Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1760857
Έχουμε 81 επισκέπτες συνδεδεμένους

Μαρτυρία - Γεώργιου Π. Πάκκου - Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 2 Εκτύπωση E-mail
Ευρετήριο Άρθρου
Μαρτυρία - Γεώργιου Π. Πάκκου
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 2
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 3
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 4
Όλες οι Σελίδες

Πρώτες πληροφορίες για νεκρούς, λεηλασίες, αιχμαλώτους

Εκείνην την ημέραν, την Παρασκευήν 16.8.1974, ήρχισαν ορισμένες γερόντισσες να κυκλοφορούν μέσα εις τους δρόμους με τα χέρια πάνω. Και μετέβαινναν εις τα σπίθκια των τέκνων των να μάθουν τι έγινεν μέσα εις αυτήν την κόλασην, όπως την αποκαλούμεν. Όταν είδαν τες καταστροφές, τους σκοτωμένους από σφαίρες, επροχωρούσαν με δάκρυα εις τα μμάθκια.

Οι δρόμοι ήτο γεμάτοι από νεκρούς, από πρόβατα ψοφισμένα, άλλα από δίψαν και άλλα από σφαίρες. Χοίρους και άλογα και παντός είδους ζώα. Επίσης και αυτοκίνητα σπασμένα, πλακωμένα υπό των τανκς. Όλα τα μηχανοκίνητα, τράκτορ, κκομπάγια, αυτοκίνητα όλα τα άρπαζαν έμπροσθέν μας. Εκείνα που δεν ημπορούσαν να τα ξεκινήσουν τα έδενναν πίσω σε άλλα οχήματα και τα μετέφεραν εις άγνωστον μέρος δι' ημάς.

Όταν έγινεν η κυκλοφορία μέσα εις τους δρόμους υπό των γερόντισσων, και έβλεπαν τους νεκρούς και τους εγνώριζαν ποίοι ήτο και έλεγαν τα ονόματά των, έγινεν μέσα εις το χωρίον μεγάλη λύπη που δεν περιγράφεται. Κάθε ένας εζητούσεν τον συγγενήν του. Ο πατέρας και η μητέρα τα τέκνα. Και τα τέκνα τους γονείς των. Το Σάββατον 17.8.1974 εμαθθαίνναμεν τα θύματα που υπήρχαν μέσα εις το χωρίον. Μέσον του ραδιοφώνου ακούαμεν να ζητούνται τα ονόματα των συγγενών και γνωστών των.

Οι Τούρκοι εισήρχοντο εις τα σπίθκια και ήρπαζαν ό,τι τους ηρέσκετο. Οι Τούρκοι της Τουρκίας ήθελαν χρήματα και ατιμίες. Της Κύπρου οι Τούρκοι ήρπαζαν από σπίθκια ό,τι ήθελαν. Εκυκλοφορούσαν από ενορίαν εις ενορίαν, εις κάθε δρόμον και κάθε σπίτιν. Μαζίν των Τούρκων της Τουρκίας εκυκλοφορούσαν και Τούρκοι Κυπραίοι, που πολλούς εξ αυτών τους εγνωρίζαμεν.

Από την Πέμπτην 15.8.1974 ήρχισαν να παίρνουν ως ομήρους και νέους και γέροντες, πολλοί εξ αυτών και ηλικίας μέχρι 75 ετών. Τους εταλαιπωρούσαν δύο και τρεις ημέρες. Άλλους έφεραν πίσω και άλλους δεν εφάνησαν τα ίχνη των. Ήτο μία ατελείωτη ανυπομονησία και φόβος, που δεν είχαμεν να κάμουμεν με έναν πολιτισμένον κόσμον, παρά μόνον με έναν άγριον λαόν. Όπως ακούομεν ότι υπάρχουν ανθρωποφάγοι, έτσι τους περιγράφουμεν.

Με τον τρόπον αυτόν εσυνέχιζαν επί ημέρες, ούτε να δίδουν εις κανέναν, εάν τους έλεγες «πεινούμεν, θέλουμεν ψωμίν», μας έλεγαν «και ημείς πεινούμεν». Σε πολλά σπίθκια δεν υπήρχεν νερόν και όσους ήτο μέσα δεν τους επιτρέπαν να πάσιν εις άλλον σπίτιν να πάρουν νερόν να πιουν. Έπινναν από λάκκους των σπιθκιών, που το νερόν ήτο ακατάλληλον διά πόσην.

Αυτήν την ημέραν επήγα σπίτιν και έμεινα κρυμμένος μέσα εις τα χόρτα του τριφυλλιού (σανός). Και όταν έγινεν νύκτα, εξέβαιννα έξω και επήγαιννα εις του Σάββα και εμεινίσκαμεν όλοι μαζίν. Όταν άρχιζεν να χαράσσει το φως, επήγαιννα εις το σπίτιν, έβαλλα σιτάριν μέσα εις τας σακκούλλας και το έχωννα μέσα εις το άχυρον. Κάπου 40 κιλά το έκρυψα μέσα. Είχα και χαλλούμια 6 λαμιτζάνες, 25 οκκάδες περίπου κάθε μια. Πάλιν τες έκρυψα μέσα στο άχυρον. Ετελείωσεν και η 16.8.1974, ημέρα Παρασκευή.

Την νύκταν η ώρα 7.30 μ.μ. είδα φως εις του Χαμπή του Γιωρκουνή και εκατάλαβα πως είχεν πλάσματα μέσα. Επέρασα τον δρόμον σιγά σιγά και επλησίασα εις την πόρταν του Χαμπή και την εκτύπησα και σιγά του εφώναξα δύο τρεις φορές.

-Χαμπή, του είπουν. Είμαι ο Γιώρκος ο Μουκτάρης.

Τότες μου άννοιξεν και εμπήκα έσσω. Και τι βλέπω, κάπου είκοσι άτομα, Ασσιώτες και ξένοι. Μου είπαν: «Πεινούμεν, δεν έχουμεν να φάμεν τίποτε». Πάλιν επήγα εις το σπίτιν, έπιασα αλεύριν, χαλλούμια, τραχανάν, πουρκούριν και τους επήρα. Μετά μου είπαν: «Έχει και εις του Χρίστου του Ζαννέττου πλάσματα».

Πάλιν επήγα και εις του Χρίστου και τους επήρα αλεύριν, τραχανάν και πουρκούριν. Και με αυτόν τον τρόπον εσυνέχισα, μέχρι την ημέραν που μας ανακάλυψαν και μας έπιασαν όλους. Όλην την νύκταν έκρυβα πράγματα εις το σπίτιν και ετροφοδότουν τα γειτονικά σπίθκια από τροφές, και όλην την ημέραν κρυμμένος. Είχα και πρόβατα και αίγιες, αρνιά, ρίφια, κουνέλια και τα ετροφοδότουν και αυτά πριν ξημερώσει. Και εις το σπίτιν μου και εις του αδελφού μου του Μιχαήλη. Δεν ημποραφαντασθείς πόσον εκοπίαζα όλην την νύκταν.

Αλλά ευτυχώς είχα εις το σπίτιν όλα τα χρειαζόμενα. Όταν έγινεν η εισβολή εις την Κερύνειαν, εγώ και ο αδελφός μου εσηκωθήκαμεν και ελέσαμεν σιτάριν (αλεύριν). Εκάμαμεν τραχανάν και πουρκούριν και από αυτά διένειμα εις τα γειτονικά σπίθκια.

Οι πρώτοι Τούρκοι που με εβρήκαν με ηρώτησαν πόσων χρονών είμαι και τους είπουν 72 ετών. Με ηρώτησαν, εάν έχω γυναίκαν. Τους είπουν ψέματα πως επήγεν εις την Αγγλίαν και θα πάγω και εγώ, όταν παραδώσω τα σιτηρά που έχω εις το σπίτιν μου.

Επίσης έναν δύμμαν του ήλιου ήρχισα να τραβώ νερόν από τον λάκκον να ποτίσω όλα αυτά που είχα σπίτιν μου, ότε αίφνης εκτύπησεν η πόρτα και εφώναξεν η Παρασκευού του Τσιάκκα.

-Ρα κοπελλούδες.

Επήγα εμπρός της εγώ.

-Γιώρκο, μου λέγει. Αυτή η ΕΟΚΑ τι θέλει πάλιν; Ήρθαν τρεις με τα όπλα εις το σπίτιν, εκουντήσαν την πόρταν και εμπήκαν έσσω, είδαν και έφυγαν.

Δεν ήξευρεν τι εγίνετο. Ούτε εγώ της το είπουν πως ήλθαν Τούρκοι εις το χωρίον. Την ερώτησα, εάν πεινά να της δώσω να φάγει. Εκάθισεν. Και πάλιν επήγα εις τον λάκκον να σύρω νερόν. Αίφνης εκτυπήσαν την πόρταν που είχα κριθθάριν μέσα. Όταν άκουσα να κτυπούν την πόρταν, εγώ επήγα πάλιν κοντά εις την Παρασσιευκούν (Κουζούν) και την ερώτουν πάλιν, εάν πεινά να γαλέψω τες αίγιες να της δώσω να φάγει.

Τότες ήλθαν πάλιν τρεις οπλισμένοι. Με ερώτησαν πόσων χρονών είμαι και με τα νοήματα τούς είπα 72 χρονών. Με ερώτησαν αυτή η κοτζιάκαρη τι μου είναι. Τους είπουν είναι γυναίκα μου. Μου είπαν πάλιν: «Αυτή είναι μεγάλη πολλά από εσένα». Τους είπουν: «Ππαρά τσιοκ ματέμ, ππαρά τσιοκ εητήρ». Αυτοί ήταν Κυπραίοι όπως εκατάλαβα, και όπως υποψιάζουμουν θα με εξεύραν και δεν έκαμαν καμίαν έρευναν, διότι έφυγαν από την πόρταν εις τον δρόμον.

 

Αποφάσισα να κάμω μίαν έρευναν στους δρόμους του χωρκού και στα σπίτια των τέκνων μου

Μίαν ημέραν, όπως υπολογίζω 16.8.74 ημέραν Παρασκευήν, επερνούσεν από εμπρός εις το σπίτιν του Σάββα η Ευαγγελία του Χατζηχριστοφόρου και της εφώναξα και ήλθεν μέσα και την ερωτήσαμεν τι είδεν εις τον δρόμον που επέρασεν. Τότες μας είπεν:

-Eξεκίνησα από το σπίτιν μου να πάγω να δω τι έγινεν η κόρη μου και τι να δω. Οι δρόμοι γεμάτοι σκοτωμένους. Είδα τον Κωστήν του Κυριάκου Σιήσκου, τον Χρίστον Γ. Σιήσκου, τον Γιωρκήν του Πέτρου Ζωγράφου. Παρακάτω είδα κοντά εις την εκκλησίαν του Προφήτη Ηλία τρεις σκοτωμένους αλλά δεν τους εγνώρισα. Είναι νέοι. Είναι και η αδελφή μου η Ουρανία Γεωργίου Παρτού σκοτωμένη. Επίσης έχω την ιδέαν πως είναι και η θεία σου η Χατζινού σκοτωμένη.

Δεν φαντάζεσαι πόσον ελυπήθηκα, διότι μέσα εις τόσον ολίγην απόστασην που επερπάτησεν και είδεν τόσους σκοτωμένους. Εφαντάσθηκα θα έχουμεν εκατοντάδες σκοτωμένους. Και έτσι επερίμενα, πότε θα νυκτώσει να ερευνήσω μέσα εις τους δρόμους, να παρατηρήσω ποίοι είναι.

Την άλλην ημέραν, το Σάββατον, πριν αρχίσει το φως να φέγγει, επήρα τον δρόμον που προχωρεί από τα σπίθκια του Ηλία του Μανή προς την εκκλησίαν του Τιμίου Προδρόμου. Είδα απέναντι των σπιθκιών του Κύπρου, του γαμβρού του Γιαννουδκιού, ασβέστην χαμαί στην γην. Έδειχνεν σημεία ότι είχεν σκοτωμένον και τον εσήκωσαν. Επροχώρησα κάτω από την εκκλησίαν και είδα τον Κωστήν του Κυριάκου Σιήσκου. Είχεν ασβέστην πάνω του. Κάτωμερου είδα τον Χρίστον του Γεωργίου Σιήσκου. Ολίγον έξω από την πόρταν του ο Γεώργιος Πέτρου Ζωγράφου μέσα εις το σπίτιν του. Επροχώρησα εις το σπίτιν της θείας μου της Χατζινούς. Ερεύνησα εις το σπίτιν της και δεν είδα τίποτες.

Μετά επροχώρησα κάτω μέχρι της Ανδρονίκης του Μωυσή, δεν είδα τίποτε εμπρός μου. Παρά μόνον ήρχετο πολλύς βρόμος παραπλεύρως του δρόμου από τους ευκαλύπτους από την δύσην, διότι εφυσούσεν δυτικός αλαφρός αέρας. Θα είχεν πολλούς σκοτωμένους, εσκέφτηκα. Μου ήλθεν η ιδέα και εστράφηκα πίσω.

Επήρα τον δρόμον αντίκρυ των σπιθκιών του Κώστα του Κωμοδρόμου, του Ξενοφού, και ήλθα μέχρι τον Προφήτην Ηλίαν. Μέσα εις τον δρόμον εδιάκρινα νεκρούς. Επλησίασα και μετά δυσκολίας επρόσεξα τρεις σκοτωμένους, απόστασην ο εις από τον άλλον έξι έως οκτώ βήματα. Έσκυψα, παρατηρώ ήταν ο Γεώργιος Ναθαναήλ Πίττα, ο Κωστής Κάρουλλα και ο Γεώργιος Χρυσοστόμου. Μετά δυσκολίας τους εγνώρισα, διότι ήτο σχεδόν παραμορφωμένοι, και από τον βρόμον τον πολλύν εκόντευεν να λιποθυμήσω.

Επροχώρησα έως την εκκλησίαν Αγίου Γεωργίου. Βλέπω την καμπάναν ππεσούμενην κάτω και τες πόρτες αννοιχτές. Από την πόρταν της εκκλησίας επαρατήρησα μέσα αλλά ήτο σκοτεινά και δεν εδιάκρινα τίποτα. Τα μανουάλια που αφταίννουν τα κεριά εμπρός των αγίων εικόνων έλειπαν. Τότες πάλιν βιαστικά έφυγα και επροχώρησα προς νότον. Επέρασα αντίκρυ των σπιθκιών του Ποστολή του Αφαντίτη και έφθασα έως την Συνεργατικήν. Όλα ήτο αννοικτά, και Συνεργατική και Παντοπωλείον, και εμπορεύματα σκορπισμένα. Προς στιγμήν τα περιεργάσθηκα και επροχώρησα προς τα επάνω μέχρι το άλλον παντοπωλείον. Και αυτόν αννοικτόν. Έφυγα, διότι ήρχισεν να φέγγει καλά. Επήγα σπίτιν. Επέρασα από αντίκρυ των σπιθκιών του Κωστάντινου του Δημητρό.

Όταν επήγα σπίτιν πάλιν, ό,τι εσκέφτουμουν να χώσω χαμαί στην γην το έκαμνα. Επήρα τα ρούχα που είχαμεν μέσα εις το ερμάριν, τα έβαλα εις σακκούλλες και τες έβαλα μέσα εις κάτι κάσιες μεγάλες που είχα σπίτιν, και από πάνω τους έβαλα κριθθάριν. Ενομίζαμεν πως σε ολίγες ημέρες θα επέμβαινναν τα κράτη να τους διώξουν από την Κύπρον. Επίσης το ψυγείον και αυτόν το έβαλα μέσα εις το άχερον. Κάθε ημέραν ό,τι εσκέπτουμουν το έχωννα.

Επίσης και κάθε πρωίν πριν κινηθούν οι Τούρκοι, έπαιρνα εις του Σάββα και εις του Χαμπή αλεύριν, τραχανάν, πουρκούριν, χαλλούμια και οτιδήποτε είχα εις το σπίτιν, διά να τρώμεν όλην την ημέραν. Επί οκτώ ημέρας που ήμεθα εγκλωβισμένοι εις τα σπίθκια μας δεν εσταμάτουν τίποτε. Επεριποιούμουν τα πρόβατά μου και εις του αδελφού μου του Πηλή τες αίγιες του, τα πουλιά που έλεγεν θα τα έσφαζεν εις τον γάμον του γιου του του Παναγιώτη.

Έναν πρωίν, πριν ξημερώσει, έμπηκα εις τα σπίθκια της κόρης του αδελφού μου και τι να δω. Όλα αναποδογυρισμένα, δεν είχεν τίποτε εις τον τόπον του. Άλλα σπασμένα, άλλα αρπαγμένα. Ήτο ερημία. Μετά, την άλλην ημέραν, πάλιν επήγα εις τα σπίθκια των τέκνων μου αλλά τι να δω, όλα άνω κάτω. Ήλθεν και ο συμπέθθερος μου ο Σάββας με την συμπεθθεράν. Εγώ με τον συμπέθθερον επήραμεν ρούχα από το ερμάριν, τα εβάλαμεν μέσα εις σακκούλλες και τα εχώσαμεν μέσα εις το άχερον. Η συμπεθθερά έλαβεν από την ασημοθήκην κάτι και τα έκρυψεν. Με ερωτούσαν, εάν είδα τον Παναγιώτην και την Μαρούλλαν, εάν έφυγαν. Πάντως τους είπα ότι ήλθα πριν έλθουν οι Τούρκοι. Ήλθα και εφώναξα και δεν ήτο, έφυγαν.

Επήγα εις τα σπίθκια της κόρης μου της Ρίτας. Και αυτά ήτο όλα αναποδογυρισμένα και πολλά αρπαγμένα. Δεν σε εβάσταν η καρδιά σου να βλέπεις αυτές τες αρπαγές και καταστροφές. Ήτο κόλαση.

Επήγα μετά εις τα σπίθκια της κόρης μου της Ελένης. Όταν αντίκρισα αυτήν την καταστροφήν, κατελήφθηκα από λύσσαν από τον θυμόν μου. Τα σπίθκια όλα αννοικτά και τα έπιπλα όλα αναποδογυρισμένα, και εις το σπίτιν που ήτο το γραφείον και εκεντούσεν μέσα η κόρη μου ήτο γραφείον τους Τούρκους. Επάνω εις την γωνίαν της βεράντας η τούρκικη σημαία. Την τραπεζαρίαν την έβαλαν μέσα εις το γραφείον και ήτο πάνω ο χάρτης της Κύπρου αννοικτός και επάνω μολύβια. Είπουν τότες: «Αυτόν είναι το στρατηγείον τους. Κατάρα και ανάθθεμαν εις τους αίτιους αυτού του κακού που εβρήκεν την Κύπρον. Με τόσους κόπους με τόσα έξοδα, είπουν, και σήμμερον να βλέπω τα σπίθκια των τέκνων μου λεηλατημένα από τους βάρβαρους Τούρκους». Έφυγα πάλιν και επήγα εις το σπίτιν μου και εκρύφθηκα.

Όλην την ημέραν εβρίσκουμουν θυμωμένος. Όσα είδα δεν ήτο πράματα που υποφέροντο. Προς στιγμήν εκόντευεν να πάθει ασφυξίαν ο εγκέφαλός μου αλλά τα αντίκριζα με πολλήν ψυχραιμίαν.

Κυριακήν 18.8.1974, όπως εμάθαμεν, επήραν τον Λάμπρον Αντωνή Πιερή που είχεν εκσκαφέαν, και τους νεκρούς τους επήρεν και τους έθαψεν μέσα εις τα χαρακώματα, που είχαμεν διά προφύλαξην από τους βομβαρδισμούς. Ήταν μαζίν του ο συμπέθθερος ο Σάββας, ο Αντωνής του Τταμπή και ο Μισιέλλης του Τταμπή. Μέχρι την Κυριακήν εμάθαμεν τα θύματα που είχαμεν, διότι άρχισεν και εκινείτο ο κόσμος εις τους δρόμους.

Εις τας 19.8.1974, Δευτέραν, έβαλαν πάνω εις αυτοκίνητα δικά τους κατοίκους του χωρίου και εφώναξαν να πάσιν όλοι εις το πάνω καφενείον της εκκλησίας Τιμίου Προδρόμου, να γράψουν τα ονόματα των οικογενειών των, και να τους δώσουν τρόφιμα. Τότες εμπιστεύθηκαν πολλοί και επήγαν, αλλά ήτο απάτην που έκαμαν. Άλλους έπιασαν και τους εκράτησαν και άλλους τους εκτύπησαν ανηλεώς. Ό,τι το άγριον σκεφθεί ο νους του ανθρώπου το έκαμναν. Αρπαγές περιουσιών, σφαγές εν ψυχρώ, ατιμίες έμπροσθεν των ατόμων, όπως αυτά τα κτήνη που είναι ξαπόλυτα. Δεν εσέβοντο ούτε νέους ούτε και γερόντισσες.

Την Τρίτην 20.8.1974 εσυνεχίζοντο οι αρπαγές των περιουσιών και πυροβολισμοί δι' εκφοβισμόν, διά να φοβούμεθα να μην τους βλέπουμεν και να γνωρίζουμεν πολλούς εξ αυτών που ήτο από τα γειτονικά χωριά. Η ζωή εκατάντησεν ανυπόφορη λόγω του φόβου, της πείνας, του βρόμου από σκοτωμένα άτομα και ψοφισμένα ζώα και ενομίζαμεν πως θα επεθαίναμεν όλοι από αρρώστιες.


Με συλλαμβάνουν οι Τούρκοι

Εγώ εσυνέχιζα να διανέμω τρόφιμα εις τα γειτονικά σπίθκια. Την Τετάρτην 21.8.1974 τους επήρα αλεύριν από το πρωίν και τους είπουν το μεσημέριν που θα ψηθούν οι πίττες να έλθω να φάγω βραστές με το χαλλούμιν, διότι κρυές δεν τρώγουνταν.

Όπως τους είπουν, το μεσημέριν επήγα αλλά τι να δώ. Πίττες επάνω εις το τραπέζιν, χαλλούμια κομμάθκια σκορπισμένα αλλά κανέναν δεν είδα να βρίσκεται εις το σπίτιν του Σάββα. Όπως αντιλήφθηκα ήλθαν οι Τούρκοι και τους έπιασαν. Εκάθισα να φάγω τότες, διότι όπως υπολόγισα αυτούς τους έπιασαν, ερευνήθην το σπίτιν. Δεν θα έλθουν πίσω πλέον να ερευνήσουν, να καθίσω να φάγω.

Και εκάθισα και άρχισα με πολλήν πείναν να τρώγω. Αλλά αίφνης άκουσα δυνατά κτυπήματα εις την πόρταν. «Ήλθαν πάλιν πίσω οι Τούρκοι», είπουν. Και τότες εσκέφθηκα: «Nα φύγω δεν θα προκάμω, να μείνω άντικρυ εις το τραπέζι και να συνεχίσω να τρώγω αμέριμνος». Όπως έτρωγα, ήλθαν αίφνης εμπρός μου κάμποσοι Τούρκοι. Έκαμα πως δεν ήξευρα τίποτες. Μου εφώναξαν. Εγώ έβαλα τα χέρια μου εις το πρόσωπόν μου, διά να τους δω.

-Α, α, α, τους είπουν. Κελ, γεκιτσέκ πίττα βαρ, χαλλούμ βαρ, κελ.

Έλαβα μίαν πίτταν, τους την εποτάβρισα, αλλά δεν την επήραν. Εκτυπούσαν τα χείλη τους. Μου λέγουν:

-Χάτε, Γιορού, Τσαππούκ. Χάτε, καστί.

Εσηκώσθηκα πάνω αλλά πριν σηκωθώ, με έλαβεν ένας τους από την μασχάλην και με εσήκωσεν. Άρπαξεν πίττες και μου έδωσεν και μου είπεν «αλ γεκιτσέκ». Έλαβα και εγώ έναν κομμάτιν χαλλούμιν και άρχισα να τρώγω και αυτός με επαρακολουθούσεν.

Επροχωρήσαμεν μαζίν μέχρι εις τα καφενεία της Πάνω Ενορίας. Όταν επροχωρούσα, από μακριά αντιλήφθηκα τι εγίνετο εις το μέρος αυτόν. Επάνω εις το καφενείον εις την βεράνταν του Ανδρέα του Χρίστουκκου εστέκοντο στρατιώτες. Όταν επερνούσαμεν από εμπρός τους, μας έβλεπαν και έπαιρναν εκείνον που ήρχετο εις τον νουν των. Επροσποιήθηκα τελείως τον γέρονταν, διότι και πρωτύττερα ήμουν κακοντυμένος. Μίαν βράκαν λερωμένην, έναν πουκάμισον σχισμένον, ένα καππέλλον ρούχενον και αυτόν σχισμένον. Τα γένια μου αξούριστα. Ενομίζαν πως ήμουν 80 χρονών και άνω.

Όταν επέρασα αντίκρυ τους, ένας Τούρκος με έπιασεν από την μασχάλην και με εκούντησεν και επέρασα μέσα εις τους γερόντους και τες γυναίκες. Το τι είδα ήτο πολλά ανατριχητικόν. Έπαιρναν τα πρόσωπα πάνω εις την βεράνταν, ένας Τούρκος εβάσταν ττέλλιν κόκκινον, τους εβάλλαν τα χέρια πίσω και τα έδενναν και τους έστηνναν στον τοίχον.

Επροχωρήσαμεν μέχρι το μαχαζίν του Παναγιώτη Χατζηδανιήλ. Μας έβαλαν μέσα εις το μαχαζίν και εις το καφενείον του Πάρπα, και άλλους έπαιρναν κάτω. Αλλά μέσα εις τον δρόμον είδαμεν πολλήν καταστροφήν. Οι στύλλοι του ηλεκτρισμού σπασμένοι, αυτοκίνητα σπασμένα. Τα τανκς επέρασαν από πάνω τους και έγιναν μία πλάκα από σίδερον, δεν τα εγνώριζες, εάν είναι αυτοκίνητα.

Μετά ολίγην ώραν μας επήραν εις τον δρόμον άντικρυ των σπιθκιών του Γιώρκου του Κάντζια. Τες γυναίκες τες επήραν κάτω εις τα σπίθκια του Κίτσιου του Μαραγκού, του Κουταλιανού και αλλού. Τους αδρώπους μάς άφησαν μέχρι να δύσει ο ήλιος.

Αυτά όλα έγιναν και τα εβλέπαμεν εμπρός μας. Οι καταστροφές, οι αρπαγές, οι ατιμίες, οι λεηλασίες ήταν ο στόχος των. Και η αποφορά από τους βρόμους των σκοτωμένων των κτηνών, τα οποία εψόφησαν άλλα από την πείναν και άλλα από την δίψαν, και οι νεκροί μας ήταν η μεγάλη λύπη που μας κατείχεν.

Κάθε ένας από εμάς εσκέπτετο τους δικούς του, που δεν ήξευρεν τι απεγίναμεν ημείς οι εγκλωβισμένοι και οι άλλοι που έφυγαν. Έγινεν μία ακαταστασία που δεν την εφανταζόμεθα ποτέ μας. Διότι δεν ηξεύραμεν τι θα πει πόλεμος, και έτσι, όταν τα εκαταφέραμεν και φύγαμεν, ενομίσαμεν πως εβλέπαμεν όνειρον. Και με αυτήν την ιδέαν πάντοτε ήμεθα σε αφασίαν. Εγώ πάντοτε είχα εμπρός μου τα τέκνα μου, την σύζυγόν μου και όλους τους συγγενείς μου, που δεν ήξευρα τι έγιναν.

 



 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com