Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1623554
Έχουμε 11 επισκέπτες συνδεδεμένους

Μαρτυρία - Γεώργιου Π. Πάκκου - Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 4 Εκτύπωση E-mail
Ευρετήριο Άρθρου
Μαρτυρία - Γεώργιου Π. Πάκκου
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 2
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 3
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 4
Όλες οι Σελίδες
 
Επιτέλους ελεύθεροι στην προσφυγιάν

 

Όταν επεράσαμεν από την Μακράσυκαν, ήμεθα πλέον ελεύθεροι. Αναπνεύσαμεν ελεύθερον αέραν και καθαρόν, διότι επί δέκα ημέρας που ήμεθα εις το χωρίον, από τους βρόμους δεν υποφέρναμεν. Η μόνη επιθυμία μας πλέον ήτο πότε θα εύρουμεν τα τέκνα μας και την σύζυγόν μας. Επροχωρούσα με πολλήν αντοχήν, με δίχως καμίαν κούρασην.

Από την πολλήν επιθυμίαν να ανταμώσω τα τέκνα μου και την σύζυγόν μου έτρεξα και πολλήν απόστασην. Διότι δεν εγνώριζα, εάν ήσαν ζωντανοί ή νεκροί. Έφυγαν μέσα εις τες σφαίρες.

Και όταν έφευγα, δεν ένιωθα κούρασην. Διάνυσα αυτήν την απόστασην από το χωρίον μέσα εις τα χωράφια, αγκάθια, ποταμούς, αυκολιές και ήμουν πάντοτε ακούραστος. Δεν ήτο δρόμος να περπατάς, όπως κάμνεις περίπατον. Ήτο άγνωστοι τόποι και προπαντός σκοτεινά, που δεν έβλεπες να διακρίνεις τι είχεν εμπρός σου. Πολλές φορές που εκτυπούσαμεν πάνω σε πάλες του κκομπαγιού εππέφταμεν και οι δύο μαζίν, εσηκωννόμεθα, και πάλιν επροχωρούσαμεν.

Όπως επροχωρούσαμεν έξω από το Πέργαμος, περίπου δύο μίλια αγγλικά, επί του δρόμου είδαμεν να κινείται κάτι σαν αυτοκίνητον. Τότες ο Φώτης μου λέγει: «Μας έπιασαν». Τότες εκαθίσαμεν και από μακριά εδιάκρινα ότι ήτο τράκτορ και εκάθουνταν πάνω άνθρωπος και μία γυναίκα.

Και έτσι εφθάσαμεν μέχρι την Μακράσυκαν. Ήτο νύκτα. Επεράσαμεν από μέσα και επροχωρήσαμεν μέχρι την Άχναν αλλά τότες ήρχισεν να φέγγει το φως, να χαράζει. Έξω από την Άχναν μας εσυνάντησεν έναν αυτοκίνητον. Όταν μας είδεν, εσταμάτησεν και μας λέγει:

-Διατί δεν περπατείτε μέσα εις τον δρόμον, και περπατείτε μέσα εις τες πέτρες;

Ημείς, αν και ήμεθα πλέον ελεύθεροι, ο φόβος του πολέμου και η λύπη που είχαμεν, ήμεθα πάντοτε υπό φαντασίαν και ανυπομονησίαν. Τον επλησιάσαμεν και του λέγουμεν:

-Ήμεθα αιχμάλωτοι των Τούρκων και τους εφύγαμεν νύκταν και είμεθα από την Άσσιαν και οι δύο.

Μας έβαλεν πάνω εις το αυτοκίνητόν του και μας επήρεν πίσω εις το χωρκόν του, την Άχναν. Εξύπνησεν την γυναίκαν του και εγάλεψεν τες αίγιες του, έβρασεν γάλαν, και μας έδωσεν και ήπιαμεν. Επλησίασεν να γεννηθεί ο ήλιος. Μας έβαλεν πάνω εις το αυτοκίνητόν του και μας έφερεν εις την Ξυλοτύμπουν. Όταν εκατεβήκαμεν από το αυτοκίνητόν του, του επρότεινα να του δώσω χρήματα αλλά δεν εδέχθην να πάρει χρήματα.

Μετά που δεν επήρεν χρήματα του ζήτησα να μου δώσει το όνομάν του να τον ενθυμούμεθα καμίαν φοράν, όταν πάμεν πίσω εις τα σπίθκια μας. Έλαβεν πένναν και χαρτίν και μας έγραψεν το όνομαν Ανδρέας Ττοφή Σεβερής από την Άχναν.

Επήγα τότες εις το σπίτιν που ήτο ο Ερυθρός Σταυρός και με ερωτούσαν διά την εισβολήν που έγινεν εις το χωρκόν μας. Τους επαραπονήθηκα ότι: «Έχει τώρα 10 μέρες που είναι το χωρκόν απομονωμένον και δεν εφανήκετε να έλθετε να δείτε τι υποφέρνει ο κόσμος μέσα που είναι εγκλωβισμένοι, και υποφέρουμεν τόσα βάσανα και πείναν και δεν ήλθετε».

Μου είπαν: «Τρεις φορές ήλθαμεν μέχρι την Βατυλήν και δεν μας επιτρέψαν να προχωρήσουμεν». Όταν τους είπουν αυτά όλα που έγιναν μέσα εις το χωρκόν μας, έμειναν όλοι στενοχωρημένοι, διότι μέχρι αυτής της ημέρας δεν ήξευραν αλλά ούτε και άκουσαν τι έγινεν μέσα εις τα χωρκά που έπιασαν οι Τούρκοι. Τους ηρώτησα πού είναι οι Ασσιώτες να βρω τα τέκνα μου και την σύζυγόν μου.

Έστειλαν έναν παιδίν και επροχωρούσεν εμπρός και μετά εγώ. Όπως επερπατούσαμεν, είδα την Μαρούλλαν του Θεωρή του Λεοντή. Εστέκετουν πάνω εις έναν κάγκελλον ακουμπισμένη. Όταν με είδεν, μου εφώναξεν: «Θκειε Γιώρκο». Επλησίασα και την ηρώτησα διά τον πατέραν της και όλην την οικογένειάν τους πού είναι. Όταν εμιλούσαμεν, ήλθεν η θκεια μου η Χατζινού και η μητέρα της Μαρούλλας η Μαργαρίτα και με ερωτούσαν διά τον Λεόντιον τον υιόν της. Τότες τους τα είπα όλα, και πως εφύγαμεν μαζίν την νύκταν η ώρα 10 μ.μ., και θα έλθουν και αυτοί. Τους είπουν ποίοι εφύγαμεν μαζίν. Εκάθισα και τους είπα πολλά που είδα μέσα εις το χωρκόν. Αλλά διακατέχουμουν από ανυπομονησίαν, πότε θα βρω τους δικούς μου.

Πάλιν έφυγα και ερωτούσα, εάν είδαν κανένας τα τέκνα μου ή κανέναν από τους δικούς μου. Ευρεθήκαμεν με τον Κωστάντινον του Δημητρό και είναι ο μόνος που έλαβα πληροφορίες ότι είδεν τους δικούς μου: «Και ήλθαν οι συμπεθθέροι σου και τους επήραν εις το χωρκόν τους». Επήγα εις το τηλέφωνον και ετηλεφώνησα εις την Δρομολαξιάν πως εβρίσκομαι εις την Ξυλοτύμπουν. Το τηλεφώνημαν το επήρεν έναν παιδίν από τους συμπεθθέρους μας και επερίμενα πότε θα έλθουν να με φέρουν εις την Δρομολαξιάν.

Εκάθισα μέσα εις το καφενείον. Όταν το έμαθαν οι χωριανοί μας πως έφυγα και ήλθα, ήλθαν πολλοί να ακούσουν τι έγινεν εις το χωρίον μας. Ήλθεν, όταν το έμαθεν, ο Φιλιππής με την αδελφήν μου την Δέσποιναν και τα τέκνα τους όλα, και τους έδωσα πολλές πληροφορίες από το χωρκόν μας. Όταν εκάθισα στο καφενείον, δεν άργησαν οι συμπεθθέροι μας να έλθουν και να μας εύρουν.

Ο κόσμος που ήλθεν από τα χωρκά πρόσφυγες εις την Ξυλοτύμπουν ήτο όπως έναν μεγάλον παναγύριν. Έβλεπες τον κόσμον αυτόν όλοι λυπημένοι και σκεπτικοί. Όταν ήρχοντο χωρκανοί και με ερωτούσαν διά το χωρκόν, εις την αρχήν τους έλεγα τους σκοτωμένους και τους αγνοούμενους. Μετά μου ήλθεν η ιδέα και δεν τους έλεγα. Αίφνης, όταν εκινούμουν μέσα εις την Ξυλοτύμπουν, βλέπω το αυτοκίνητον του γαμπρού μου του Παναγιώτη να έρχεται και ήτο ο γιος μου ο Παναγιώτης μέσα, ο συμπέθθερός μου και ο γαμπρός μου ο Παναγιώτης. Ήλθαν και με βρήκαν. Η μόνη πρώτη λέξη που του είπα: «Eίναι όλοι, και είναι καλά; Πέστε μου».

Δεν φαντάζεσαι την ανυπομονησίαν που είχα. Τους έβλεπα πάντοτε εμπρός μου. Εκαθίσαμεν ολίγον εις το καφενείον και μετά εξεκινήσαμεν διά την Δρομολαξιάν. Εις ολίγην ώραν εφθάσαμεν και ήτο όλοι τους εις τον δρόμον και με επερίμεναν. Εφαίνεστούν μου όπως το όνειρον. Έκαμα μεγάλην χαράν, όταν τους αντίκρισα όλους και ήτο καλά. Το μόνον που είδα, ήτο όλοι σχεδόν γυμνοί. Διότι, όταν έφευγαν από το χωρκόν, ήτο όπως ευρέθησαν εις τον δρόμον. Εκαθίσαμεν όλοι εις του συμπεθθέρου και τους έκαμνα τες ιστορίες όσα είδα μέσα εις το χωρκόν.

 

Πηγή: «Ιστορικό του χωρίου Άσσια - Μαρτυρία Γεώργιου Π. Πάκκου», επιμέλεια Ιωάννη Μία, 2013, Λευκωσία, σελ. 165 - 189

 

Αναρτήσεις στην ιστοσελίδα μας σχετικά με το πιο πάνω θέμα:

Μαρτυρίες εγκλωβισμένων στην Άσσια

Οι αγνοούμενοι της Άσσιας



 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com