω. Τους έβγαλλαν τα παπούτσια και τους άφηνναν ξυπόλυτους μέσα εις τα αγκάθια. Όταν ήλθεν η νύκτα, τους έκλεισαν μέσα εις τα σπίθκια τους. Άνδρες χωριστά και τες γυναίκες χωριστά, ούτε τροφήν ούτε και νερόν. Δεν ημπορεί ο ανθρώπινος νους να φαντασθεί την αγριοσύνην των Τούρκων που επέδειξαν εις τα αθώα αυτά πλάσματα. Ούτε αυτά τα άγρια θηρία το θύμαν τους δεν το μεταχειρίζουνται με αυτόν τον τρόπον. Να ζητά έναν παιδίν νερόν και να υπάρχει νερόν και να μην του δίδει. Να λέγει «πεινώ» και να μην του δίδει τροφήν. Όχι παντός από τα δικά του ο Τούρκος αλλά από αυτά που έχει ο ίδιος από το σπίτιν του. Την νύχταν μόνον εκρήξεις και βολές των αυτομάτων όπλων ηκούοντο. Από τους κρότους των οβίδων εσείετο η γη. Έμεινα μέχρι και έγινεν σκότος πολλύν και εσταματήσαν κάπως οι βολές. Επήρα τα σκαλιά και εβγήκα έξω, έδησα την κεφαλήν μου και εκρύβηκα μέσα εις το σιτάριν που είχα εις το σπίτιν. Επέρασεν η 14η Αυγούστου 1974 ημέρα Τετάρτη και εβρίσκει την Άσσιαν εις τα χέρια των άγριων Τούρκων. Εις τας 15/8/74, ημέραν Πέμπτην, ήρχισαν τας λεηλασίας, τους φόνους, τας καταστροφάς. Όλην την νύχταν και όλην την ημέραν ηκούοντο πυροβολισμοί και πάνω σε άτομα και δι' εκφοβισμόν. Μαζί με τους στρατιώτες τους Τούρκους ήρχοντο και Κυπραίοι από τα γειτονικά χωρία διά λεηλασίας και ατιμίας. Ήτο όπως τους δαίμονες της κολάσεως. Έμπροσθέν μας εισήρχοντο εις τα σπίθκια μας και ήρπαζον οτιδήποτε είχαμεν, τας επιπλώσεις μας, τα ζώα μας, τα γεννήματά μας. Ήρχοντο από τα γειτονικά χωριά με αυτοκίνητα, τράκτορ με τες άμαξες πίσω, εισήρχοντο μέσα εις τα σπίθκια και μαζίν τους ήρχοντο και Τούρκισσες και τέκνα μικρά και έπαιρναν έμπροσθέν μας τα έπιπλα. Έβλεπες να παίρνουν άλλοι έπιπλα, άλλοι πρόβατα, άλλοι αίγες, άλλοι αγελάδες, δαμάλια και οτιδήποτε ήθελαν. Σε πολλές περιπτώσεις έβαλλαν και τους ίδιους τους κατοίκους να βοηθούν εις την μεταφοράν επί των οχημάτων τών επίπλων των. Επί έξι ημέρας ελεηλατούσαν το χωρίον και εφόνευαν αδιακρίτως ηλικίας. Όταν ήρχισεν να φέγγει εις τας 15.8.74, ήρχισα να κρύβω χρήματα και ό,τι άλλον που μου ήρχετο η ιδέα να κρύψω. Μετά εχώστηκα μέσα εις κάτι κλωνιά των δέντρων που είχαν πάνω τριφύλλια ξερά. Με έναν βαττίν νερόν επέρασα την Πέμπτην κρυμμένος. Όταν ενύχτωσεν, ήθελα να ερευνήσω, εάν εγκλωβίσθηκαν και άλλοι μέσα εις το χωρίον.Την τελευταίαν ώραν που ηκούοντο οι πυροβολισμοί την Τετάρτην ήρχετο και ο Κωστής Μαλλιάππη με τα πρόβατα, που ήτο έξω από το χωρκόν. Αυτός θα ήτο μέσα, υπολόγισα. Την Παρασκευήν, όταν άρχιζεν να φέξει, επαρατήρησα από την αρσέραν του σπιθκιού μου προς τα σπίθκια του και είδα την κόρην του. Μετά είδα και εις του Σάββα Χαπερή δύο παιδιά. Ήτο ο γιος του Τάκη του Αρβίλη και ο γιος του Κωστή του Μαλλιάππη, ο Χριστάκης. Επέταξά τους μίαν πετρούαν να με δουν, αλλά, όταν έππεσεν κοντά τους η πέτρα, έφυγαν και ούτε με πρόσεξαν. Τότες ήθελα να περάσω εις του Σάββα, αλλά πώς. Από τον τοίχον θα με έβλεπαν και θα με ετουφέκκιζαν. Να τρυπήσω τον τοίχον μου ήλθεν η ιδέα. Επήρα την κουνιάν που κόφκουμεν δένδρα και τριφτήν εις το πλιθθάριν ετρύπησα τον τοίχον. Δεν εκτυπούσα, γιατί θα άκουαν και θα έρχοντο. Όταν επέρασα και επροχώρησα εις τα σπίθκια του, είχεν πολλούς, πάνω που είκοσι άτομα, Ασσιώτες και Αφαντίτες. Όταν με είδαν, αρχίσαν να με ρωτούν. -Δεν ηξεύρω τίποτε, τους είπουν. Πώς περνάτε εσείς; -Πολλήν πείναν. -Να πάμεν να γαλέψουμεν τες αίγες να φέρουμεν γάλαν, να το ψήσουμεν να φάμεν, λέγω του Σάββα. (Εις την αρχήν εφοβείτο). Περνώ πρώτος εγώ, και μετά έρχεσαι και εσύ. Επέρασα πρώτος και μετά και ο Σάββας. Εγαλέψαμεν την αίγιαν την δικήν μου και μετά Όταν το έβαλα εις τον αέραν να κρυάνει να το πιω, ήλθαν δύο Τούρκοι εις την αυλήν, αλλά δεν με επρόσεξαν. Τους εφώναξα εγώ και τους έδειξα το γάλαν που ήτο μέσα εις την μαγείρισσαν, και τους έβαλα μέσα εις την καντήλαν. Τους έδωσα να πιουν. Εκτυπούσαν τα χείλη τους και μου έδειξαν με νόημαν πως δεν θέλουν. Με ερώτησαν, εάν έχω σπίτιν όπλα. Τους έδειξα τα αμμάδκια μου πως δεν βλέπω, πώς θα έχω όπλα. Ο ένας επροχώρησεν εις τα σπίθκια και ο άλλος έμεινεν κοντά μου. Με τα νοήματα με ηρώτησεν πόσων χρονών είμαι. Πάλιν με τα δάκτυλά μου του έδειξα πως είμαι 72 ετών. Του το είπουν και τούρκικα. Του είπουν αυτόν το χωρκόν το λέγουν Ππασιά Κκιογιού. Εσύ πόθθεν είσαι. Μου είπεν Μερσίνα και είναι 26 χρονών. Μου έδωσεν και έναν τσιγάρον και τον άψαμεν. Ήλθεν και ο άλλος που επήγεν και ερεύνησεν. Του έδωσα και αυτού έναν ποτήριν γάλαν αλλά πάλιν δεν επήρεν. Είδεν την μηχανήν που αλέθουν αρτύματα και κανέλλαν. Του κίνησεν την περιέργειαν αλλά του έδειξα εις τι χρησιμοποιείται. Και τότες επροχωρήσαν εις την πόρταν να φύγουν. Επήγα ξοπίσω τους. Αλλά όταν έβγαινναν από την πόρταν, με τα νοήματα μού είπαν να μην ξεβώ έξω και τουφεκκίζουν με. Ήπια το γάλαν και μετά επέρασα από την τρύπαν και επήγα πάλιν εις του Σάββα. Αλλά εκεί έμαθα πως ήλθαν Τούρκοι και επιάσαν τον Κωστήν του Μαλλιάππη με τον γιον του, τον Τάκην του Αρβίλη με τον γιον του, τον Χρίστον του Ζαννέττου με τον γαμπρόν του, τον Χαμπήν του Γιωρκουνή με έναν Παλαικυθρίτην και έναν Αφαντίτην. Όσους αδρώπους είχεν τους επήραν όλους. -Εάν δεν ήρχεσο μαζίν μου, θα σε έπιανναν και εσέναν, λέγω του Σάββα. Να μη φοβάσαι. Ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει. Έμεινα κοντά τους. Έθελα να πάω να κρυφτώ, αλλά μου είπαν όλοι «μείνε κοντά μας και φοβούμεθα». Μετά από λλίγην ώραν, περίπου μίαν ώραν, 10 π.μ. 16.8.1974, ήλθαν άλλοι και μαζίν τους ο Αρίφης του Κουτσοχάσανου. Όταν με είδεν, μου είπεν: -Έτο ίνταν που επάθαμεν. Πάλιν έφυγαν και αυτοί.
|