Συμπληρωματικές Ασχολίες των Γεωργών |
![]() |
![]() |
Το καθαρό εισόδημα από τη γεωργία ήταν πολύ περιορισμένο, σε σημείο που δεν αρκούσε να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες της αγροτικής οικογένειας. Το ανεξέλεγκτο των στοιχείων της φύσεως (ανομβρίες, θεομηνίες, καύσωνας, πλημμύρες κ.α.), η άγρια εκμετάλλευση των γεωργών από τους τοκογλύφους και η πλήρης έλλειψη βοήθειας, προστασίας και καθοδήγησής τους από την τότε αποικιακή κυβέρνηση της Αγγλίας μεγάλωσαν το άγχος και την αγωνία του αγροτικού κόσμου. Η οικονομική ανεπάρκεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον ανάγκαζαν τους γεωργούς να αναζητούν συμπληρωματικές πηγές εισοδήματος. Όλοι σχεδόν οι γεωργοί είχαν από λίγα πρόβατα, που τους εξασφάλιζαν γάλα, χαλούμια, μαλλί, κρέας και χρηματικό εισόδημα. Η βόσκηση των προβάτων γινόταν από μέλη της γεωργικής οικογένειας την περίοδο Νοεμβρίου - Μαρτίου, που οι γεωργικές ασχολίες σημείωναν ύφεση. Το υπόλοιπο του χρόνου τα έδιναν σε επαγγελματίες βοσκούς να τα βόσκουν και να τα φυλάγουν (να τα γλέπουν), με πληρωμή μέχρι 1 γρόσι το μήνα για κάθε πρόβατο.
Οι αγροτικές οικογένειες συνήθιζαν να μεγαλώνουν στα σπίτια τους κοτόπουλα, κουνέλια και περιστέρια. Αυτά χρησίμευαν για ικανοποίηση οικογενειακών αναγκών και σε άλλες περιπτώσεις για ανταλλαγή με αγαθά, που δεν παράγονταν από τους ιδίους. Τους καλοκαιρινούς μήνες νεαρά μέλη της οικογένειας ασχολούνταν με την κοπή πλιθαριών για το χτίσιμο των σπιτιών τους. Όσοι ήξεραν κάποια τέχνη (παρπέρης, τσαγγάρης, καφετζής, ράφτης, κασάπης) την ασκούσαν στον ελεύθερο χρόνο που τους έμενε, για να αυξήσουν το εισόδημά τους.
Υπήρχαν όμως και τα χρόνια της ανομβρίας, που γινόταν δύσκολη η επιβίωση όχι μόνο των γεωργών αλλά και των ζώων. Οι μεγάλες ανομβρίες ανάγκαζαν πολλούς γεωργούς να ανοίγουν λάκκους (πηγάδια), για να καλλιεργήσουν με τα υπόγεια νερά διάφορα κηπευτικά είδη και χόρτο, συνήθως σιταροπούλες για τα ζώα τους.
Κηπουρός
Οι πρώτοι λάκκοι, που αρχικά προορίζονταν για την καλλιέργεια σιταροπούλας για τα ζώα, ανοίχτηκαν γύρω στο 1940-1941 μετά τη μεγάλη ανομβρία που προηγήθηκε. Παράλληλα με την καλλιέργεια της σιταροπούλας άρχισαν να καλλιεργούνται και διάφορα κηπευτικά είδη, όπως αγγούρια, ντομάτες, πατάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες, λουβιά, μπάμιες, λάχανα, μαρούλια, σέλινα, κ.α.
Οι λάκκοι ανοίγονταν συνήθως στην περιοχή του «Τράχωνα», γιατί το νερό που υπήρχε ήταν πόσιμο και κατάλληλο για πότισμα. Το νερό στην περιοχή του «Κάμπου» ήταν υφάλμυρο και ακατάλληλο για τέτοιες φυτείες. Όμως στον κάμπο ευδοκιμούσαν τριφύλλια, πεπόνια, βαμβάκια κ.α. Στην περιοχή του «Τραχώνα» το νερό βρισκόταν σε μικρότερη ποσότητα και σε μεγάλο βάθος, ενώ στην περιοχή «Κάμπου» βρισκόταν σε μεγαλύτερη ποσότητα και σε μικρότερο βάθος.
Οι λάκκοι είχαν σχήμα ορθογώνιο και τους έσκαβαν είτε οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους είτε ειδικοί τεχνίτες, οι «λακκοτρύπες» με μεροκάματο. Το βάθος του λάκκου το μετρούσαν με την «οργιά». Το νερό βρισκόταν σε μεγάλο βάθος (8-10 οργιές) και επειδή ήταν λιγοστό συνήθως σκάβονταν ειδικοί αποθηκευτικοί χώροι, τα «λαγούμια». Υπήρχαν επίσης και λάκκοι σε κυλινδρικό σχήμα, που χρησίμευαν για το πότισμα των προβάτων από τους βοσκούς. Για το σκάψιμο απασχολείτο ένας άντρας που έσκαβε και μια γυναίκα που τραβούσε το χώμα, είτε με ξύλινο αλακάτι είτε με το χέρι. Το χώμα στοιβαζόταν γύρω από το λάκκο σε σχήμα κύκλου και αργότερα αποτελούσε την «τραπεζιά» (ανυψωμένος κυκλικός χώρος γύρω από τον λάκκο, όπου περπατούσε το ζώο που έσερνε το αλακάτι για την άντληση του νερού). Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο λακκοτρύπης ήταν ο κούσπος, η μάτσα, οι σφήνες, το λιβέρι και το φτυάρι. Η βάση του λάκκου από όπου έβγαινε το νερό λεγόταν το «τυπί του λάκκου». Δυο ήταν οι βασικές δυσκολίες, που συναντούσε ο λακκοτρύπης κατά το σκάψιμο: Τα πολύ σκληρά στρώματα (ο καγιάς) που δυσκόλευαν το σκάψιμο και τα πολύ μαλακά στρώματα, που έσκαζαν και δημιουργούσαν κουφώματα, με κίνδυνο το χώμα που έσκαζε να του προκαλέσει και σωματική ζημιά.
Η άντληση του νερού στην επιφάνεια γινόταν με το αλακάτι. Τα πρώτα αλακάτια ήταν ξύλινα, αργότερα όμως έγιναν τα σιδερένια, που ήταν πιο τέλεια και πιο ανθεκτικά. Το νερό, όταν έβγαινε στην επιφάνεια, είτε διοχετευόταν με ειδικό αυλάκι (το πετραύλακο) σε δεξαμένη για αποθήκευση είτε χρησιμοποιόταν την ίδια ώρα για πότισμα.
Ο κηπουρός «έζεχνε» στο αλακάτι ένα γαϊδούρι ή μια μούλα. Το ζώο τραβούσε το «ζαρούτι» κάμνοντας γύρους πάνω στην τραπεζιά και έμπαινε σε κίνηση ο μηχανισμός του αλακατιού, που έφερνε στην επιφάνεια τους κάδους γεμάτους νερό. Το νερό αδειαζόταν, η αλυσίδα με τους κάδους κατέβαινε ξανά στο λάκκο, οι κάδοι γέμιζαν νερό και έπαιρναν την άγουσα για την επιφάνεια. Το γύρισμα του ζώου συνεχιζόταν, οι κάδοι ανεβοκατέβαιναν γεμίζοντας ? αδειάζοντας μέχρι που είτε κουραζόταν το άλογο και το αντικαθιστούσαν για να ξεκουραστεί είτε εξαντλείτο το νερό στο βάθος του λάκκου, οπότε γινόταν διακοπή για να «κατεβάσει» ο λάκκος νερό.
Τα στάδια της εργασίας του κηπουρού ήταν το κόπρισμα του χωραφιού, η καλλιέργειά του, το σχίσιμο των αυλακιών και το φύτεμα των σπόρων ή των φυτών. Μετά άρχιζε το τακτικό πότισμα, το σκάλισμα, το ξεχόρτισμα και η παρακολούθηση και καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών με θειάφι ή άλλα φυτοφάρμακα.
Η εργασία του κηπουρού ήταν κουραστική, συνεχής και αδιάκοπη, γιατί τη συμπλήρωση της μιας φυτείας διαδεχόταν άλλη. Ο κηπουρός δεν ήξερε ούτε γιορτή, ούτε Κυριακή, γιατί το πότισμα δε σήκωνε αναβολή. Ο κηπουρός αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και δοκίμαζε πολλές αγωνίες. Αποτυχία στην καλλιέργεια, φυτικές ασθένειες, μειωμένη παραγωγή, ακρίδες, χαμηλές τιμές και δυσκολίες στη διάθεση των προϊόντων του όλα ήταν πολύ πιθανά και συνηθισμένα. Η κάθοδος ακρίδων που συνέβηκε το 1944 ήταν πραγματική μάστιγα για τους κηπουρούς, αν ληφθεί υπόψη και η έλλειψη αποτελεσματικών μέσων καταπολέμησης τους.
Η διάθεση των προϊόντων, προκειμένου για μικρές ποσότητες, γινόταν μέσα στο χωριό, προκειμένου όμως για μεγάλες ποσότητες είτε πωλούνταν στη χοντρική αγορά στη Λευκωσία είτε στέλλονταν στο εξωτερικό (πατάτες). Η μεταφορά των προϊόντων αυτών στη Λευκωσία γινόταν με αμάξια, που ξεκινούσαν από το χωριό το βράδυ και έφταναν στη Λευκωσία τα ξημερώματα. Αργότερα τα αμάξια αντικαταστάθηκαν από τα αυτοκίνητα. Η Άσσια για πολλά χρόνια ήταν πολύ γνωστή σε όλη την Κύπρο για τα περίφημα αγγούρια της, που πολλές φορές είχαν μήκος 2 πόδια. Μετά το 1950 τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο και η ζωή του κηπουρού έγινε πιο ανθρώπινη. Τα αλακάτια αντικαταστάθηκαν με μηχανές, το ξύλινο και σιδερένιο αλέτρι με τρακτέρ, το πότισμα με διασωλήνωση του νερού και τεχνητή βροχή, οι τιμές έγιναν πιο αμειπτικές και η διάθεση πιο εύκολη. Τα διάφορα φυτοφάρμακα καταπολεμούσαν αποτελεσματικά τις διάφορες ασθένειες και βοηθούσαν τη βελτίωση της παραγωγής. Η χρηματοδότηση γινόταν μέσω της Συνεργατικής Πιστωτικής Τράπεζας του χωριού και γενικά αυξήθηκε το εισόδημα των κηπουρών. Τα τελευταία χρόνια έγιναν αρκετά περιβόλια στην περιοχή του Κάμπου και καλλιεργούσαν τριφύλλι, πεπόνια και διάφορα κηπευτικά είδη.
Το εισόδημα των κηπουρών ήταν μεγαλύτερο από εκείνο των γεωργών και η απασχόληση συνεχής για ολόκληρο το χρόνο και για ολόκληρη την οικογένεια. Συνήθως, εκτός από τα κηπουρικά είδη, αναπτύσσονταν και διάφορα καρποφόρα δέντρα: ελιές, συκιές, ροδιές, χρυσομηλιές, λεμονιές κ.α. Πολύ συνηθισμένη ήταν επίσης η ανάπτυξη της φραγκοσυκιάς (παπουτσοσυκιάς).
Κτηνοτρόφος
Ο βοσκός είχε τα δικά του πρόβατα, που τα έβοσκε για ολόκληρο το χρόνο, αλλά αναλάμβανε ταυτόχρονα και τη βοσκή ξένων προβάτων με αμοιβή, συνήθως για την περίοδο Απριλίου - Οκτωβρίου. Την άλλη περίοδο Οκτωβρίου - Μαρτίου τα έβοσκαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους, που ήταν γεωργοί. Για να βόσκει ένας πρόβατα χρειαζόταν ειδική άδεια από την Κυβέρνηση, που πιστοποιόταν με ένα ειδικό μεταλλικό αντικείμενο, που φοριόταν στο χέρι και λεγόταν «βούλα».
Η ζωή του βοσκού: Η ζωή του βοσκού ήταν πολύ δύσκολη, κουραστική και στερημένη. Όλη μέρα, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, γύριζε στα χωράφια με τα πρόβατά του και ήταν συνέχεια εκτεθειμένος στο κρύο και τη βροχή του χειμώνα, και στη ζέστη και τις σκόνες του καλοκαιριού. Η ξεκούρασή του γινόταν το μεσημέρι στο λάκκο, που πότιζε τα πρόβατα, και το βράδυ, που γύριζε στη μάντρα του. Κάθε βράδυ και κάθε πρωί έπρεπε να αρμέξει (γαλέψει) τα πρόβατα, και τις βροχερές μέρες, που θα έμεναν στη μάντρα, έπρεπε να αναλάβει τη διατροφή τους, το «τάισμα».
Τους καλοκαιρινούς μήνες οι βοσκοί άφηναν τα κοπάδια τους έξω στα χωράφια για 2 μήνες περίπου και τα βράδια κοιμούνταν με το κοπάδι στο χωράφι για να το προσέχουν. Για περισσότερη ασφάλεια είχαν μαζί τους ένα ή πιο πολλούς σκύλους. Μια ή δυο φορές το χρόνο έπαιρναν τα κοπάδια τους σε φράγματα ή στη θάλασσα και τα έλουζαν. Κάθε Απρίλη ή ανάλογα με τη ζέστη συνήθιζαν να κουρεύουν τα πρόβατα και να πουλούν τα μαλλιά τους.
Για την προστασία του από τον παγερό άνεμο του χειμώνα έφερε μαζί του ένα ειδικό χοντρό ύφασμα, που λεγόταν «αλάς», για να τυλίξει τους ώμους και το κεφάλι του. Συνήθως φορούσε ποδίνες (τσαγκαροποδίνες) με χοντρές σόλες και δυνατά καρφιά (πρόκκες), γιατί περπατούσε συνέχεια μέσα στα χωράφια, σε πέτρες και αγκάθια.
Ποικιλίες και ονόματα προβάτων: Ο βοσκός ήταν σε θέση να θυμάται κάθε πρόβατο με τα χαρακτηριστικά του και να ξεχωρίζει τα δικά του πρόβατα, ακόμη και σε ξένο κοπάδι. Όταν ήθελε να αναφερθεί σε κάποιο πρόβατο, π.χ. ότι φαινόταν άρρωστο, ότι ήταν πολύ ζωηρό, ότι ήταν έγκυο, ότι απουσίαζε, το εξατομίκευε είτε με τα χαρακτηριστικά του είτε με το όνομά του. Πιο συνηθισμένα ονόματα προβάτων, που σχετίζονταν είτε με τα χαρακτηριστικά του προσώπου ή το χρώμα του τριχώματος ή τη διαμόρφωση του σώματος, ήταν τα ακόλουθα:
Τερατσούα, από τα κέρατα που είχε στο κεφάλι. Πυρόψα, από το κοκκινωπό τρίχωμα του προσώπου. Μαυρόψα, από το μαύρο τρίχωμα του προσώπου. Καμπανελλού, από το κουδούνι που φορούσε. Βακλέ, από το σχήμα της βάκλας της (ουρά). Μονοβύζα, από το ένα βυζί, γιατί το δεύτερο ήταν χαλασμένο. Στερέ, μαύρο πρόσωπο με άσπρη λωρίδα στη μέση.
Διάθεση των προϊόντων του βοσκού: Το βασικό εισόδημα του βοσκού προερχόταν από το γάλα, τα χαλούμια, το κρέας, το μαλλί και τα δικαιώματα από τη φύλαξη ξένων προβάτων. Το άρμεγμα (γάλεμα) των προβάτων γινόταν με το χέρι κάθε πρωί και βράδυ. Το δοχείο που χρησιμοποιούσαν για το άρμεγμα λεγόταν γαλευτήρι (το). Ήταν ένα πήλινο κυλινδρικό δοχείο, πιο στενό στη βάση και ανοικτό από πάνω, ύψους περίπου 30 εκατοστόμετρα, με μια διαγώνια κυλινδρική εξοχή για να αδειάζεται πιο εύκολα το γάλα.
Το γάλα που αρμεγόταν το βράδυ το έβαζαν σε ανοικτές λεκάνες, το άφηναν εκτεθειμένο στη δροσιά της νύχτας και το πρωί μάζευαν το πηχτό στρώμα που σχηματιζόταν, που λεγόταν «τσίππα». Αυτή την τσίππα την έβαζαν στη φωτιά και έπαιρναν το βούτυρο του γάλακτος, που ήταν πολύ ακριβό και εύγευστο. Αυτό το βούτυρο το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, συνήθως για τηγάνισμα αυγών. Την τσίππα, προτού πάρουν το βούτυρο, τη χρησιμοποιούσαν, για να κάμουν πίττες (τσιππόπιττες) και καττιμέρκα. Το γάλα το χρησιμοποιούσαν για να κάμουν χαλούμια ή το πουλούσαν στους γαλατάδες, που γύριζαν τα σπίτια και το μάζευαν. Συνήθως εκείνοι που είχαν λίγα πρόβατα, και επομένως λιγότερο γάλα, συνεταιρίζονταν (έσμιγαν) με άλλη οικογένεια, έσμιγαν το γάλα τους και έκαμναν χαλούμια από μια βδομάδα. Αυτή η δουλειά κανονιζόταν συνήθως από τις γυναίκες. Περί το τέλος της περιόδου, δηλ. το μήνα Ιούλιο, που το γάλα λιγόστευε πολύ, το χρησιμοποιούσαν για να κάμουν τραχανά.
Τα αρνιά τα πουλούσαν συνήθως ζωντανά στους κασάπηδες. Ορισμένοι άφηναν μερικά καλά αρνιά, τα έβοσκαν στα χωράφια χωριστά από το κοπάδι και τα τάιζαν και στο σπίτι, για να παχύνουν, και στο τέλος τα πουλούσαν. Αυτά ήταν γνωστά με το όνομα «πεσκλιά» θρεφτάρια.
Τα μαλλιά των προβάτων μετά το κούρεμα τα έπλεναν καλά, τα στέγνωναν και τα πουλούσαν στους εμπόρους. Πολλοί με αυτά τα μαλλιά γέμιζαν τα κρεβάτια τους ή έκαμναν νήμα, που έπλεκαν τα τρικά τους. Με αυτό το μάλλινο νήμα ύφαιναν επίσης μάλλινα σεντόνια.
Γεωργοκτηνοτρόφος
Εκτός από τους κτηνοτρόφους, που ήταν κατά κανόνα βοσκοί, αναπτυσσόταν σε κάποιο βαθμό και η γεωργοκτηνοτροφία. Επειδή το εισόδημα των γεωργών από τη γεωργία ήταν περιορισμένο και δεν αρκούσε ούτε για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών της οικογένειάς τους, ασχολούνταν και με την εκτροφή ζώων ή πουλερικών. Δυο άλλοι λόγοι για την εκτροφή ζώων και πουλερικών ήταν η μεγάλη ευρυχωρία των αγροτικών υποστατικών (αυλή, μάντρα) και η ανέξοδη διατροφή τους. Δεν αγόραζαν τότε ζωοτροφές αλλά είχαν άφθονα χόρτα και ποικιλία σπόρων. Όπως συνήθιζαν να λένε, «αυτά μεγάλωναν μόνα τους».
Βασικός στόχος της εκτροφής ζώων και πουλερικών ήταν η ικανοποίηση οικογενειακών αναγκών σε είδος, δηλ. διατροφής, και όχι η πώληση για εξασφάλιση χρηματικού εισοδήματος.
Κάθε οικογένεια μεγάλωνε ένα χοίρο, που τον έσφαζαν συνήθως τους μήνες Οκτώβρη- Νοέμβρη και έκαμνε λουκάνικα και «παστά». Έλιωναν επίσης το λίπος και το χρησιμοποιούσαν για μαγείρεμα ή και για να αλείφουν το ψωμί των παιδιών το χειμώνα. Ό,τι απέμενε μετά το λιώσιμο του λίπους («τιτσιρίες») το έτρωγαν τα παιδιά ή ζύμωναν με αλεύρι και έκαμναν τις «τιτσιροπούλλες» που τις έψηναν στο φούρνο. Μεγάλωναν επίσης στις αυλές τους κότες, κουνέλια και περιστέρια, που τα χρησιμοποιούσαν για να μην αγοράζουν κρέας ή τα αντάλλασσαν με είδη που χρειάζονταν, π.χ. υφάσματα, μαγειρικά σκεύη, κ.α.
Οικοτεχνία - Βιοτεχνία
Η οικοτεχνία αποτελούσε επίσης μέρος της ασχολίας των κατοίκων και συμπλήρωμα του οικογενειακού προϋπολογισμού. Οι γυναίκες ασχολούνταν συνήθως με το μπλέξιμο των μάλλινων για τα μέλη της οικογένειας και με το κέντημα και γενικά την ετοιμασία της προίκας των θυγατέρων.
Άλλο είδος οικοτεχνίας αποτελούσε το ράψιμο. Αρκετές γυναίκες ήξεραν να ράβουν και έτσι εξοικονομούσαν ό,τι θα πλήρωναν σε ξένους, για να τους ράψουν τα ενδύματά τους. Το ράψιμο, όχι σαν επάγγελμα αλλά, σαν «χόμπι», ήταν κάτι το ιδιαίτερο για τις γυναίκες, που μπορεί να παρομοιάσει κάποιος με τα Γαλλικά ή το πιάνο των κοριτσιών των αστικών οικογενειών. Σε αρκετές οικογένειες οι γυναίκες ασχολούνταν με την υφαντουργική, είχαν δηλ. δικό τους αργαλειό (βούφα) και ύφαιναν είδη προίκας, είτε για την οικογένεια είτε για πώληση.
Για σκοπούς ταξινομήσεως εντάσσουμε εδώ διάφορες περιστασιακές ασχολίες των γυναικών που απέβλεπαν στην παραγωγή προϊόντων πρώτης ποιότητας όπως είναι τραχανάς, μακαρόνια του χωριού, χαλούμια, πουργούρι, παστά και λουκάνικα, βούτυρο γάλακτος, κ.α. Η κατασκευή αυτών των προϊόντων έδειχνε οικογένεια με ψηλό βιοτικό επίπεδο και κύρος και αξιοπρέπεια μέσα στο χωριό.
Το κόψιμο του τραχανά γινόταν συνήθως μέσα στους μήνες Αύγουστο - Σεπτέμβριο. Πρώτη ύλη ήταν το ξινό γάλα, που φυλαγόταν μέρα με τη μέρα σε ειδικές αλειφτές κούζες, και σιτάρι αλεσμένο. Το έβαζαν μέχρι να ψηθεί και να σχηματίσει ειδικό πολτό. Η οικοκυρά καλούσε για βοήθεια στην εργασία αυτή συγγένισσες ή γειτόνισσές της και συνήθως ανέβαιναν στο δώμα το βράδυ και εργάζονταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Τα μακαρόνια με το χέρι ετοιμάζονταν συνήθως Κυριακή που υπήρχε αρκετός ελεύθερος χρόνος και ψήνονταν μέσα σε ζουμί κότας βραστής. Η πρώτη ύλη γι' αυτό τον σκοπό ήταν σιταρένιο αλεύρι, ζυμωμένο ειδικά γι' αυτό το σκοπό.
Το πουργούρι γινόταν από σιτάρι καλής ποιότητας, που το έψηναν μέσα στο «χαρτζί» και το άπλωθαν στον ήλιο για μέρες για να ξεράνει. Μετά το έπαιρναν στο μύλο του χωριού κι το άλεθαν ή το άλεθαν στο σπίτι με το χερόμυλο. Στη συνέχεια το «ποτίφιζαν», δηλ. χώριζαν με τη βοήθεια του αέρα τη φλούδα από τον καρπό, και το φύλαγαν σε χώρους που δεν επηρεάζονταν από την υγρασία και τα έντομα, για να το χρησιμοποιούν όλο το χρόνο.
Τα χαλούμια κακατσκευάζονταν σε πολλά σπίτια που είτε είχαν δικό τους γάλα είτε το αγόραζαν από το γαλατά. Η κατασκευή των χαλουμιών ήταν και περίπλοκη εργασία και χρειαζόταν και τέχνη για να πετύχουν. Συνήθως για το βράσιμο του γάλακτος και το ψήσιμο των χαλουμιών χρησιμοποιούσαν θρουμπιά, που έδιναν μια ειδική μυρωδιά και γεύση στα χαλούμια.
Οι άντρες, και συνήθως οι νέοι, τους καλοκαιρινούς μήνες ασχολούνταν με το κόψιμο πλιθαριών. Τα πλιθάρια κατασκευάζονταν με χώμα, άχυρο και νερό και χρησίμευαν για την οικοδόμηση των οικιών, όπως σήμερα τα τούβλα. Όταν είχαν καιρό, έβγαζαν πέτρες από τα χωράφια, που τις χρησιμοποιούσαν για τα θεμέλια των σπιτιών. Άλλα επαγγέλματα
Η διάρθρωση της κοινωνίας, ο τρόπος ζωής, οι απαιτήσεις της ζωής και γενικά η περιορισμένη τεχνική ανάπτυξη καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό και τα είδη των επαγγελμάτων, που μπορούσαν να εξασκήσουν οι άνθρωποι. Τα πιο συνηθισμένα επαγγέλματα ήταν:
Σκαρπάρης (παπουτσής): Κατασκεύαζε καινούρια παπούτσια με παραγγελία μόνο και διόρθωνε τα παλιά. Τα έτοιμα ήταν τότε άγνωστα, με ποικιλία λόγω μόδας πολύ περιορισμένη. Συνήθης κατασκευή ήταν οι ποδίνες για τους βρακοφόρους, τους γεωργούς και τους βοσκούς.
Πελεκάνος (επιπλοποιός): Κατασκεύαζε βασικά έπιπλα, πορτοπαράθυροι και αμάξια (καρρέττες). Το επάγγελμα του πελεκάνου δεν είχε ειδικεύσεις όπως σήμερα, γιατί οι οικοδομικές εργασίες ήταν πολύ απλοποιημένες. Όλη η εργασία γινόταν με το χέρι και λίγα εργαλεία. Δεν υπήρχαν μηχανήματα.
Κτίστης: Η εργασία του ήταν πολύ απλοποιημένη: Κτίσιμο πλιθαριού, κατασκευή των θεμελιών με πέτρες και αχυροπηλό και της στέγης με βολίτζια, καλάμια ή ψαθαρκές και αχυροπηλό. Το πάτωμα ήταν με μάρμαρα ή πέτρες και οι τοίχοι στρώνονταν απ' έξω με γύψο. Συνήθως ένας μάστορας και ένας εργάτης έχτιζαν μόνοι τους ολόκληρη κατοικία.
Ράφτης: Οι εργασίες του ήταν περιορισμένες, γιατί λόγω φτώχειας ο κόσμος δεν έκαμνε ούτε πολλά ούτε καλά ρούχα. Συνήθως έραβαν ένα κοστούμι κάθε αρκετά χρόνια. Η δουλειά η πολλή παρουσιαζόταν την εποχή των Χριστουγέννων, του Πάσχα και τον Αύγουστο, που γινόταν το πανηγύρι του Τιμίου Προδρόμου στο χωριό.
Κωμοδρόμος: Ασχολείτο με την κατασκευή και επιδιόρθωση διαφόρων σιδερένιων γεωργικών εργαλείων. Τα μέσα της δουλειάς του ήταν το αμόνι, το φυσερό, η μάτσα, το νερό και το κάρβουνο.
Καφετζής: Το επάγγελμα αυτό ήταν μόνιμο με πλήρη απασχόληση κυρίως τις πρωινές και τις βραδινές ώρες. Το καφενείο ήταν τόπος ξεκούρασης, κοινωνικής συγκέντρωσης, επίλυσης προβλημάτων, σύναψης εμπορικών και άλλων συμφωνιών, γενικής ενημέρωσης. Στα καφενεία σύχναζαν μόνο άντρες.
Κασάπης - Ταβερνάρης: Τα δυο αυτά επαγγέλματα ασκούνταν συνήθως συγχρόνως και είχαν πελατεία μόνο τα Σαββατοκύριακα. Η ταβέρνα ήταν ο τόπος που συγκεντρώνονταν οι άντρες και έπιναν. Το ποτά που σερβίρονταν ήταν κρασί μαύρο και κονιάκ άσπρο. Η εξέλιξη της ταβέρνας συνήθως οδηγούσε στο μεθύσι, με κάποια έκτροπα και καυγάδες. Πολλοί νέοι έφερναν μαζί τους μεγάλα μαχαίρια, γιατί το θεωρούσαν δείγμα αντρισμού. Οι Ασσιώτες ήταν ακουστοί σαν μαχαιροβγάλτες, γιατί συχνά γίνονταν καυγάδες που οδηγούσαν σε μαχαιρώματα. Όμως πρέπει ν' αναφερθεί ότι από το 1950 και ύστερα κανένα μαχαίρωμα δεν έγινε, ούτε σοβαροί καυγάδες παρουσιάστηκαν.
Παρπέρης (κουρέας): Ασχολείτο με το επάγγελμα αυτό συνήθως τα Σαββατοκύριακα και τις άλλες μέρες έκαμνε άλλη δουλειά.
Βιολάρης - λαουτάρης: Εκείνοι που ήξεραν να παίζουν βιολί ή λαούτο απασχολούνταν στους γάμους, που τότε διαρκούσαν μερικές μέρες. Παράλληλα όμως είχαν κι άλλο επάγγελμα, γιατί τούτο δεν τους πρόσφερε πλήρη απασχόληση.
Τουβλοποιός: Ασχολείτο με την κατασκευή τούβλων και κεραμιδιών, συνήθως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί η εργασία γινόταν μόνο με το χέρι, χωρίς μηχανήματα ή στεγαστικούς χώρους. Το χώμα του Κάμπου της Άσσιας και το άχυρο με την κριθαρένια άχνη ήταν οι ιδεώδεις πρώτες ύλες για πρώτης ποιότητας τούβλα και κεραμίδια. Το επάγγελμα αυτό, μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, μηχανοποιήθηκε με όλες τις συνθήκες συγχρόνων εργοστασίων.
Οδηγός (σοφέρ): Ήταν πολύ περιορισμένο σε έκταση επάγγελμα. Διαδόθηκε πολύ κυρίως με την καθιέρωση του φορτηγού αυτοκινήτου σαν βασικού μέσου μεταφορών.
Η επαγγελματική κατάσταση μετά την ανεξαρτησία
Η κατάσταση, που διαμορφώθηκε στην Άσσια στο θέμα των επαγγελμάτων από της ανεξαρτησίας και ύστερα, χαρακτηριζόταν από μια συνεχή άνοδο και προσαρμογή στις νεότερες απαιτήσεις. Η ζωή στην κοινότητα άρχισε να αστικοποιείται, χωρίς να χάνεται ή να μεταβάλλεται ο παραδοσιακός τρόπος ζωής και γενικά απασχολήσεως των κατοίκων.
Η μηχανοποίηση της γεωργίας, εκτός του ότι έφερε γενική ανακούφιση στους γεωργούς, τους άφησε αρκετό ελεύθερο χρόνο. Η αλλαγή αυτή τους επέτρεψε να ασχολούνται με άλλες εργασίες και να έχουν δεύτερο εισόδημα. Η τακτική συγκοινωνία με τις πόλεις, αρκετά λεωφορεία πηγαινοέρχονταν καθημερινά στη Λευκωσία, και η δημιουργία ευκαιριών απασχολήσεως βοηθούσαν ιδιαίτερα τους Ασσιώτες, με αποτέλεσμα αρκετοί από αυτούς να εξελιχθούν σε εργολάβους και να αποκτήσουν πολύ καλό όνομα. Παράλληλα καλύφθηκαν όλα τα συγγενικά επαγγέλματα, κτίστης, καλουψής, σιδεράς, πογιατζής, υδραυλικός, σχεδιαστής, ηλεκτρολόγος, κ.α.
Αναπτύχθηκαν επίσης οι βιομηχανίες κατασκευής τούβλων και μωσαϊκών. Ιδρύθηκαν επαύλεις εκτροφής πουλερικών και σύγχρονα χοιροστάσια.
Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία και προτίμηση στη μόρφωση και στα γραφειακά επαγγέλματα. Μεγάλος αριθμός νέων συμπλήρωναν τη μόρφωσή τους σε σχολεία Μέσης Παιδείας και αρκετοί συνέχιζαν τις σπουδές τους σε Πανεπιστήμια και ανώτερες σχολές. Αρκετοί πήραν θέσεις σε τράπεζες, στη δημόσια υπηρεσία, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και κατόρθωσαν να ανέλθουν και να πάρουν μεγάλες θέσεις.
Οι γυναίκες ανάπτυξαν επίσης μεγάλη δραστηριότητα και έδειξαν πρωτοβουλία στην προώθηση της τέχνης του κεντήματος με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να αγοράσουν ραπτομηχανές και να ασχολούνται με τα κεντήματα.
Η πρόοδος ήταν εμφανής σ' όλους τους τομείς. Το εισόδημα αυξήθηκε και το βιοτικό επίπεδο έφθασε σε πολύ ζηλευτά επίπεδα. Το ευχάριστο όλης αυτής της καταστάσεως είναι ότι η ζωή και κίνηση στο χωριό αυξανόταν γιατί, λόγω της συχνής και πυκνής συγκοινωνίας, της μικρής αποστάσεως από τη Λευκωσία και των διαφόρων σύγχρονων ανέσεων που υπήρχαν στο χωριό, δεν επέδρασε η αστυφιλία και η τάση φυγής, που παρατηρήθηκαν σ' άλλα χωριά. Οι Ασσιώτες ήταν δραστήριοι, προοδευτικοί και εργατικοί και αγαπούσαν πολύ τον τόπο τους.
Πηγή: ΑΣΣΙΑ ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής, Λευκωσία 1983 - Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια»
|