Μαρτυρία - Γιάννος Δημητρίου - Μαρτυρία Γ.Δημητρίου 3 |
σελίδα 3 από 3
Εκεί ξεκινά η πορεία μας με συνοδεία μπροστά και πίσω των πάνοπλων Τούρκων στρατιωτών. Από το δυτικό άκρο, αφού περάσαμε από την πλατεία, φτάσαμε στο ανατολικό άκρο του χωριού. Στο κέντρο του χωριού, όπου κάναμε στάση, βρίσκονταν ήδη μαζεμένοι εκατοντάδες συγχωριανοί μας, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Τις πρώτες μέρες που είμαστε κρυμμένοι και δεν είχαμε επαφή με τους υπόλοιπους συγχωριανούς μας, οι Τούρκοι είχανε ήδη συλλάβει τους περισσότερους άντρες και τους έστειλαν όπως μάθαμε αργότερα στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία. Εκεί στην πλατεία του χωριού όπου βρίσκεται και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε μια δεύτερη, ίσως και τρίτη επιλογή αιχμαλώτων. Μαζί με τους άντρες, οι Τούρκοι συνέλαβαν και τον αδελφό μου 14 χρόνων τότε και δυο ξαδέλφους μου. Αυτό που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη ήταν αυτό που άκουσα τη μάνα μου να λέει στον αδελφό μου την ώρα της σύλληψής του: «Πήγαινε γιέ μου και μη φοβάσαι!». Τον αδελφό μου τελικά τον έσωσε δύο μέρες αργότερα ένας θείος μας, ο Λούκας Γεωργιάδης, που ήταν αμερικανός πολίτης, μετά που απαίτησε επίμονα από Τούρκο αξιωματικό όπως αφήσει ελεύθερους τον αδελφό μου και τα δύο μου ξαδέλφια που ήταν μόλις 14 ετών. Πρέπει να αναφέρω ότι ο Λούκας Γεωργιάδης υπήρξε μια ηρωϊκή μορφή για τους εγκλωβισμένους Ασσιώτες και άλλους άμαχους Ε/Κ από γειτονικά χωριά που βρήκαν καταφύγιο στην Άσσια κατά την 14ην Αυγούστου 1974. Μαζί με τη γυναίκα του Ειρήνη, φιλοξένησαν στο σπίτι τους και προστάτεψαν γύρω στα 250 άτομα. Ο Λούκας Γεωργιάδης απαίτησε από τα τουρκικά στρατεύματα όπως σεβαστούν το σπίτι του καθότι ήταν αμερικανός πολίτης. Κατάφερε εκείνες τις μέρες να προστατέψει μεγάλο αριθμό γυναικοπαίδων όμως όχι και τους άνδρες πολλοί εκ των οποίων σήμερα αγνοούνται.
Εκεί στην πλατεία ήταν που συνέλαβαν και τον παππού μου (πατέρα της μητέρας μου), 62 χρονών τότε. Από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν τον είδαμε ποτέ. Οι πληροφορίες που υπάρχουν από ανθρώπους οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο γκαράζ Παυλίδη λένε ότι μετά τη διαλογή δόθηκε οδηγία όπως όλοι οι αιχμάλωτοι πέραν των 50 ετών επιστρέψουν στο χωριό. Για ορισμένους ήταν ήδη η δεύτερη φορά που είχαν μεταφερθεί στο Γκαράζ Παυλίδη και απορρίφθηκαν λόγω ηλικίας να συμπεριληφθούν στους επίσημους καταλόγους των αιχμαλώτων πολέμου. Μαζί με τους Ασσιώτες αιχμαλώτους βρίσκονταν και αριθμός άλλων Ε/Κ αμάχων, από άλλα χωριά, που βρήκαν καταφύγιο στην Άσσια από περιοχές που ήταν κοντά στα πεδία των μαχών. Οπότε δίνεται διαταγή για την επιστροφή των περίπου 70 ανθρώπων, όλοι άμαχοι, πέραν των 50 ετών, στο χωριό. Εκεί ήταν και η τελευταία φορά που θεάθηκαν ζωντανοί, καθότι ουδέποτε επέστρεψαν πίσω και έκτοτε αγνοείται η τύχη τους. Ο συνολικός αριθμός των Ασσιωτών αγνοουμένων ήταν αρχικά 84, εκ των οποίων 8 παιδιά κάτω των 18 ετών και άλλοι 57 πάνω των 40 ετών.
Η ομάδα με τα γυναικόπαιδα συνέχισε την πορεία προς το ανατολικό άκρο του χωριού. Σε όλη τη διαδρομή βλέπαμε ότι όλα ήτανε λεηλατημένα, τα πάντα ανοικτά και ερειπωμένα. Καθώς περπατούσαμε θυμάμαι χαρακτηριστικά οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από σπασμένα γυαλιά, σύρματα του δικτύου ηλεκτροδότησης στο έδαφος και ένα αυτοκίνητο το οποίο είχε μετατραπεί σε μια πλάκα αφού ένα τουρκικό άρμα μάχης είχε περάσει από πάνω του. Σε διάρκεια μιας βδομάδας, οι Τούρκοι είχανε καταστρέψει τα πάντα και ιδίως τις υποδομές του χωριού όπως ηλεκτρικό και υδροδότηση, καθιστώντας το χωριό ουσιαστικά μη βιώσιμο για τα εγκλωβισμένα γυναικόπαιδα.
Τα γυναικόπαιδα τα μετέφεραν στην κάτω γειτονιά του χωριού. Μας έβαλαν κατά 50-60 άτομα σε κάθε σπίτι των δυο- τριών υπνοδωματίων, χωρίς νερό και φαγητό. Τα 13 άτομα τα οποία οι Τούρκοι είχαν εκτελέσει την πρώτη μέρα όπως και αρκετά ζώα τα οποία πέθαναν από τους πυροβολισμούς, τη δίψα και την πείνα, παρέμεναν άταφα και σε κατάσταση αποσύνθεσης στους δρόμους, στις αυλές και τα χωράφια για αρκετές μέρες. Από τη ζέστη του καλοκαιριού, τη φοβερή δυσοσμία από τα άταφα πτώματα ανθρώπων και ζώων και από την έλλειψη νερού και φαγητού, η κατάσταση ήταν για όλους μας μαρτυρικά τραγική. Η δυσοσμία ήταν τόσο ανυπόφορη που δεν αντέχαμε ν' αναπνέουμε. Στην ατμόσφαιρα παντού μύριζε θάνατος. Θυμάμαι που είχαμε κόψει μικρά πράσινα λεμόνια και τα βάζαμε μαζί με ένα κομμάτι ρούχο ή μαντιλάκι μπροστά στη μύτη μας για να αναπνέουμε. Αυτός ήταν και ο στόχος των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες που να μην είναι βιώσιμο το χωριό για τα εγκλωβισμένα γυναικόπαιδα.
Από εκείνη τη μέρα οι επισκέψεις των Τούρκων ήτανε καθημερινές. Πάντοτε μαζί τους είχαν και ένα-δυο Τ/Κ οι οποίοι βασικά εκτελούσαν χρέη μεταφραστών. Μια μερίδα από αυτούς, μας συμπεριφέρθηκαν με συμπάθεια. Σε μια περίπτωση Τούρκος αξιωματικός προσπάθησε να καθησυχάσει τα παιδιά, και σε άλλη Τ/Κ διερμηνέας είχε πει στις γυναίκες, «όταν έρχονται για έρευνες οι τούρκοι στρατιώτες να βάζετε μπροστά τα μωρά να κλαίνε δυνατά.». Ήταν εμφανές ότι ήθελε να βοηθήσει τα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα. Κατά την κρίση του το δυνατό κλάμα των παιδιών θα δημιουργούσε ένα συναισθηματικό πλαίσιο προστασίας έναντι οποιασδήποτε βάρβαρης διάθεσης. Στο σπίτι αυτό μετά από έντονα παράπονα των γυναικών προς Τούρκο αξιωματικό δόθηκε άδεια να πάνε στο Συνεργατικό Παντοπωλείο του χωριού και να μεταφέρουν λίγα τρόφιμα στο σπίτι. Κάποιες γριές πήγαν και κατάφεραν να φέρουν λίγα τρόφιμα στο σπίτι για τις ανάγκες κυρίως των παιδιών.
Πάντοτε κοντά στην πόρτα κάθονταν οι γριές και γύρω τους ήταν τα μικρά παιδιά, τα οποία με το σύνθημα ότι έρχονταν στρατιώτες στο σπίτι, ξεκινούσαν όλα το δυνατό κλάμα ακολουθώντας τη συμβουλή του Τ/Κ διερμηνέα. Τις νεαρές κοπέλες προσπαθούσαν να τις κρύψουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Όλες οι νέες είχαν ντυθεί με ρούχα που να μην προδίδουν την ηλικία τους, φορούσαν μαντίλι στο κεφάλι και πάντοτε κοίταζαν χαμηλά. Όσες μπορούσαν τις έκρυβαν κάτω από τα λιγοστά κρεβάτια η άλλους χώρους για να μην είναι ορατές στα μάτια των τούρκων στρατιωτών, διότι είχε γίνει γνωστό ότι ένα αριθμός γυναικών είχε βιασθεί και έτσι ο φόβος ήταν πολύ μεγάλος.
Μια άλλη μερίδα Τ/Κ ταυτίστηκε με τη βάρβαρη συμπεριφορά των κατοχικών στρατευμάτων. Βασικά, ήτανε αυτή η μερίδα η οποία λεηλάτησε το χωριό καθώς επίσης αυτοί που συνέλαβαν και εξαφάνισαν για παράδειγμα τα έξι μέλη της οικογένειας Εγγλέζου (Γεώργιου Ν. Εγγλέζου ετών 50, Νίκο Γ. Εγγλέζου ετών 23, Γιαννάκη Γ. Εγγλέζου ετών 18, Αντωνάκη Εγγλέζου ετών 16, Χριστάκη Α. Εγγλέζου ετών 14 και Γεώργιο Α. Εγγλέζου ετών 11) και το γαμπρό της οικογένειας (Αρτέμη Φραγγοπούλου ετών 28), της πιο τραγικής περίπτωσης αγνοουμένων της Άσσιας, καθώς και τους Λεόντιο Λεοντίου και τον κουνιάδο του Ανδρέα Κασάπη. Να σημείωσω ότι ο Ανδρέας Κασάπης, δεκαεφτάχρονος τότε, αμερικανός πολίτης, γεννημένος στη πολιτεία Μίτσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος τυγχάνει δεύτερος μου ξάδελφος, ήταν ο πρώτος αγνοούμενος της κυπριακής τραγωδίας που τα λείψανα του ανευρέθηκαν διάσπαρτα σε ένα χωράφι έξω από το χωριό και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA το 1998, μετά από έρευνα που διέταξε το αμερικανικό κογκρέσο.
Η βίαιη εκδίωξη των Ασσιωτών ολοκληρώθηκε την 28ην Αυγούστου 1974, αφού μετά από επίσκεψη γιατρών στο χωριό, λίγες μέρες προηγουμένως, αποφάνθηκαν ότι η κατάσταση εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των κατοίκων. Η μολυσμένη ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με την τρομακτική και ανυπόφορη κατάσταση για τους εγκλωβισμένους οδήγησε τα γυναικόπαιδα να απαιτούν όπως τους επιτραπεί η έξοδος από το χωριό.
Έτσι και έγινε. Μετά από διήμερη περίπου αναβολή λόγω της απόδρασης 10 αιχμαλώτων από το σημείο κράτησης τους, στις 28 Αυγούστου 1974, τα τουρκικά στρατεύματα μας ανάγκασαν να επιβιβαστούμε σε φορτηγά αυτοκίνητα και λεωφορεία και μας μετέφεραν στο χωριό Τρούλλοι στη Λάρνακα όπου και μας παρέδωσαν στα Ηνωμένα Έθνη. Νιώσαμε πολύ μεγάλη ανακούφιση μετά την έξοδο μας από την κόλαση, αλλά ταυτόχρονα είχαμε μεγάλη αγωνία για το άγνωστο που μας περίμενε. Ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα σ' ένα χωράφι έξω από το χωριό Τρούλλοι. Η κάθε γυναίκα κρατούσε τα παιδιά της γύρω της και ένα μικρό μπογαλάκι με ότι μπόρεσε να φέρει μαζί της. Κανένας ενήλικας άνδρας δεν συνόδευε τα γυναικόπαιδα. Όλοι είχαν συλληφθεί από τα τουρκικά στρατεύματα και κανείς δεν γνώριζε για τη τύχη τους.
Εγώ και η οικογένεια μου μεταφερθήκαμε στη Διανέλλιο Τεχνική Σχολή, άλλοι μεταφέρθηκαν στο Γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου Λάρνακας. Όταν έφθασαν τα λεωφορεία με τους καταπονημένους ανθρώπους, εκεί εκτυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Κάποιοι θα αντάμωναν τους δικούς τους μετά από πολλές μέρες αγωνίας και αρκετοί θα μάθαιναν τα κακά μαντάτα για το θάνατο δικών τους ανθρώπων. Οι σκηνές δεν περιγράφονται και δεν μπορούν να σβηστούν από τη μνήμη όσων έζησαν τα γεγονότα. Η πιο συγκλονιστική σκηνή, που έγινε σύμβολο της κυπριακής τραγωδίας, η εικόνα της Αντριάνθης Χατζήκυριακου από την Άσσια, τη στιγμή που μαθαίνει για το θάνατο του αρραβωνιαστικού της και ουσιαστικά με μια μεγάλη κραυγή καταρρέει θα αποθανατιστεί από παρευρισκόμενο φωτογράφο και έκτοτε θα καταστεί η προσωποποίηση του θρήνου, του πόνου και της αδικίας που έζησε η Κύπρος το 1974.
Όπως έχει λεχθεί πολλές φορές η Άσσια υπήρξε ο χώρος πάνω στον οποίο διαδραματίστηκε μια από τις τραγικότερες σκηνές της Κυπριακής τραγωδίας του 1974 και όχι τυχαία. Μεταξύ των περίπου 1300 εγκλωβισμένων (ο αριθμός δεν είναι γνωστός με ακρίβεια) η Άσσια θρηνεί 13 εκτελεσθέντες και άλλους 105 ανθρώπους που εξαφανίστηκαν τα ίχνη τους στην Άσσια (Ασσιώτες και άλλοι κάτοικοι γειτονικών χωριών).
Στην Άσσια διαπράχθηκαν εγκλήματα πολέμου που μέχρι σήμερα παραμένουν ατιμώρητα. Η διακρίβωση της τύχης των 83 αγνοουμένων της Άσσιας παραμένει χωρίς αποτέλεσμα παρά τις σημαντικές προσπάθειες της ΔΕΑ (Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους της Κύπρου). Πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι οι 70 περίπου άνδρες πέραν των 50 ετών που δεν είχαν γίνει δεκτοί, λόγω ηλικίας, ως αιχμάλωτοι πολέμου, πιθανόν να εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στη περιοχή Ορνίθι που βρίσκεται σε μικρή απόσταση δυτικά του χωριού Αφάνεια, και θάφτηκαν μαζικά σε τρία πηγάδια.
Όλα τα πιο πάνω ενισχύονται από τεκμήρια που ανευρέθηκαν μετά από τις εκταφές που έγιναν πρόσφατα στην περιοχή Ορνίθι από τη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους της Κύπρου (ΔΕΑ). Οι εκταφές έφεραν στο φως τεκμήρια ότι τα πηγάδια αυτά ήταν ο χώρος όπου έγινε η ταφή των εν λόγω ανθρώπων μετά τη μαζική δολοφονία. Σε κάποια φάση που υπολογίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής σε μια συντονισμένη επιχείρηση ξέθαψαν τα λείψανα και τα εξαφάνισαν. Είναι ξεκάθαρο ότι ο τουρκικός στρατός είχε πολύ σοβαρούς λόγους να μη θέλει να αποκαλυφθεί αυτό το έγκλημα πολέμου.
Πέραν των τραγικών μου εμπειριών από τα όσα είδα και έζησα εκείνες τις μέρες, το πιο οδυνηρό και βασανιστικό γεγονός που με συνοδεύει έκτοτε είναι ο ξεριζωμός. Θυμάμαι την πρώτη νύκτα που περάσαμε μέσα στη Διανέλλιο Τεχνική Σχολή πολύ έντονα. Μας έδωσαν όλους από δυο κουβέρτες και τις απλώσαμε πάνω στα σκαλιά κάπου στη μέση του αμφιθεάτρου το οποίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από πρόσφυγες, ακόμα και η σκηνή. Η μάνα μου μετά από χρόνια μου αποκάλυψε ότι όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Καθόταν μας κοίταζε και τα πέντε παιδιά της όλο το βράδυ με ένα μεγάλο ερώτημα να γυροφέρνει στο νου. Τι θα έφερνε η επόμενη μέρα για τον τόπο και τα παιδιά της;
Ο ξεριζωμός είναι ισοδύναμο με το να σου κλέβουν την ίδια τη ζωή. Αυτό ίσως να είναι και το τραγικότερο κομμάτι απ' όσα ζήσαμε. Ο χρόνος μπορεί να επουλώσει αρκετές πληγές, όμως πως είναι δυνατό να ξεχάσεις και να συμβιβαστείς με αυτό το γεγονός;
Πηγή: Απόσπασμα από συνέντευξη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Μνήμες», Πανίκος Νεοκλέους, 2010. |