Μαρτυρία - Γεώργιου Π. Πάκκου - Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 3 |
σελίδα 3 από 4
Τρία αυτοκίνητα με αιχμαλώτους Αυτήν την ημέραν, την Τετάρτην 21.8.1974, από το πρωίν ήρχισαν να εισέρχονται εις όλα τα σπίθκια της Άσσιας συστηματικά, διά να μην αφήσουν σπίτιν ανεξερεύνητον. Και ήρχισαν να μαζεύουν όλα τα άτομα που έβρισκαν μέσα. Πολλές περιπτώσεις μάλιστα που έβρισκαν γερόντους και γερόντισσες άρρωστους, που ήτο εις το στρώμαν και δεν ημπορούσαν να κινηθούν, τους έβαλλαν πάνω σε μικρά καρροτσάκια των μικρών τέκνων και τους έφερναν εις την συγκέντρωσην που εγίνετο εις την Πάνω Ενορίαν, πλησίον της εκκλησίας Τιμίου Προδρόμου. Εκεί εδιάλεγαν εκείνους που ήθελαν και τους άλλους μετά των γυναικών και μικρών παιδιών τους οδήγησαν εις την Κάτω Ενορίαν, όπως είπα και προηγουμένως. Ήτο η ώρα 2 μέχρι 3 μ.μ. εις τας 21.8.1974, ότε εβρισκόμεθα συγκεντρωμένοι μέσα εις τον δρόμον, και μαζίν μας και πολλοί από τα ξένα χωριά, που ήλθαν από το πρωίν εις την Άσσιαν από τα χωριά τους εις τας 14.8.1974, ότε έγινεν ο δεύτερος γύρος και εγκλωβίσθησαν μέσα εις την Άσσιαν. Αυτούς τους ομήρους, που έλαβαν εις την Πάνω Ενορίαν και τους είχαν τα χέρια δεμμένα πίσω, τους έβαλαν μέσα εις δύο αυτοκίνητα και τους επέρασαν εις τον δρόμον που οδηγεί από την Άσσιαν εις Βατυλήν. Μετά παρέλευσην 20 λεπτών ακόμα έναν αυτοκίνητον επροχώρησεν εις την ίδιαν κατεύθυνσην. Τα αυτοκίνητα και τα τρία ήτο όλα φορτηγά και εκάθοντο μέσα.
Ήτο η ώρα τέσσερις μετά μεσημβρίας περίπου. Μας έστρεψαν πίσω πάλιν εις την Πάνω Ενορίαν και μας άφησαν μέσα εις την πλατείαν του χωρίου και πολλοί Τούρκοι στρατιώτες μάς επρόσεχαν και μας απειλούσαν. Όπως επρόσεξα, ήμεθα όλοι γέροντες άνω των 60 ετών. Όλοι ήμεθα πεινασμένοι και διψασμένοι, ούτε ψωμίν υπήρχεν ούτε και νερόν μέσα εις αυτόν τον καύσωναν του Αυγούστου. Δεν υποφέρνετο. Ενομίζαμεν θα επεθανίσκαμεν από την στενοχωρίαν. Την νύκταν εππέσαμεν πάνω εις τα πεζοδρόμια και εις τον άσφαλτον του δρόμου. Όπως υπελόγιζα, ήμεθα άνω των τετρακοσίων. Την άλλην ημέραν, 22.8.1974 ημέραν Πέμπτην, από το πρωίν μας έκλεισαν μέσα εις το σπίτιν του Κυριάκου Χαπέσιη, όλοι στέκοντα, πυκνοί όπως είναι οι σαρδέλλες μέσα εις το κουτίν. Τότες ήρχισαν πρωτοφανέστατα βάσανα εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος. Πολλοί στρατιώτες μάς περικύκλωσαν και μας είπαν: «Θέλουμεν τα χρήματά σας. Δώστε μας τα, ειδέ άλλως θα μεταχειρισθούμεν βίαν. Και όσους εύρουμεν χρήματα πάνω τους, όταν τους ερευνήσουμεν, θα τους σκοτώσουμεν». Όσοι εβαστούσαν, από φόβον τα έδωσαν όλοι, και άλλους που είχαν υποψίαν τους ερευνούσαν. Είχεν έναν άνθρωπον γέρονταν ηλικίας 78. Εβαστούσεν δύο γρόσια μέσα εις την τσέπην του και τα επήραν, και μάλιστα τον εφοβέρισαν. Ενώ δεν εβαστούσεν άλλα, τον έσπρωξαν. Όταν επήραν όλα τα χρήματα από όλους μας, έφυγαν. Μετά παρέλευσην 10 έως 15 λεπτά ήλθαν πάλιν. Εζήτησαν τες αρραβώνες που είχαμε εις τα δάκτυλά μας. Ορμούσαν πάνω μας, όταν έβλεπαν την αρραβώναν. Ήρπαζαν το δάκτυλον και το ετραβούσαν, διά να βγάλουν την αρραβώναν. Τους παρακαλούσαν να μας αφήσουν να τα βγάλουμεν οι ίδιοι να τους τα δώσουμεν να μην μας βγάλουν τα δάκτυλά μας. Όταν εσυμπλήρωσαν τας αρπαγάς τους αυτάς, αποχώρησαν. Πάλιν ύστερα από 10 έως 15 λεπτά ήλθαν και μας εζήτησαν τα ωρολόγια που εβαστούσαμεν. Πάλιν τα ίδια, με πολλές έρευνες τα επήραν και τα ωρολόγια. Ήτο όπως τους δαίμονες της κολάσεως που επεριφέροντο έμπροσθέν μας. Μετά από ολίγην ώραν ήλθαν πάλιν. Μας εζήτησαν, εάν βαστούμεν ράδια και μικρά μαχαιρίδια να τους τα δώσουμεν, και πάλιν τους τα εδώσαμεν. Δεν υπήρχεν καμία ένσταση εκ μέρους κανενός, παρά, όταν έβλεπαν να βαστάς εις το χέρι και δεν τους το έδιδες, της στιγμής σε έσπρωχναν. Τα μαχαιρίδια που ήτο εις καλήν κατάστασην τα επήραν, τα ακατάλληλα τα πέταξαν εις τας στέγας των οικιών. Από το πρωίν μέχρι η ώρα 1 και 30 μ.μ. εσυνεχίσθην αυτή η ληστεία που δεν εγνωρίσαμεν εις όλην μας την ζωήν. Τους εζητούσαμεν ψωμίν και μας έλεγαν: -Kαι ημείς πεινούμεν. Έχει, ελέγαν μας, άλλοι τρεις ημέρες και άλλοι τέσσερις ημέρες που δεν εφάγαμεν τίποτε και πεινούμεν. -Δώστε μας νερόν. -Πού να το βρούμεν, δεν έχουμεν. Ήμεθα κλειστοί όλην την ημέραν μέσα εις το σπίτιν αυτόν. Δεν είχεν παράθυρον να έρχεται ολίγος αέρας. Και προπαντός όλοι μας στέκοντα, ούτε να ουρήσουμεν μας άφηνναν. Και πολλοί γέροντες εβράχησαν, που δεν τους άφηνναν να παν εις το μέρος. Τους ελέγαμεν: -Tι σας εκάμαμεν ημείς οι γέροντες και μας βασανίζετε τόσον; -Eκάμαν τα παιδιά σας και βασανίζουμέν σας ημείς εσάς. Επίσης, όταν τα επήραν ό,τι εβαστούσαμεν, άρχισαν να ερευνούν. Εστέκετο κάποιος εις την πόρταν και έβλεπεν μέσα. Τότες με το νόημαν έπαιρναν έναν ή δύο άτομα, τα έβαλλαν πάνω εις το αυτοκίνητον και εξεκινούσαν σε άγνωστον μέρος. Κάθε λίγον ήρχοντο, έπαιρναν κάποιον και έφευγαν. Μας άφησαν μέχρι το δύμμαν του ήλιου. Μας έβγαλαν μέσα εις την πλατείαν. Ήλθεν ένας και μας έφερεν μίαν σίκλαν νερόν. Ήτο αγιωμένη. Είχεν και έναν μαστραππίν του γαλάτου, λλίγον κομμένον από την μίαν πλευράν. Το εβούτταν μέσα εις την σίκλαν, έπιαννεν δύο ή τρεις βρόκκους νερόν, σου το έδιδεν και το έπιαννεν και το κάθισκεν μέσα εις το χώμαν. Πάλιν έπαιρνεν νερόν και το έδιδεν εις άλλον. Δεν επίννετο, αλλά με την πολλήν δίψαν τι θα κάμεις. Αύγουστον μήναν, από την πυράν την πολλήν δεν υποφέρναμεν. Αλλά εκεί πάλιν στην πλατείαν δεν ημπορούσαμεν να αντέξουμεν από τον βρόμον που είχεν. Μέσα εις το χωρκόν είχεν πλάσματα σκοτωμένα που έλιωσαν, πρόβατα ψοφισμένα, όρνιθες, χοίρους. Δεν φαντάζεται ο νους του αθθρώπου, ήτο κόλαση. Δίπλα μας είχαν ψοφήσει ένα κοπάδιν πρόβατα του Γιακουμή Παναγή Κκουτή, άνω που 80, και εσάπησαν. Και έτρεχαν οι ακαθαρσίες των επί του ασφάλτου, εις τον δρόμον. Η πείνα, η δίψα και οι βρόμοι που είχεν δεν υποφέρνουνταν. Την νύκταν αυτήν πάλιν επί των πεζοδρομίων και εις την άσφαλτον εππέσαμεν. Δεν εκοιμόμεθα τίποτε. Την άλλην ημέραν 23.8.1974, ημέραν Παρασκευήν, μας άφησαν μέσα εις την πλατείαν πάλιν όλην την ημέραν. Κάθε στιγμήν ήρχοντο πολλοί στρατιώτες της Τουρκίας και της Κύπρου και μας έβλεπαν όλους. Και στο μεταξύ ήρπαζαν διά της βίας άτομα, τους έδενναν τα χέρια πίσω και τους έβαλλαν πάνω εις τα αυτοκίνητα και εξεκινούσαν εις άγνωστον μέρος. Περίπου η ώρα 10 π.μ. ήλθεν κάποιος με πολιτικά ρούχα, μας επλησίασεν και μας ερώτησεν πώς περνούμεν. Τον επλησίασαν γέροντες που ήξευραν να μιλούν τούρκικα και ήρχισαν να του κάμνουν παράπονα. -Να μου μιλήσετε ελληνικά, μας είπεν αυτός, και εγώ γνωρίζω πολλά ελληνικά. (Και πράγματι εμιλούσεν ελληνικά καλά). Έχω έναν πολύ καλόν φίλον από την Άσσιαν, είναι ο Σκαρπάρης.. Ήμεθα συμμαθητές και συνεργαζούμεθα μαζίν. -Να μας φύγετε από αυτόν το μέρος, διότι από τον βρόμον τον πολλύν που έχει θα πάθουμεν καμίαν αρρώστιαν (χολέραν) και θα πεθάνουμεν όλοι, και μαζίν μας και οι στρατιώτες σας. Έμεινεν ολίγην ώραν σκεπτικός και μας είπεν, εάν πηγαίννουμεν, να διατάξει να μας πάρουν εις την Δεκέλειαν. Του είπαμεν δεχόμεθα. Τότες έφυγεν. Σαν έφευγεν, του είπαμεν πάλιν: «Δεχόμεθα. Το γρηγορότερον να μας φύγετε». Και πραγματικώς έστειλεν τέσσερα αυτοκίνητα εις το χωρίον. Ήτο η ώρα περίπου 2 έως 3 μ.μ., 23.8.1974 ημέραν Παρασκευήν, που ήλθεν ο Τούρκος αυτός εις το χωρίον και μας εμίλησεν τόσον καλά λόγια. Από τα χαρακτηριστικά που είπαμεν σε άτομα που τον γνωρίζουν, μας είπαν ότι είναι ο γιατρός ονόματι Χαλούπ. Τα αυτοκίνητα επήραν όλον γυναίκες και μικρά παιδιά. Επέρασαν από έμπροσθέν μας. Ήτο πολλά πυκνοί μέσα. Κατά τους υπολογισμούς, οι εγκλωβισμένοι Ασσιώτες και ξένοι ήτο άνω των χιλίων πεντακοσίων. Οι Τούρκοι εσυνέχιζαν τες έρευνες από σπίτιν σε σπίτιν όλες αυτές τες ημέρες που ήμεθα εγκλωβισμένοι. Και κάθε ολίγην ώραν έφερναν και γέροντες και γερόντισσες που εβρίσκαν εις τα σπίθκια, και μάλιστα πολλούς από αυτούς τους εκακοποιούσαν. Οτιδήποτε το αγριότερον έκαμναν. Η ώρα μία μ.μ. 23.8.1974 ανακάλυψαν τον ιερέαν του χωρίου, που ήτο κρυμμένος μέσα εις τας αίγας του και τα πουλιά του (όρνιθες), και τον συνέλαβoν μετά της συζύγου του, ονόματι Παπα-Σωτήριος Δαυίδ. Και όπως μας είπεν ο ίδιος, ήλθαν και ήρπαξαν τα έπιπλα του σπιθκιού του και τον υπεχρέωσαν να τους βοηθήσει. Κάποιος Τούρκος ήρπασεν τα φορέματά του που ήτο κρεμμασμένα (ως παντελόνιν, υποκάμισον) και τα εφόρησεν και έβαλεν και την ζώνην και είπεν ««τσιοκ εητήρ»» (δηλαδή πολύ καλά). Αλλά αυτόν δεν τον εκακοποίησαν. Πρωτύττερα από αυτόν, δύο ημέρας, επήραν άλλον ιερέαν, τον Απόστολον Κυριάκου Τσιήτσιου, και τον εκακοποίησαν. Τον οδηγούσαν εις τον δρόμον και τον έφεραν εις το μέρος που ήμεθα ημείς και τον κτυπούσαν με τους υποκόπανους των όπλων σε όλα τα μέρη του σώματος και του εξέσχισαν το ράσον. Και το πηλήκιόν του (καλυμαύχιν) το εκλοτσούσαν όπως τον φούλπον. Επίσης τον ιεροδιάκονον Αντώνιον και αυτόν τον εκακοποίησαν. Επίσης τον Παπα-Απόστολον και τον ιεροδιάκονον τον Αντώνιον τους επήραν αιχμαλώτους εις την Τουρκίαν. Μετά από αυτούς η ώρα 3 και 30 μ.μ, 23.8.1974, συνέλαβαν ακόμη δύο νέους τον Λεόντιον Θεοδώρου Λεοντίου, ηλικίας 25 ετών, και τον Κωστάκην Σάββα Χαπερή, και αυτός ηλικίας 25 περίπου. Αλλά ευτυχώς τους δύο νέους και τον ιερέαν Παπα-Σωτήριον δεν τους έδεσαν τα χέρια. Τους άφησαν κοντά μας ελεύθερους. Τότες τους δύο νέους τους εκρύψαμεν εις ένα σπίτιν κοντά εις την πλατείαν που ήμεθα. Μας ήλθεν η ιδέα να φύγουμεν την νύκταν αυτήν, διότι εάν έμεναν, την άλλην ημέραν θα τους συνελάμβαναν, και όπως έκαμναν τους άλλους που έπαιρναν πρωτύττερα, θα τους έβαλλαν εις τα αυτοκίνητα και θα τους οδηγούσαν εις άγνωστον μέρος.
Η νυχτερινή απόδραση Ηρχίσαμεν να καταστρώννουμεν σχέδια. Επήγα σπίτιν λαθραίως από το μέρος που ήμεθα, επήρα 3 πουκάμισα χακκίν που είχα σπίτιν και τα έφερα πίσω εις το μέρος που ήμεθα, και μάλιστα έφερα και μίαν σακκούλλαν τραχανάν και τον άφησα να φάγουν όλοι. Όπως επισημάναμεν, οι Τούρκοι την νύκταν, όταν επερνούσεν η ώρα 10 έως 11 μ.μ., δεν επολλοκυκλοφορούσαν. Μόνον την επομένην ημέραν η ώρα 7 π.μ. εκυκλοφορούσαν. Ήρχοντο κατά διαστήματα με αυτοκίνητα και εβλέπαν μας και πάλιν έφευγαν. Η νύκτα επροχωρούσεν και εβρισκόμεθα σε μεγάλην ανυπομονησίαν. Εσκεπτόμεθα τον τρόπον που θα τα καταφέρουμεν. Η ώρα περίπου 9 μ.μ. είπαμεν εις τον Λεόντιον, που ήτο πιο νέος και ευκίνητος, να ανεβεί επάνω εις το τεπόζιτον του νερού που ήτο παραπλεύρως μας και να ακροασθεί καλά, εάν ακούσει κρότους εδώ πλησίον ή σκύλλους να λάσσουν ή τίποτε τσιγάρον αφτούμενον να φαίνεται ο σπινθήρας του, και με την δύσην του φεγγαριού να κατεβεί κάτω να μας πει τι είδεν ή άκουσεν. Ήτο η ώρα 10 μ.μ. περίπου και ήτο 23.8.1974. Εκατέβην κάτω και μας είπεν είναι εντελώς σιγή. Εφορήσαμεν τα υποκάμισα τα χάκκενα, έναν εγώ, έναν ο Παπα-Σωτήρης που έβγαλεν τα ράσα και τα άφησεν και έναν ο γιος του Σάββα ο Κωστάκης. Του Λεοντή του Θεωρή του λέγω: «Έβκαρτο το πουκάμισό σου και μείνε γυμνός, διότι είναι άσπρον και φαίνεται». Επροχωρήσαμεν, ένας πίσω από τον άλλον, απόστασην περίπου τριάκοντα βήματα, με τα υποδήματα εις τας χείρας και σιγά, διά να μην γίνουμεν αντιληπτοί, ούτε και που αυτούς που ήμεθα εγκλωβισμένοι μαζίν εις την πλατείαν του χωρίου. Επήγαμεν προς την βόρειαν πλευράν του χωρίου, δίπλα των σπιθκιών του Γιώρκου του Πηλή, του Λαμπρή του Διάκου, επεράσαμεν από την τζιαμήν και επροχωρήσαμεν μέχρι τον Κατουλιάρην ποταμόν. Επροχωρούσαμεν 1. πρώτος εγώ, μετά 2. Φώτης Χρίστου Κοτσινή, 3. Κυριάκος Π. Χαπέσιης, 4. Σάββας Χαπερή, 5. Παπα-Σωτήριος Δαυίδ, 6. Ανδρέας Λ. Κκολάτζιη, 7. Λεόντιος Θεωρή Λεοντή, 8. Κωστάκης Σάββα Χαπερή, 9. Χαράλαμπος Κακαή εξ Αφάνειας. Μέχρι τον Προφήτην Ηλίαν (ή Τζαμήν) είμεθα μαζίν. Ο Φώτης και εγώ επροχωρήσαμεν τον δρόμον κάτω προς την εκκλησίαν της Παναγίας, οι άλλοι, με δίχως να μας προσέξουν, επροχώρησαν προς την εκκλησίαν Αγίου Γεωργίου. Όταν εφθάσαμεν πλησίον της εκκλησίας, εστρίψαμεν μέσα εις τα χωράφια. Τότες εφορέσαμεν τα παπούτσια και επροχωρούσαμεν βιαστικοί ο ένας πίσω από τον άλλον. Αλλά, λόγω των δεμαδκιών του κκομπαγιού (πάλες), δεν τες εβλέπαμεν και ακτυπούσαμεν πάνω τους και εππέφταμεν. Ελάβαμεν ο ένας το χέριν του άλλου, ούτως ώστε όταν έππεφτεν ο ένας, τον εβάσταν ο άλλος, και έτσι επροχωρούσαμεν καλλύττερα. Όταν εφθάσαμεν μέχρι τον ποταμόν, ο Φώτης τα έχασεν και με έσπρωχνεν εις τον βορράν. Εγώ δεν τον άφηννα και έτσι εσυζητούσαμεν. Εγώ είχα καλάς τας αισθήσεις μου. Επεράσαμεν από τα κτήματα τοποθεσίαν Μονοπάθκια και εφθάσαμεν εις ένα λούκκον που εβγάλλαν χώμαν διά τούβλα, τοποθεσίαν Βούππες. Όταν επροχωρήσαμεν προς νοτιοανατολικά, εβρήκαμεν εμπρός μας έναν αυλάκιν και σπίθκια και έτσι ενομίσαμεν πως ήτο ο Στρογγυλός. Αλλά δεν ήτο. Ήτο το καμίνιν του Κυριάκου Σ. Χρυσάφη και το εργοστάσιον των Μωσαϊκών του Στυλιανού Π. Πρατσή. Μετά επροχωρήσαμεν και εφθάσαμεν μέχρι το περβόλιν του Προδρομή Κυριάκου Πελεκάνου. Δεν εβλέπαμεν από το σκότος το πολλύν που ήτο. Επειδή την ημέραν αυτήν έβρεξεν και εμαύρισεν όλη η γη, και από το σκότος της νύκτας, και ούτε και φώτα είχεν μέσα εις κανέναν χωρκόν να υπολογίζεις πού εβρίσκεσο. Και με τον τρόπον αυτόν επερπατούσαμεν με υπολογισμόν με το άστρον που εφαίνετο και ελαμβάνναμέν το σημάδιν. Οι άλλοι που επροχωρούσαν πρωτύττερα από εμάς, όταν αντιληφθήκασιν να τους πλησιάζουσιν βήματα, εφοβήθησαν και έππεσαν χαμαί εις την γην. Όπως μας είπαν μετά που εβρεθήκαμεν, δεν το ήξευραν πως ήμασθεν εμείς. Επεράσαμεν, με δίχως να τους αντιληφθούμεν τίποτε. Επροχωρήσαμεν προς νότον αλλά αίφνης έλαξεν ένας σκύλλος αππέξω της Βατυλής. Οι Τούρκοι τότες έριξαν μίαν φωτοβολίδαν. Εμείς εππέσαμεν χαμαί στην γην, διά να μην μας δουν και μας συλλάβουν και μας σκοτώσουν. Εμείναμεν περίπου 40 λεπτά ππέσοντα εις την γην. Μετά πάλιν εσυνεχίσαμεν να προχωρούμεν εις τον νότον. Ο Φώτης δεν μου άκουεν και ήθελεν να στρίψουμεν προς ανατολάς. Τότες του είπουν: «Εάν δεν μου κρόννεσαι, θα σε αφήσω και θα προχωρήσω μόνος μου». Και έτσι μου υποσχέθηκεν ότι θα μου ακούει. Υπολόγισα, όπως επροχωρούσαμεν, ήτο περίπου η μισή απόσταση από τα χωριά Άρσος και Βατυλή εις το μέσον. Επεράσαμεν έξω από την Λύσην, περίπου έναν μίλιν αγγλικόν, μέσα εις τας φάρμας και εφάγαμεν σταφύλιν, διότι ήμεθα πεινασμένοι. Με τον τρόπον που επροχωρούσαμεν επεράσαμεν και την Κοντέαν και εβρήκαμεν τον δρόμον της Λάρνακας, πλησίον της ερειπωμένης εκκλησίας του Αγίου Μάμαντος. Εφθάσαμεν εις τα περβόλια της Μακράσυκας. Αλλά ακόμα δεν εξεύραμεν, εάν ήτο παρμένη από τους Τούρκους, και ήμεθα επιφυλακτικοί. Επλησιάσαμεν μετά πολλής προσοχής, διά να ερευνήσουμεν, εάν ήτο παρμένη. Άρχισεν να φέγγει το φως και εβλέπαμεν. Στο μεταξύ είδαμεν να κινούνται άτομα. Εμαυρίζαν και εκαταλάβαμεν ότι δεν ήσαν Τούρκοι. Μετά πολλής επιφυλάξεως εφθάσαμεν μέσα εις το χωρίον και είδαμεν ότι ήτο ελεύθερον το χωρίον από τους Τούρκους και ήτο οι κάτοικοι του χωρίου που εκινούντο.
|