Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1760831
Έχουμε 66 επισκέπτες συνδεδεμένους

Μαρτυρία - Γεώργιου Π. Πάκκου Εκτύπωση E-mail
Ευρετήριο Άρθρου
Μαρτυρία - Γεώργιου Π. Πάκκου
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 2
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 3
Μαρτυρία - Γ. Πάκκου 4
Όλες οι Σελίδες

Γεώργιος Π. ΠάκκουΠραξικόπημαν - τουρκική εισβολή - εγκλωβισμός - εκτοπισμός
Μία προσωπική μαρτυρία


Περιγράφω πώς εγκλωβισθήκαμεν εις το χωρίον και τας κακουχίας που υποφέραμεν.

Όταν ήλθαμεν εις την Δρομολαξιάν, εμεινίσκαμεν εις το σπίτιν του συμπεθθέρου μας του Χρίστου και των τέκνων του. Έπαιρνα μίαν καρέκλαν και εκάθουμουν εις την αυλήν του σχολείου εις τον νοσσιόν (σκιάν) των δέντρων και περιέγραφα όσα είδα και άκουσα.
Ήτο Σεπτέμβριος το 1974.

 

Πραξικόπημαν

15 Ιουλίου 1974, ημέραν Δευτέραν


Έγινεν Πραξικόπημαν διά ανατροπήν του Προέδρου και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ήτο η ώρα 8 και 15 π.μ., ότε ακούσαμεν το ραδιόφωνον να αναγγέλλει το πραξικόπημαν και έλεγαν ότι ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός. Εκ του χωρίου μας νεκροί ήτο τέσσερις, οι ακόλουθοι:

Αντωνάκης Κωστή Παντοπώλη, στρατιώτης ηλικίας 19 ετών. Εκτελούσεν την θητείαν του.

Μηνάς Πιερή Χατζηκωνσταντή, έφεδρος αστυνομικός ηλικίας 26 ετών.

Αντώνης Χριστοδούλου Τρουλλιώτης, εργάτης. Μετέβη εις Λευκωσίαν δι' εργασίαν και ευρέθην εις την διασταύρωσην των πυρών και εφονεύθην, ηλικίας 20 ετών.

Ανδρέας Μιχαήλ Γ. Μιχαηλή, άνεργος. Ευρισκόμενος πάντοτε σε αφασίαν λόγω
δυστυχήματος ευρέθην εις την διασταύρωσην των πυρών και εφονεύθην, 42 ετών.

Επίσης πληγωμένος ήτο ο Δημήτρης Μιχαήλ Σιαμτάνη, πληγωθείς εις την παρειάν και τους οδόντας από σφαίραν, ηλικίας 20 ετών.

 


Τουρκική εισβολή

Η πρώτη εισβολή έγινεν 20 Ιουλίου 1974 και ώραν 5 και 30 προ μεσημβρίαν, ημέραν Σάββατον. Κατά πληροφορίες του ραδιοφώνου κατερρίφθησαν 19 αεροπλάνα. Διάρκεσεν τρεις ημέρας, ήτοι Σάββατον, Κυριακήν και Δευτέραν. Η ώρα 6 μ.μ. έγινεν ανακωχή. Επροχωρήσαν από την Κερύνειαν μέχρι την Λευκωσίαν. Εκ του χωρίου μας Άσσια κατά την 1ην εισβολήν εφονεύθησαν οι εξής:

Χρίστος Φώτη Κοτσινή: Αξιωματικός και γυμναστής του Κυπριακού Στρατού και στρατοδίκης, ηλικίας 42 ετών, φονευθείς εις Καζιβερά μαχόμενος.

Φραγκόπουλλος Κωστή Φράγκου: Στρατιώτης ηλικίας 18 ετών. Εκτελούσεν την στρατιωτικήν θητείαν. Φονευθείς εις το Τζιάος μαχόμενος.

Σάββας Αλεξάνδρου: Στρατιώτης, φονευθείς εις Κοντεμένον μαχόμενος.

 


Οι Τούρκοι εισβάλλουν στην Άσσιαν

Η 2η άλλη τουρκική επίθεση έγινεν εις τας 14 Αυγούστου 1974 και ώραν 5 π.μ., ημέραν Τετάρτην. Ο κόσμος εις το χωρίον μας Άσσια εξεκίνησαν ανύποπτοι διά τας εργασίας των. Οι γεωργοί εις τα αλωνίσματά των, οι βοσκοί εις τα πρόβατά των, οι κηπουροί εις τους κήπους των. Ότε αίφνης ήρχισαν οι βομβαρδισμοί προς το μέρος της Λευκωσίας.

Τότες δύο τουρκικά αεροπλάνα όρμησαν πλησίον του χωρίου. Εις αυτόν το μέρος είχεν πολλά αυτοκίνητα και ήρχισαν να ρίχνουν βόμβες επί των αυτοκινήτων, ότε επροξενήθην μεγάλη πυρκαγιά αλλά ευτυχώς δεν είχαμεν θύματα εκ των βομβαρδισμών. Τότες όλοι οι κάτοικοι του χωρίου έντρομοι συγκεντρώθησαν εις τα σπίθκια των.

Αίφνης ήρχισαν να καταφθάννουν εις το χωρίον Άσσια κάτοικοι των γειτονικών χωρίων της Κυθρέας, έντρομοι εκ των βοβαρδισμών, και εζητούσαν σπίτιν να μείνουν. Όλοι οι κάτοικοι ήτο πρόθυμοι και εφιλοξενούσαν τους πρόσφυγες εις τα σπίθκια των. Δεν εγνωρίζαμεν τι μας επερίμενεν στο ωραίον χωρίον μας.

Ενόσω προχωρούσεν η ώρα, οι βομβαρδισμοί ακούοντο πιο ισχυροί. Εγέμισεν το χωρίον από ξένους των γειτονικών χωριών, και έλεγαν πως η Άσσια δεν ήταν εις το σχέδιον των Τούρκων να την καταλάβουν. Οπότε όλοι εβρήκαν φιλοξενίαν εις το χωρίον και έκαστος εβρήκεν σπίτιν διά διαμονήν. Εις το σπίτιν μου ήλθεν ο ιερέας από το Νέον Χωρίον Κυθρέας με την οικογένειάν του και άλλοι μαζίν του. Εγώ επεριφέρουμουν μέσα εις το χωρίον και έλεγα εις τους κατοίκους να μην αφήσουν ξένους έξω από τα σπίθκια.

Ήτο περίπου η ώρα 2 μετά μεσημβρίαν και ο γαμπρός του αδελφού μου του Πηλή λέγει εις τον γαμπρόν μου να φύγουν, διότι έκλαιαν συνεχώς τα μωρά των, και έφυγαν μαζίν. Εμέναν και του αδελφού μου δεν μας άρεσεν. Ελέγαμεν τα χωρκά εδώ είναι όλα ελληνικά. Τα μέρη της Σκάλας έχουν πολλούς Τούρκους, διατί έφυγαν.

Όταν ήμεθα με τον ιερέαν σπίτιν και επρόκειτο να φάμεν, ακούσαμεν αποτόμως πυροβολισμούς αλλά ενομίσαμεν πως ήτο κρότοι. Αλλά αίφνης ηκούσθησαν καθαρά ότι ήτο αυτόματα όπλα. Εβγήκαμεν εις τον δρόμον τρεχτοί. Ήρθεν ο Παναγιώτης του αδελφού μου του Πηλή με αυτοκίνητον Λάντροβερ και μας λέγει:

-Έρχονται τανκς εις το χωρίον τουρκικά και να φύγουμεν.

Έβγαλεν το αυτοκίνητόν του έξω από το γκαράζ και άφησεν το Λάντροβερ ξεκινημένον.
-Φώναξε του Παναγιώτη σου να σας πάρει και εσάς, μου λέγει, με το Λάντροβερ.

Έβαλεν μέσα στο δικόν του όσους εμπορούσεν και έφυγεν.

-Έφυγα από το χωρίον μου και ήρθα εις την Άσσιαν να μας πιάσουν αιχμαλώτους, ήρχισεν να λέγει ο ιερέας.

-Πάρ' το αυτοκίνητόν σου και τρέξε να φύγεις, του είπουν.

Ήτο η ώρα 2 και 15 μ.μ. ότε ήρχισαν να βάλλουν οι Τούρκοι εναντίον του χωρίου. Τότες ήρχισαν και οι ξένοι και όλοι οι χωριανοί να τρέχουν μέσα εις τους δρόμους και να ζητούν μέσον, διά να φύγουν τον κίνδυνον που μας απειλούσεν. Έγινεν πανικός μέσα εις το ήσυχον αυτόν χωρίον.

Έτρεξα και γω όσον εμπορούσα. Επήγα εις του Παναγιώτη και εφώναξα δύο τρεις φοράς. Όταν είδα πως έφυγεν, εγύρισα πίσω, αλλά δεν εβρήκα κανέναν. Έφυγεν και ο παπάς του Νέου Χωρίου Κυθρέας που ήτο σπίτιν μου μετά της συζύγου του και των τέκνων του και άλλων που ήλθαν μαζίν εις το χωρίον μας.

Ούτε είδα κανέναν από τα τέκνα μου ούτε και την σύζυγόν μου. Δεν ήξευρα τι έγιναν, με ποίον αυτοκίνητον έφυγαν. Ευτυχώς, όπως έμαθα μετά, επέρασεν ο Χρίστος του Ντζώρτζου με το αυτοκίνητόν του, και επειδή ήτο μεγάλον, έβαλεν πολλούς και έφυγαν όλα τα παιδιά μου. Εγώ όμως όσες ημέρες ήμουν στο χωρκόν, δεν ήξευρα τίποτε.

Δεν εχρειάσθην πολλή ώρα να περικυκλωθεί όλον το χωρίον από άρματα μάχης και τανκς και πεζικόν. Η ώρα 2 και 30 μ.μ. έκλεισεν όλη η έξοδος από το χωρίον. Εγκλωβισθήκαν και χωριανοί και πολλοί ξένοι που δεν επρόφθασαν να φύγουν. Μόνον εκρήξεις και βολές των αυτομάτων όπλων ηκούοντο.


Οι πρώτες μέρες του εγκλωβισμού - Πρώτη επαφή με τους γειτόνους

Προς στιγμήν ήλθαν όλα εις την σκέψην μου. Πού να κρυφτώ από τες σφαίρες που εππέφταν όπως το χαλάζιν. Όπως άκουα τους κρότους, έρχονταν από την Αφάγκειαν και την Αγγαστίναν. Επήρα τον τοίχον των σπιθκιών και επήγα έσσω. Μου ήλθεν η σκέψη και είπουν ότι ο λάκκος είναι προτιμότερος που κάθε άλλον μέρος. Τότες εκατέβηκα κάτω μέχρι το νερόν. Κατέβηκα μέσα. Ήτο σχεδόν μέχρι τον ώμον μου το νερόν. Είχεν μίαν τρύπαν, έναν λαούμιν 5 πόδκια, και επροχώρησα μέσα, ούτως ώστε εάν έβλεπεν κανείς μέσα να μην με δει.

Όπως εμάθαμεν αργόττερα, μετά παρέλευσην μίας ώρας όρμησεν το πεζικόν μέσα εις το χωρίον και ήρχισαν να φονεύουν εν ψυχρώ κάθε ηλικίας άτομα και ήρχισαν να μαζεύουν από κάθε σπίτιν αδιακρίτως ηλικίας και τους συγκέντρωνναν έξω από το χωρίον. Τους έδενναν τα χέρια με σύρμαν (ττέλιν) εις τα οπίσω. Τους έβγαλλαν τα παπούτσια και τους άφηνναν ξυπόλυτους μέσα εις τα αγκάθια.

Όταν ήλθεν η νύκτα, τους έκλεισαν μέσα εις τα σπίθκια τους. Άνδρες χωριστά και τες γυναίκες χωριστά, ούτε τροφήν ούτε και νερόν. Δεν ημπορεί ο ανθρώπινος νους να φαντασθεί την αγριοσύνην των Τούρκων που επέδειξαν εις τα αθώα αυτά πλάσματα. Ούτε αυτά τα άγρια θηρία το θύμαν τους δεν το μεταχειρίζουνται με αυτόν τον τρόπον. Να ζητά έναν παιδίν νερόν και να υπάρχει νερόν και να μην του δίδει. Να λέγει «πεινώ» και να μην του δίδει τροφήν. Όχι παντός από τα δικά του ο Τούρκος αλλά από αυτά που έχει ο ίδιος από το σπίτιν του.

Την νύχταν μόνον εκρήξεις και βολές των αυτομάτων όπλων ηκούοντο. Από τους κρότους των οβίδων εσείετο η γη. Έμεινα μέχρι και έγινεν σκότος πολλύν και εσταματήσαν κάπως οι βολές. Επήρα τα σκαλιά και εβγήκα έξω, έδησα την κεφαλήν μου και εκρύβηκα μέσα εις το σιτάριν που είχα εις το σπίτιν.

Επέρασεν η 14η Αυγούστου 1974 ημέρα Τετάρτη και εβρίσκει την Άσσιαν εις τα χέρια των άγριων Τούρκων. Εις τας 15/8/74, ημέραν Πέμπτην, ήρχισαν τας λεηλασίας, τους φόνους, τας καταστροφάς. Όλην την νύχταν και όλην την ημέραν ηκούοντο πυροβολισμοί και πάνω σε άτομα και δι' εκφοβισμόν. Μαζί με τους στρατιώτες τους Τούρκους ήρχοντο και Κυπραίοι από τα γειτονικά χωρία διά λεηλασίας και ατιμίας. Ήτο όπως τους δαίμονες της κολάσεως.

Έμπροσθέν μας εισήρχοντο εις τα σπίθκια μας και ήρπαζον οτιδήποτε είχαμεν, τας επιπλώσεις μας, τα ζώα μας, τα γεννήματά μας. Ήρχοντο από τα γειτονικά χωριά με αυτοκίνητα, τράκτορ με τες άμαξες πίσω, εισήρχοντο μέσα εις τα σπίθκια και μαζίν τους ήρχοντο και Τούρκισσες και τέκνα μικρά και έπαιρναν έμπροσθέν μας τα έπιπλα. Έβλεπες να παίρνουν άλλοι έπιπλα, άλλοι πρόβατα, άλλοι αίγες, άλλοι αγελάδες, δαμάλια και οτιδήποτε ήθελαν. Σε πολλές περιπτώσεις έβαλλαν και τους ίδιους τους κατοίκους να βοηθούν εις την μεταφοράν επί των οχημάτων τών επίπλων των. Επί έξι ημέρας ελεηλατούσαν το χωρίον και εφόνευαν αδιακρίτως ηλικίας.

Όταν ήρχισεν να φέγγει εις τας 15.8.74, ήρχισα να κρύβω χρήματα και ό,τι άλλον που μου ήρχετο η ιδέα να κρύψω. Μετά εχώστηκα μέσα εις κάτι κλωνιά των δέντρων που είχαν πάνω τριφύλλια ξερά. Με έναν βαττίν νερόν επέρασα την Πέμπτην κρυμμένος.

Όταν ενύχτωσεν, ήθελα να ερευνήσω, εάν εγκλωβίσθηκαν και άλλοι μέσα εις το χωρίον.Την τελευταίαν ώραν που ηκούοντο οι πυροβολισμοί την Τετάρτην ήρχετο και ο Κωστής Μαλλιάππη με τα πρόβατα, που ήτο έξω από το χωρκόν. Αυτός θα ήτο μέσα, υπολόγισα.

Την Παρασκευήν, όταν άρχιζεν να φέξει, επαρατήρησα από την αρσέραν του σπιθκιού μου προς τα σπίθκια του και είδα την κόρην του. Μετά είδα και εις του Σάββα Χαπερή δύο παιδιά. Ήτο ο γιος του Τάκη του Αρβίλη και ο γιος του Κωστή του Μαλλιάππη, ο Χριστάκης. Επέταξά τους μίαν πετρούαν να με δουν, αλλά, όταν έππεσεν κοντά τους η πέτρα, έφυγαν και ούτε με πρόσεξαν.

Τότες ήθελα να περάσω εις του Σάββα, αλλά πώς. Από τον τοίχον θα με έβλεπαν και θα με ετουφέκκιζαν. Να τρυπήσω τον τοίχον μου ήλθεν η ιδέα. Επήρα την κουνιάν που κόφκουμεν δένδρα και τριφτήν εις το πλιθθάριν ετρύπησα τον τοίχον. Δεν εκτυπούσα, γιατί θα άκουαν και θα έρχοντο. Όταν επέρασα και επροχώρησα εις τα σπίθκια του, είχεν πολλούς, πάνω που είκοσι άτομα, Ασσιώτες και Αφαντίτες. Όταν με είδαν, αρχίσαν να με ρωτούν.

-Δεν ηξεύρω τίποτε, τους είπουν. Πώς περνάτε εσείς;

-Πολλήν πείναν.

-Να πάμεν να γαλέψουμεν τες αίγες να φέρουμεν γάλαν, να το ψήσουμεν να φάμεν, λέγω του Σάββα. (Εις την αρχήν εφοβείτο). Περνώ πρώτος εγώ, και μετά έρχεσαι και εσύ.

Επέρασα πρώτος και μετά και ο Σάββας. Εγαλέψαμεν την αίγιαν την δικήν μου και μετά
ετρύπησα και τον τοίχον του αδελφού μου του Πηλή. Και πάλιν ήλθεν ο Σάββας και εγάλεψέν τες και εκείνες. Επήρεν το γάλαν εις το σπίτιν του και του έδωσα και αλεύριν και πήρεν. Εγώ άφησα λίγον και το έβρασα.

Όταν το έβαλα εις τον αέραν να κρυάνει να το πιω, ήλθαν δύο Τούρκοι εις την αυλήν, αλλά δεν με επρόσεξαν. Τους εφώναξα εγώ και τους έδειξα το γάλαν που ήτο μέσα εις την μαγείρισσαν, και τους έβαλα μέσα εις την καντήλαν. Τους έδωσα να πιουν. Εκτυπούσαν τα χείλη τους και μου έδειξαν με νόημαν πως δεν θέλουν. Με ερώτησαν, εάν έχω σπίτιν όπλα. Τους έδειξα τα αμμάδκια μου πως δεν βλέπω, πώς θα έχω όπλα.

Ο ένας επροχώρησεν εις τα σπίθκια και ο άλλος έμεινεν κοντά μου. Με τα νοήματα με ηρώτησεν πόσων χρονών είμαι. Πάλιν με τα δάκτυλά μου του έδειξα πως είμαι 72 ετών. Του το είπουν και τούρκικα. Του είπουν αυτόν το χωρκόν το λέγουν Ππασιά Κκιογιού. Εσύ πόθθεν είσαι. Μου είπεν Μερσίνα και είναι 26 χρονών. Μου έδωσεν και έναν τσιγάρον και τον άψαμεν.

Ήλθεν και ο άλλος που επήγεν και ερεύνησεν. Του έδωσα και αυτού έναν ποτήριν γάλαν αλλά πάλιν δεν επήρεν. Είδεν την μηχανήν που αλέθουν αρτύματα και κανέλλαν. Του κίνησεν την περιέργειαν αλλά του έδειξα εις τι χρησιμοποιείται. Και τότες επροχωρήσαν εις την πόρταν να φύγουν. Επήγα ξοπίσω τους. Αλλά όταν έβγαινναν από την πόρταν, με τα νοήματα μού είπαν να μην ξεβώ έξω και τουφεκκίζουν με.

Ήπια το γάλαν και μετά επέρασα από την τρύπαν και επήγα πάλιν εις του Σάββα. Αλλά εκεί έμαθα πως ήλθαν Τούρκοι και επιάσαν τον Κωστήν του Μαλλιάππη με τον γιον του, τον Τάκην του Αρβίλη με τον γιον του, τον Χρίστον του Ζαννέττου με τον γαμπρόν του, τον Χαμπήν του Γιωρκουνή με έναν Παλαικυθρίτην και έναν Αφαντίτην. Όσους αδρώπους είχεν τους επήραν όλους.

-Εάν δεν ήρχεσο μαζίν μου, θα σε έπιανναν και εσέναν, λέγω του Σάββα. Να μη φοβάσαι. Ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει.

Έμεινα κοντά τους. Έθελα να πάω να κρυφτώ, αλλά μου είπαν όλοι «μείνε κοντά μας και φοβούμεθα».

Μετά από λλίγην ώραν, περίπου μίαν ώραν, 10 π.μ. 16.8.1974, ήλθαν άλλοι και μαζίν τους ο Αρίφης του Κουτσοχάσανου. Όταν με είδεν, μου είπεν:
-Ίντα χαπάρκα, θκειε Γιώρκο;

-Έτο ίνταν που επάθαμεν.

Πάλιν έφυγαν και αυτοί.

 



Πρώτες πληροφορίες για νεκρούς, λεηλασίες, αιχμαλώτους

Εκείνην την ημέραν, την Παρασκευήν 16.8.1974, ήρχισαν ορισμένες γερόντισσες να κυκλοφορούν μέσα εις τους δρόμους με τα χέρια πάνω. Και μετέβαινναν εις τα σπίθκια των τέκνων των να μάθουν τι έγινεν μέσα εις αυτήν την κόλασην, όπως την αποκαλούμεν. Όταν είδαν τες καταστροφές, τους σκοτωμένους από σφαίρες, επροχωρούσαν με δάκρυα εις τα μμάθκια.

Οι δρόμοι ήτο γεμάτοι από νεκρούς, από πρόβατα ψοφισμένα, άλλα από δίψαν και άλλα από σφαίρες. Χοίρους και άλογα και παντός είδους ζώα. Επίσης και αυτοκίνητα σπασμένα, πλακωμένα υπό των τανκς. Όλα τα μηχανοκίνητα, τράκτορ, κκομπάγια, αυτοκίνητα όλα τα άρπαζαν έμπροσθέν μας. Εκείνα που δεν ημπορούσαν να τα ξεκινήσουν τα έδενναν πίσω σε άλλα οχήματα και τα μετέφεραν εις άγνωστον μέρος δι' ημάς.

Όταν έγινεν η κυκλοφορία μέσα εις τους δρόμους υπό των γερόντισσων, και έβλεπαν τους νεκρούς και τους εγνώριζαν ποίοι ήτο και έλεγαν τα ονόματά των, έγινεν μέσα εις το χωρίον μεγάλη λύπη που δεν περιγράφεται. Κάθε ένας εζητούσεν τον συγγενήν του. Ο πατέρας και η μητέρα τα τέκνα. Και τα τέκνα τους γονείς των. Το Σάββατον 17.8.1974 εμαθθαίνναμεν τα θύματα που υπήρχαν μέσα εις το χωρίον. Μέσον του ραδιοφώνου ακούαμεν να ζητούνται τα ονόματα των συγγενών και γνωστών των.

Οι Τούρκοι εισήρχοντο εις τα σπίθκια και ήρπαζαν ό,τι τους ηρέσκετο. Οι Τούρκοι της Τουρκίας ήθελαν χρήματα και ατιμίες. Της Κύπρου οι Τούρκοι ήρπαζαν από σπίθκια ό,τι ήθελαν. Εκυκλοφορούσαν από ενορίαν εις ενορίαν, εις κάθε δρόμον και κάθε σπίτιν. Μαζίν των Τούρκων της Τουρκίας εκυκλοφορούσαν και Τούρκοι Κυπραίοι, που πολλούς εξ αυτών τους εγνωρίζαμεν.

Από την Πέμπτην 15.8.1974 ήρχισαν να παίρνουν ως ομήρους και νέους και γέροντες, πολλοί εξ αυτών και ηλικίας μέχρι 75 ετών. Τους εταλαιπωρούσαν δύο και τρεις ημέρες. Άλλους έφεραν πίσω και άλλους δεν εφάνησαν τα ίχνη των. Ήτο μία ατελείωτη ανυπομονησία και φόβος, που δεν είχαμεν να κάμουμεν με έναν πολιτισμένον κόσμον, παρά μόνον με έναν άγριον λαόν. Όπως ακούομεν ότι υπάρχουν ανθρωποφάγοι, έτσι τους περιγράφουμεν.

Με τον τρόπον αυτόν εσυνέχιζαν επί ημέρες, ούτε να δίδουν εις κανέναν, εάν τους έλεγες «πεινούμεν, θέλουμεν ψωμίν», μας έλεγαν «και ημείς πεινούμεν». Σε πολλά σπίθκια δεν υπήρχεν νερόν και όσους ήτο μέσα δεν τους επιτρέπαν να πάσιν εις άλλον σπίτιν να πάρουν νερόν να πιουν. Έπινναν από λάκκους των σπιθκιών, που το νερόν ήτο ακατάλληλον διά πόσην.

Αυτήν την ημέραν επήγα σπίτιν και έμεινα κρυμμένος μέσα εις τα χόρτα του τριφυλλιού (σανός). Και όταν έγινεν νύκτα, εξέβαιννα έξω και επήγαιννα εις του Σάββα και εμεινίσκαμεν όλοι μαζίν. Όταν άρχιζεν να χαράσσει το φως, επήγαιννα εις το σπίτιν, έβαλλα σιτάριν μέσα εις τας σακκούλλας και το έχωννα μέσα εις το άχυρον. Κάπου 40 κιλά το έκρυψα μέσα. Είχα και χαλλούμια 6 λαμιτζάνες, 25 οκκάδες περίπου κάθε μια. Πάλιν τες έκρυψα μέσα στο άχυρον. Ετελείωσεν και η 16.8.1974, ημέρα Παρασκευή.

Την νύκταν η ώρα 7.30 μ.μ. είδα φως εις του Χαμπή του Γιωρκουνή και εκατάλαβα πως είχεν πλάσματα μέσα. Επέρασα τον δρόμον σιγά σιγά και επλησίασα εις την πόρταν του Χαμπή και την εκτύπησα και σιγά του εφώναξα δύο τρεις φορές.

-Χαμπή, του είπουν. Είμαι ο Γιώρκος ο Μουκτάρης.

Τότες μου άννοιξεν και εμπήκα έσσω. Και τι βλέπω, κάπου είκοσι άτομα, Ασσιώτες και ξένοι. Μου είπαν: «Πεινούμεν, δεν έχουμεν να φάμεν τίποτε». Πάλιν επήγα εις το σπίτιν, έπιασα αλεύριν, χαλλούμια, τραχανάν, πουρκούριν και τους επήρα. Μετά μου είπαν: «Έχει και εις του Χρίστου του Ζαννέττου πλάσματα».

Πάλιν επήγα και εις του Χρίστου και τους επήρα αλεύριν, τραχανάν και πουρκούριν. Και με αυτόν τον τρόπον εσυνέχισα, μέχρι την ημέραν που μας ανακάλυψαν και μας έπιασαν όλους. Όλην την νύκταν έκρυβα πράγματα εις το σπίτιν και ετροφοδότουν τα γειτονικά σπίθκια από τροφές, και όλην την ημέραν κρυμμένος. Είχα και πρόβατα και αίγιες, αρνιά, ρίφια, κουνέλια και τα ετροφοδότουν και αυτά πριν ξημερώσει. Και εις το σπίτιν μου και εις του αδελφού μου του Μιχαήλη. Δεν ημποραφαντασθείς πόσον εκοπίαζα όλην την νύκταν.

Αλλά ευτυχώς είχα εις το σπίτιν όλα τα χρειαζόμενα. Όταν έγινεν η εισβολή εις την Κερύνειαν, εγώ και ο αδελφός μου εσηκωθήκαμεν και ελέσαμεν σιτάριν (αλεύριν). Εκάμαμεν τραχανάν και πουρκούριν και από αυτά διένειμα εις τα γειτονικά σπίθκια.

Οι πρώτοι Τούρκοι που με εβρήκαν με ηρώτησαν πόσων χρονών είμαι και τους είπουν 72 ετών. Με ηρώτησαν, εάν έχω γυναίκαν. Τους είπουν ψέματα πως επήγεν εις την Αγγλίαν και θα πάγω και εγώ, όταν παραδώσω τα σιτηρά που έχω εις το σπίτιν μου.

Επίσης έναν δύμμαν του ήλιου ήρχισα να τραβώ νερόν από τον λάκκον να ποτίσω όλα αυτά που είχα σπίτιν μου, ότε αίφνης εκτύπησεν η πόρτα και εφώναξεν η Παρασκευού του Τσιάκκα.

-Ρα κοπελλούδες.

Επήγα εμπρός της εγώ.

-Γιώρκο, μου λέγει. Αυτή η ΕΟΚΑ τι θέλει πάλιν; Ήρθαν τρεις με τα όπλα εις το σπίτιν, εκουντήσαν την πόρταν και εμπήκαν έσσω, είδαν και έφυγαν.

Δεν ήξευρεν τι εγίνετο. Ούτε εγώ της το είπουν πως ήλθαν Τούρκοι εις το χωρίον. Την ερώτησα, εάν πεινά να της δώσω να φάγει. Εκάθισεν. Και πάλιν επήγα εις τον λάκκον να σύρω νερόν. Αίφνης εκτυπήσαν την πόρταν που είχα κριθθάριν μέσα. Όταν άκουσα να κτυπούν την πόρταν, εγώ επήγα πάλιν κοντά εις την Παρασσιευκούν (Κουζούν) και την ερώτουν πάλιν, εάν πεινά να γαλέψω τες αίγιες να της δώσω να φάγει.

Τότες ήλθαν πάλιν τρεις οπλισμένοι. Με ερώτησαν πόσων χρονών είμαι και με τα νοήματα τούς είπα 72 χρονών. Με ερώτησαν αυτή η κοτζιάκαρη τι μου είναι. Τους είπουν είναι γυναίκα μου. Μου είπαν πάλιν: «Αυτή είναι μεγάλη πολλά από εσένα». Τους είπουν: «Ππαρά τσιοκ ματέμ, ππαρά τσιοκ εητήρ». Αυτοί ήταν Κυπραίοι όπως εκατάλαβα, και όπως υποψιάζουμουν θα με εξεύραν και δεν έκαμαν καμίαν έρευναν, διότι έφυγαν από την πόρταν εις τον δρόμον.

 

Αποφάσισα να κάμω μίαν έρευναν στους δρόμους του χωρκού και στα σπίτια των τέκνων μου

Μίαν ημέραν, όπως υπολογίζω 16.8.74 ημέραν Παρασκευήν, επερνούσεν από εμπρός εις το σπίτιν του Σάββα η Ευαγγελία του Χατζηχριστοφόρου και της εφώναξα και ήλθεν μέσα και την ερωτήσαμεν τι είδεν εις τον δρόμον που επέρασεν. Τότες μας είπεν:

-Eξεκίνησα από το σπίτιν μου να πάγω να δω τι έγινεν η κόρη μου και τι να δω. Οι δρόμοι γεμάτοι σκοτωμένους. Είδα τον Κωστήν του Κυριάκου Σιήσκου, τον Χρίστον Γ. Σιήσκου, τον Γιωρκήν του Πέτρου Ζωγράφου. Παρακάτω είδα κοντά εις την εκκλησίαν του Προφήτη Ηλία τρεις σκοτωμένους αλλά δεν τους εγνώρισα. Είναι νέοι. Είναι και η αδελφή μου η Ουρανία Γεωργίου Παρτού σκοτωμένη. Επίσης έχω την ιδέαν πως είναι και η θεία σου η Χατζινού σκοτωμένη.

Δεν φαντάζεσαι πόσον ελυπήθηκα, διότι μέσα εις τόσον ολίγην απόστασην που επερπάτησεν και είδεν τόσους σκοτωμένους. Εφαντάσθηκα θα έχουμεν εκατοντάδες σκοτωμένους. Και έτσι επερίμενα, πότε θα νυκτώσει να ερευνήσω μέσα εις τους δρόμους, να παρατηρήσω ποίοι είναι.

Την άλλην ημέραν, το Σάββατον, πριν αρχίσει το φως να φέγγει, επήρα τον δρόμον που προχωρεί από τα σπίθκια του Ηλία του Μανή προς την εκκλησίαν του Τιμίου Προδρόμου. Είδα απέναντι των σπιθκιών του Κύπρου, του γαμβρού του Γιαννουδκιού, ασβέστην χαμαί στην γην. Έδειχνεν σημεία ότι είχεν σκοτωμένον και τον εσήκωσαν. Επροχώρησα κάτω από την εκκλησίαν και είδα τον Κωστήν του Κυριάκου Σιήσκου. Είχεν ασβέστην πάνω του. Κάτωμερου είδα τον Χρίστον του Γεωργίου Σιήσκου. Ολίγον έξω από την πόρταν του ο Γεώργιος Πέτρου Ζωγράφου μέσα εις το σπίτιν του. Επροχώρησα εις το σπίτιν της θείας μου της Χατζινούς. Ερεύνησα εις το σπίτιν της και δεν είδα τίποτες.

Μετά επροχώρησα κάτω μέχρι της Ανδρονίκης του Μωυσή, δεν είδα τίποτε εμπρός μου. Παρά μόνον ήρχετο πολλύς βρόμος παραπλεύρως του δρόμου από τους ευκαλύπτους από την δύσην, διότι εφυσούσεν δυτικός αλαφρός αέρας. Θα είχεν πολλούς σκοτωμένους, εσκέφτηκα. Μου ήλθεν η ιδέα και εστράφηκα πίσω.

Επήρα τον δρόμον αντίκρυ των σπιθκιών του Κώστα του Κωμοδρόμου, του Ξενοφού, και ήλθα μέχρι τον Προφήτην Ηλίαν. Μέσα εις τον δρόμον εδιάκρινα νεκρούς. Επλησίασα και μετά δυσκολίας επρόσεξα τρεις σκοτωμένους, απόστασην ο εις από τον άλλον έξι έως οκτώ βήματα. Έσκυψα, παρατηρώ ήταν ο Γεώργιος Ναθαναήλ Πίττα, ο Κωστής Κάρουλλα και ο Γεώργιος Χρυσοστόμου. Μετά δυσκολίας τους εγνώρισα, διότι ήτο σχεδόν παραμορφωμένοι, και από τον βρόμον τον πολλύν εκόντευεν να λιποθυμήσω.

Επροχώρησα έως την εκκλησίαν Αγίου Γεωργίου. Βλέπω την καμπάναν ππεσούμενην κάτω και τες πόρτες αννοιχτές. Από την πόρταν της εκκλησίας επαρατήρησα μέσα αλλά ήτο σκοτεινά και δεν εδιάκρινα τίποτα. Τα μανουάλια που αφταίννουν τα κεριά εμπρός των αγίων εικόνων έλειπαν. Τότες πάλιν βιαστικά έφυγα και επροχώρησα προς νότον. Επέρασα αντίκρυ των σπιθκιών του Ποστολή του Αφαντίτη και έφθασα έως την Συνεργατικήν. Όλα ήτο αννοικτά, και Συνεργατική και Παντοπωλείον, και εμπορεύματα σκορπισμένα. Προς στιγμήν τα περιεργάσθηκα και επροχώρησα προς τα επάνω μέχρι το άλλον παντοπωλείον. Και αυτόν αννοικτόν. Έφυγα, διότι ήρχισεν να φέγγει καλά. Επήγα σπίτιν. Επέρασα από αντίκρυ των σπιθκιών του Κωστάντινου του Δημητρό.

Όταν επήγα σπίτιν πάλιν, ό,τι εσκέφτουμουν να χώσω χαμαί στην γην το έκαμνα. Επήρα τα ρούχα που είχαμεν μέσα εις το ερμάριν, τα έβαλα εις σακκούλλες και τες έβαλα μέσα εις κάτι κάσιες μεγάλες που είχα σπίτιν, και από πάνω τους έβαλα κριθθάριν. Ενομίζαμεν πως σε ολίγες ημέρες θα επέμβαινναν τα κράτη να τους διώξουν από την Κύπρον. Επίσης το ψυγείον και αυτόν το έβαλα μέσα εις το άχερον. Κάθε ημέραν ό,τι εσκέπτουμουν το έχωννα.

Επίσης και κάθε πρωίν πριν κινηθούν οι Τούρκοι, έπαιρνα εις του Σάββα και εις του Χαμπή αλεύριν, τραχανάν, πουρκούριν, χαλλούμια και οτιδήποτε είχα εις το σπίτιν, διά να τρώμεν όλην την ημέραν. Επί οκτώ ημέρας που ήμεθα εγκλωβισμένοι εις τα σπίθκια μας δεν εσταμάτουν τίποτε. Επεριποιούμουν τα πρόβατά μου και εις του αδελφού μου του Πηλή τες αίγιες του, τα πουλιά που έλεγεν θα τα έσφαζεν εις τον γάμον του γιου του του Παναγιώτη.

Έναν πρωίν, πριν ξημερώσει, έμπηκα εις τα σπίθκια της κόρης του αδελφού μου και τι να δω. Όλα αναποδογυρισμένα, δεν είχεν τίποτε εις τον τόπον του. Άλλα σπασμένα, άλλα αρπαγμένα. Ήτο ερημία. Μετά, την άλλην ημέραν, πάλιν επήγα εις τα σπίθκια των τέκνων μου αλλά τι να δω, όλα άνω κάτω. Ήλθεν και ο συμπέθθερος μου ο Σάββας με την συμπεθθεράν. Εγώ με τον συμπέθθερον επήραμεν ρούχα από το ερμάριν, τα εβάλαμεν μέσα εις σακκούλλες και τα εχώσαμεν μέσα εις το άχερον. Η συμπεθθερά έλαβεν από την ασημοθήκην κάτι και τα έκρυψεν. Με ερωτούσαν, εάν είδα τον Παναγιώτην και την Μαρούλλαν, εάν έφυγαν. Πάντως τους είπα ότι ήλθα πριν έλθουν οι Τούρκοι. Ήλθα και εφώναξα και δεν ήτο, έφυγαν.

Επήγα εις τα σπίθκια της κόρης μου της Ρίτας. Και αυτά ήτο όλα αναποδογυρισμένα και πολλά αρπαγμένα. Δεν σε εβάσταν η καρδιά σου να βλέπεις αυτές τες αρπαγές και καταστροφές. Ήτο κόλαση.

Επήγα μετά εις τα σπίθκια της κόρης μου της Ελένης. Όταν αντίκρισα αυτήν την καταστροφήν, κατελήφθηκα από λύσσαν από τον θυμόν μου. Τα σπίθκια όλα αννοικτά και τα έπιπλα όλα αναποδογυρισμένα, και εις το σπίτιν που ήτο το γραφείον και εκεντούσεν μέσα η κόρη μου ήτο γραφείον τους Τούρκους. Επάνω εις την γωνίαν της βεράντας η τούρκικη σημαία. Την τραπεζαρίαν την έβαλαν μέσα εις το γραφείον και ήτο πάνω ο χάρτης της Κύπρου αννοικτός και επάνω μολύβια. Είπουν τότες: «Αυτόν είναι το στρατηγείον τους. Κατάρα και ανάθθεμαν εις τους αίτιους αυτού του κακού που εβρήκεν την Κύπρον. Με τόσους κόπους με τόσα έξοδα, είπουν, και σήμμερον να βλέπω τα σπίθκια των τέκνων μου λεηλατημένα από τους βάρβαρους Τούρκους». Έφυγα πάλιν και επήγα εις το σπίτιν μου και εκρύφθηκα.

Όλην την ημέραν εβρίσκουμουν θυμωμένος. Όσα είδα δεν ήτο πράματα που υποφέροντο. Προς στιγμήν εκόντευεν να πάθει ασφυξίαν ο εγκέφαλός μου αλλά τα αντίκριζα με πολλήν ψυχραιμίαν.

Κυριακήν 18.8.1974, όπως εμάθαμεν, επήραν τον Λάμπρον Αντωνή Πιερή που είχεν εκσκαφέαν, και τους νεκρούς τους επήρεν και τους έθαψεν μέσα εις τα χαρακώματα, που είχαμεν διά προφύλαξην από τους βομβαρδισμούς. Ήταν μαζίν του ο συμπέθθερος ο Σάββας, ο Αντωνής του Τταμπή και ο Μισιέλλης του Τταμπή. Μέχρι την Κυριακήν εμάθαμεν τα θύματα που είχαμεν, διότι άρχισεν και εκινείτο ο κόσμος εις τους δρόμους.

Εις τας 19.8.1974, Δευτέραν, έβαλαν πάνω εις αυτοκίνητα δικά τους κατοίκους του χωρίου και εφώναξαν να πάσιν όλοι εις το πάνω καφενείον της εκκλησίας Τιμίου Προδρόμου, να γράψουν τα ονόματα των οικογενειών των, και να τους δώσουν τρόφιμα. Τότες εμπιστεύθηκαν πολλοί και επήγαν, αλλά ήτο απάτην που έκαμαν. Άλλους έπιασαν και τους εκράτησαν και άλλους τους εκτύπησαν ανηλεώς. Ό,τι το άγριον σκεφθεί ο νους του ανθρώπου το έκαμναν. Αρπαγές περιουσιών, σφαγές εν ψυχρώ, ατιμίες έμπροσθεν των ατόμων, όπως αυτά τα κτήνη που είναι ξαπόλυτα. Δεν εσέβοντο ούτε νέους ούτε και γερόντισσες.

Την Τρίτην 20.8.1974 εσυνεχίζοντο οι αρπαγές των περιουσιών και πυροβολισμοί δι' εκφοβισμόν, διά να φοβούμεθα να μην τους βλέπουμεν και να γνωρίζουμεν πολλούς εξ αυτών που ήτο από τα γειτονικά χωριά. Η ζωή εκατάντησεν ανυπόφορη λόγω του φόβου, της πείνας, του βρόμου από σκοτωμένα άτομα και ψοφισμένα ζώα και ενομίζαμεν πως θα επεθαίναμεν όλοι από αρρώστιες.


Με συλλαμβάνουν οι Τούρκοι

Εγώ εσυνέχιζα να διανέμω τρόφιμα εις τα γειτονικά σπίθκια. Την Τετάρτην 21.8.1974 τους επήρα αλεύριν από το πρωίν και τους είπουν το μεσημέριν που θα ψηθούν οι πίττες να έλθω να φάγω βραστές με το χαλλούμιν, διότι κρυές δεν τρώγουνταν.

Όπως τους είπουν, το μεσημέριν επήγα αλλά τι να δώ. Πίττες επάνω εις το τραπέζιν, χαλλούμια κομμάθκια σκορπισμένα αλλά κανέναν δεν είδα να βρίσκεται εις το σπίτιν του Σάββα. Όπως αντιλήφθηκα ήλθαν οι Τούρκοι και τους έπιασαν. Εκάθισα να φάγω τότες, διότι όπως υπολόγισα αυτούς τους έπιασαν, ερευνήθην το σπίτιν. Δεν θα έλθουν πίσω πλέον να ερευνήσουν, να καθίσω να φάγω.

Και εκάθισα και άρχισα με πολλήν πείναν να τρώγω. Αλλά αίφνης άκουσα δυνατά κτυπήματα εις την πόρταν. «Ήλθαν πάλιν πίσω οι Τούρκοι», είπουν. Και τότες εσκέφθηκα: «Nα φύγω δεν θα προκάμω, να μείνω άντικρυ εις το τραπέζι και να συνεχίσω να τρώγω αμέριμνος». Όπως έτρωγα, ήλθαν αίφνης εμπρός μου κάμποσοι Τούρκοι. Έκαμα πως δεν ήξευρα τίποτες. Μου εφώναξαν. Εγώ έβαλα τα χέρια μου εις το πρόσωπόν μου, διά να τους δω.

-Α, α, α, τους είπουν. Κελ, γεκιτσέκ πίττα βαρ, χαλλούμ βαρ, κελ.

Έλαβα μίαν πίτταν, τους την εποτάβρισα, αλλά δεν την επήραν. Εκτυπούσαν τα χείλη τους. Μου λέγουν:

-Χάτε, Γιορού, Τσαππούκ. Χάτε, καστί.

Εσηκώσθηκα πάνω αλλά πριν σηκωθώ, με έλαβεν ένας τους από την μασχάλην και με εσήκωσεν. Άρπαξεν πίττες και μου έδωσεν και μου είπεν «αλ γεκιτσέκ». Έλαβα και εγώ έναν κομμάτιν χαλλούμιν και άρχισα να τρώγω και αυτός με επαρακολουθούσεν.

Επροχωρήσαμεν μαζίν μέχρι εις τα καφενεία της Πάνω Ενορίας. Όταν επροχωρούσα, από μακριά αντιλήφθηκα τι εγίνετο εις το μέρος αυτόν. Επάνω εις το καφενείον εις την βεράνταν του Ανδρέα του Χρίστουκκου εστέκοντο στρατιώτες. Όταν επερνούσαμεν από εμπρός τους, μας έβλεπαν και έπαιρναν εκείνον που ήρχετο εις τον νουν των. Επροσποιήθηκα τελείως τον γέρονταν, διότι και πρωτύττερα ήμουν κακοντυμένος. Μίαν βράκαν λερωμένην, έναν πουκάμισον σχισμένον, ένα καππέλλον ρούχενον και αυτόν σχισμένον. Τα γένια μου αξούριστα. Ενομίζαν πως ήμουν 80 χρονών και άνω.

Όταν επέρασα αντίκρυ τους, ένας Τούρκος με έπιασεν από την μασχάλην και με εκούντησεν και επέρασα μέσα εις τους γερόντους και τες γυναίκες. Το τι είδα ήτο πολλά ανατριχητικόν. Έπαιρναν τα πρόσωπα πάνω εις την βεράνταν, ένας Τούρκος εβάσταν ττέλλιν κόκκινον, τους εβάλλαν τα χέρια πίσω και τα έδενναν και τους έστηνναν στον τοίχον.

Επροχωρήσαμεν μέχρι το μαχαζίν του Παναγιώτη Χατζηδανιήλ. Μας έβαλαν μέσα εις το μαχαζίν και εις το καφενείον του Πάρπα, και άλλους έπαιρναν κάτω. Αλλά μέσα εις τον δρόμον είδαμεν πολλήν καταστροφήν. Οι στύλλοι του ηλεκτρισμού σπασμένοι, αυτοκίνητα σπασμένα. Τα τανκς επέρασαν από πάνω τους και έγιναν μία πλάκα από σίδερον, δεν τα εγνώριζες, εάν είναι αυτοκίνητα.

Μετά ολίγην ώραν μας επήραν εις τον δρόμον άντικρυ των σπιθκιών του Γιώρκου του Κάντζια. Τες γυναίκες τες επήραν κάτω εις τα σπίθκια του Κίτσιου του Μαραγκού, του Κουταλιανού και αλλού. Τους αδρώπους μάς άφησαν μέχρι να δύσει ο ήλιος.

Αυτά όλα έγιναν και τα εβλέπαμεν εμπρός μας. Οι καταστροφές, οι αρπαγές, οι ατιμίες, οι λεηλασίες ήταν ο στόχος των. Και η αποφορά από τους βρόμους των σκοτωμένων των κτηνών, τα οποία εψόφησαν άλλα από την πείναν και άλλα από την δίψαν, και οι νεκροί μας ήταν η μεγάλη λύπη που μας κατείχεν.

Κάθε ένας από εμάς εσκέπτετο τους δικούς του, που δεν ήξευρεν τι απεγίναμεν ημείς οι εγκλωβισμένοι και οι άλλοι που έφυγαν. Έγινεν μία ακαταστασία που δεν την εφανταζόμεθα ποτέ μας. Διότι δεν ηξεύραμεν τι θα πει πόλεμος, και έτσι, όταν τα εκαταφέραμεν και φύγαμεν, ενομίσαμεν πως εβλέπαμεν όνειρον. Και με αυτήν την ιδέαν πάντοτε ήμεθα σε αφασίαν. Εγώ πάντοτε είχα εμπρός μου τα τέκνα μου, την σύζυγόν μου και όλους τους συγγενείς μου, που δεν ήξευρα τι έγιναν.

 



Τρία αυτοκίνητα με αιχμαλώτους

Αυτήν την ημέραν, την Τετάρτην 21.8.1974, από το πρωίν ήρχισαν να εισέρχονται εις όλα τα σπίθκια της Άσσιας συστηματικά, διά να μην αφήσουν σπίτιν ανεξερεύνητον. Και ήρχισαν να μαζεύουν όλα τα άτομα που έβρισκαν μέσα. Πολλές περιπτώσεις μάλιστα που έβρισκαν γερόντους και γερόντισσες άρρωστους, που ήτο εις το στρώμαν και δεν ημπορούσαν να κινηθούν, τους έβαλλαν πάνω σε μικρά καρροτσάκια των μικρών τέκνων και τους έφερναν εις την συγκέντρωσην που εγίνετο εις την Πάνω Ενορίαν, πλησίον της εκκλησίας Τιμίου Προδρόμου. Εκεί εδιάλεγαν εκείνους που ήθελαν και τους άλλους μετά των γυναικών και μικρών παιδιών τους οδήγησαν εις την Κάτω Ενορίαν, όπως είπα και προηγουμένως.

Ήτο η ώρα 2 μέχρι 3 μ.μ. εις τας 21.8.1974, ότε εβρισκόμεθα συγκεντρωμένοι μέσα εις τον δρόμον, και μαζίν μας και πολλοί από τα ξένα χωριά, που ήλθαν από το πρωίν εις την Άσσιαν από τα χωριά τους εις τας 14.8.1974, ότε έγινεν ο δεύτερος γύρος και εγκλωβίσθησαν μέσα εις την Άσσιαν.

Αυτούς τους ομήρους, που έλαβαν εις την Πάνω Ενορίαν και τους είχαν τα χέρια δεμμένα πίσω, τους έβαλαν μέσα εις δύο αυτοκίνητα και τους επέρασαν εις τον δρόμον που οδηγεί από την Άσσιαν εις Βατυλήν. Μετά παρέλευσην 20 λεπτών ακόμα έναν αυτοκίνητον επροχώρησεν εις την ίδιαν κατεύθυνσην. Τα αυτοκίνητα και τα τρία ήτο όλα φορτηγά και εκάθοντο μέσα.


Στο σπίτιν του Κυριάκου Χαπέσιη - Βασανιστήρια και άλλες συλλήψεις

Ήτο η ώρα τέσσερις μετά μεσημβρίας περίπου. Μας έστρεψαν πίσω πάλιν εις την Πάνω Ενορίαν και μας άφησαν μέσα εις την πλατείαν του χωρίου και πολλοί Τούρκοι στρατιώτες μάς επρόσεχαν και μας απειλούσαν. Όπως επρόσεξα, ήμεθα όλοι γέροντες άνω των 60 ετών. Όλοι ήμεθα πεινασμένοι και διψασμένοι, ούτε ψωμίν υπήρχεν ούτε και νερόν μέσα εις αυτόν τον καύσωναν του Αυγούστου. Δεν υποφέρνετο. Ενομίζαμεν θα επεθανίσκαμεν από την στενοχωρίαν. Την νύκταν εππέσαμεν πάνω εις τα πεζοδρόμια και εις τον άσφαλτον του δρόμου. Όπως υπελόγιζα, ήμεθα άνω των τετρακοσίων.

Την άλλην ημέραν, 22.8.1974 ημέραν Πέμπτην, από το πρωίν μας έκλεισαν μέσα εις το σπίτιν του Κυριάκου Χαπέσιη, όλοι στέκοντα, πυκνοί όπως είναι οι σαρδέλλες μέσα εις το κουτίν. Τότες ήρχισαν πρωτοφανέστατα βάσανα εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος. Πολλοί στρατιώτες μάς περικύκλωσαν και μας είπαν: «Θέλουμεν τα χρήματά σας. Δώστε μας τα, ειδέ άλλως θα μεταχειρισθούμεν βίαν. Και όσους εύρουμεν χρήματα πάνω τους, όταν τους ερευνήσουμεν, θα τους σκοτώσουμεν». Όσοι εβαστούσαν, από φόβον τα έδωσαν όλοι, και άλλους που είχαν υποψίαν τους ερευνούσαν. Είχεν έναν άνθρωπον γέρονταν ηλικίας 78. Εβαστούσεν δύο γρόσια μέσα εις την τσέπην του και τα επήραν, και μάλιστα τον εφοβέρισαν. Ενώ δεν εβαστούσεν άλλα, τον έσπρωξαν. Όταν επήραν όλα τα χρήματα από όλους μας, έφυγαν.

Μετά παρέλευσην 10 έως 15 λεπτά ήλθαν πάλιν. Εζήτησαν τες αρραβώνες που είχαμε εις τα δάκτυλά μας. Ορμούσαν πάνω μας, όταν έβλεπαν την αρραβώναν. Ήρπαζαν το δάκτυλον και το ετραβούσαν, διά να βγάλουν την αρραβώναν. Τους παρακαλούσαν να μας αφήσουν να τα βγάλουμεν οι ίδιοι να τους τα δώσουμεν να μην μας βγάλουν τα δάκτυλά μας. Όταν εσυμπλήρωσαν τας αρπαγάς τους αυτάς, αποχώρησαν.

Πάλιν ύστερα από 10 έως 15 λεπτά ήλθαν και μας εζήτησαν τα ωρολόγια που εβαστούσαμεν. Πάλιν τα ίδια, με πολλές έρευνες τα επήραν και τα ωρολόγια. Ήτο όπως τους δαίμονες της κολάσεως που επεριφέροντο έμπροσθέν μας.

Μετά από ολίγην ώραν ήλθαν πάλιν. Μας εζήτησαν, εάν βαστούμεν ράδια και μικρά μαχαιρίδια να τους τα δώσουμεν, και πάλιν τους τα εδώσαμεν. Δεν υπήρχεν καμία ένσταση εκ μέρους κανενός, παρά, όταν έβλεπαν να βαστάς εις το χέρι και δεν τους το έδιδες, της στιγμής σε έσπρωχναν. Τα μαχαιρίδια που ήτο εις καλήν κατάστασην τα επήραν, τα ακατάλληλα τα πέταξαν εις τας στέγας των οικιών.

Από το πρωίν μέχρι η ώρα 1 και 30 μ.μ. εσυνεχίσθην αυτή η ληστεία που δεν εγνωρίσαμεν εις όλην μας την ζωήν. Τους εζητούσαμεν ψωμίν και μας έλεγαν:

-Kαι ημείς πεινούμεν. Έχει, ελέγαν μας, άλλοι τρεις ημέρες και άλλοι τέσσερις ημέρες που δεν εφάγαμεν τίποτε και πεινούμεν.

-Δώστε μας νερόν.

-Πού να το βρούμεν, δεν έχουμεν.

Ήμεθα κλειστοί όλην την ημέραν μέσα εις το σπίτιν αυτόν. Δεν είχεν παράθυρον να έρχεται ολίγος αέρας. Και προπαντός όλοι μας στέκοντα, ούτε να ουρήσουμεν μας άφηνναν. Και πολλοί γέροντες εβράχησαν, που δεν τους άφηνναν να παν εις το μέρος. Τους ελέγαμεν:

-Tι σας εκάμαμεν ημείς οι γέροντες και μας βασανίζετε τόσον;

-Eκάμαν τα παιδιά σας και βασανίζουμέν σας ημείς εσάς.

Επίσης, όταν τα επήραν ό,τι εβαστούσαμεν, άρχισαν να ερευνούν. Εστέκετο κάποιος εις την πόρταν και έβλεπεν μέσα. Τότες με το νόημαν έπαιρναν έναν ή δύο άτομα, τα έβαλλαν πάνω εις το αυτοκίνητον και εξεκινούσαν σε άγνωστον μέρος. Κάθε λίγον ήρχοντο, έπαιρναν κάποιον και έφευγαν.

Μας άφησαν μέχρι το δύμμαν του ήλιου. Μας έβγαλαν μέσα εις την πλατείαν. Ήλθεν ένας και μας έφερεν μίαν σίκλαν νερόν. Ήτο αγιωμένη. Είχεν και έναν μαστραππίν του γαλάτου, λλίγον κομμένον από την μίαν πλευράν. Το εβούτταν μέσα εις την σίκλαν, έπιαννεν δύο ή τρεις βρόκκους νερόν, σου το έδιδεν και το έπιαννεν και το κάθισκεν μέσα εις το χώμαν. Πάλιν έπαιρνεν νερόν και το έδιδεν εις άλλον. Δεν επίννετο, αλλά με την πολλήν δίψαν τι θα κάμεις. Αύγουστον μήναν, από την πυράν την πολλήν δεν υποφέρναμεν.

Αλλά εκεί πάλιν στην πλατείαν δεν ημπορούσαμεν να αντέξουμεν από τον βρόμον που είχεν. Μέσα εις το χωρκόν είχεν πλάσματα σκοτωμένα που έλιωσαν, πρόβατα ψοφισμένα, όρνιθες, χοίρους. Δεν φαντάζεται ο νους του αθθρώπου, ήτο κόλαση. Δίπλα μας είχαν ψοφήσει ένα κοπάδιν πρόβατα του Γιακουμή Παναγή Κκουτή, άνω που 80, και εσάπησαν. Και έτρεχαν οι ακαθαρσίες των επί του ασφάλτου, εις τον δρόμον. Η πείνα, η δίψα και οι βρόμοι που είχεν δεν υποφέρνουνταν. Την νύκταν αυτήν πάλιν επί των πεζοδρομίων και εις την άσφαλτον εππέσαμεν. Δεν εκοιμόμεθα τίποτε.

Την άλλην ημέραν 23.8.1974, ημέραν Παρασκευήν, μας άφησαν μέσα εις την πλατείαν πάλιν όλην την ημέραν. Κάθε στιγμήν ήρχοντο πολλοί στρατιώτες της Τουρκίας και της Κύπρου και μας έβλεπαν όλους. Και στο μεταξύ ήρπαζαν διά της βίας άτομα, τους έδενναν τα χέρια πίσω και τους έβαλλαν πάνω εις τα αυτοκίνητα και εξεκινούσαν εις άγνωστον μέρος. Περίπου η ώρα 10 π.μ. ήλθεν κάποιος με πολιτικά ρούχα, μας επλησίασεν και μας ερώτησεν πώς περνούμεν. Τον επλησίασαν γέροντες που ήξευραν να μιλούν τούρκικα και ήρχισαν να του κάμνουν παράπονα.

-Να μου μιλήσετε ελληνικά, μας είπεν αυτός, και εγώ γνωρίζω πολλά ελληνικά. (Και πράγματι εμιλούσεν ελληνικά καλά). Έχω έναν πολύ καλόν φίλον από την Άσσιαν, είναι ο Σκαρπάρης.. Ήμεθα συμμαθητές και συνεργαζούμεθα μαζίν.

-Να μας φύγετε από αυτόν το μέρος, διότι από τον βρόμον τον πολλύν που έχει θα πάθουμεν καμίαν αρρώστιαν (χολέραν) και θα πεθάνουμεν όλοι, και μαζίν μας και οι στρατιώτες σας.

Έμεινεν ολίγην ώραν σκεπτικός και μας είπεν, εάν πηγαίννουμεν, να διατάξει να μας πάρουν εις την Δεκέλειαν. Του είπαμεν δεχόμεθα. Τότες έφυγεν. Σαν έφευγεν, του είπαμεν πάλιν: «Δεχόμεθα. Το γρηγορότερον να μας φύγετε». Και πραγματικώς έστειλεν τέσσερα αυτοκίνητα εις το χωρίον. Ήτο η ώρα περίπου 2 έως 3 μ.μ., 23.8.1974 ημέραν Παρασκευήν, που ήλθεν ο Τούρκος αυτός εις το χωρίον και μας εμίλησεν τόσον καλά λόγια. Από τα χαρακτηριστικά που είπαμεν σε άτομα που τον γνωρίζουν, μας είπαν ότι είναι ο γιατρός ονόματι Χαλούπ.

Τα αυτοκίνητα επήραν όλον γυναίκες και μικρά παιδιά. Επέρασαν από έμπροσθέν μας. Ήτο πολλά πυκνοί μέσα. Κατά τους υπολογισμούς, οι εγκλωβισμένοι Ασσιώτες και ξένοι ήτο άνω των χιλίων πεντακοσίων.

Οι Τούρκοι εσυνέχιζαν τες έρευνες από σπίτιν σε σπίτιν όλες αυτές τες ημέρες που ήμεθα εγκλωβισμένοι. Και κάθε ολίγην ώραν έφερναν και γέροντες και γερόντισσες που εβρίσκαν εις τα σπίθκια, και μάλιστα πολλούς από αυτούς τους εκακοποιούσαν. Οτιδήποτε το αγριότερον έκαμναν.

Η ώρα μία μ.μ. 23.8.1974 ανακάλυψαν τον ιερέαν του χωρίου, που ήτο κρυμμένος μέσα εις τας αίγας του και τα πουλιά του (όρνιθες), και τον συνέλαβoν μετά της συζύγου του, ονόματι Παπα-Σωτήριος Δαυίδ. Και όπως μας είπεν ο ίδιος, ήλθαν και ήρπαξαν τα έπιπλα του σπιθκιού του και τον υπεχρέωσαν να τους βοηθήσει. Κάποιος Τούρκος ήρπασεν τα φορέματά του που ήτο κρεμμασμένα (ως παντελόνιν, υποκάμισον) και τα εφόρησεν και έβαλεν και την ζώνην και είπεν ««τσιοκ εητήρ»» (δηλαδή πολύ καλά). Αλλά αυτόν δεν τον εκακοποίησαν.

Πρωτύττερα από αυτόν, δύο ημέρας, επήραν άλλον ιερέαν, τον Απόστολον Κυριάκου Τσιήτσιου, και τον εκακοποίησαν. Τον οδηγούσαν εις τον δρόμον και τον έφεραν εις το μέρος που ήμεθα ημείς και τον κτυπούσαν με τους υποκόπανους των όπλων σε όλα τα μέρη του σώματος και του εξέσχισαν το ράσον. Και το πηλήκιόν του (καλυμαύχιν) το εκλοτσούσαν όπως τον φούλπον. Επίσης τον ιεροδιάκονον Αντώνιον και αυτόν τον εκακοποίησαν. Επίσης τον Παπα-Απόστολον και τον ιεροδιάκονον τον Αντώνιον τους επήραν αιχμαλώτους εις την Τουρκίαν.

Μετά από αυτούς η ώρα 3 και 30 μ.μ, 23.8.1974, συνέλαβαν ακόμη δύο νέους τον Λεόντιον Θεοδώρου Λεοντίου, ηλικίας 25 ετών, και τον Κωστάκην Σάββα Χαπερή, και αυτός ηλικίας 25 περίπου. Αλλά ευτυχώς τους δύο νέους και τον ιερέαν Παπα-Σωτήριον δεν τους έδεσαν τα χέρια. Τους άφησαν κοντά μας ελεύθερους. Τότες τους δύο νέους τους εκρύψαμεν εις ένα σπίτιν κοντά εις την πλατείαν που ήμεθα. Μας ήλθεν η ιδέα να φύγουμεν την νύκταν αυτήν, διότι εάν έμεναν, την άλλην ημέραν θα τους συνελάμβαναν, και όπως έκαμναν τους άλλους που έπαιρναν πρωτύττερα, θα τους έβαλλαν εις τα αυτοκίνητα και θα τους οδηγούσαν εις άγνωστον μέρος.

 

Η νυχτερινή απόδραση

Ηρχίσαμεν να καταστρώννουμεν σχέδια. Επήγα σπίτιν λαθραίως από το μέρος που ήμεθα, επήρα 3 πουκάμισα χακκίν που είχα σπίτιν και τα έφερα πίσω εις το μέρος που ήμεθα, και μάλιστα έφερα και μίαν σακκούλλαν τραχανάν και τον άφησα να φάγουν όλοι. Όπως επισημάναμεν, οι Τούρκοι την νύκταν, όταν επερνούσεν η ώρα 10 έως 11 μ.μ., δεν επολλοκυκλοφορούσαν. Μόνον την επομένην ημέραν η ώρα 7 π.μ. εκυκλοφορούσαν. Ήρχοντο κατά διαστήματα με αυτοκίνητα και εβλέπαν μας και πάλιν έφευγαν.

Η νύκτα επροχωρούσεν και εβρισκόμεθα σε μεγάλην ανυπομονησίαν. Εσκεπτόμεθα τον τρόπον που θα τα καταφέρουμεν. Η ώρα περίπου 9 μ.μ. είπαμεν εις τον Λεόντιον, που ήτο πιο νέος και ευκίνητος, να ανεβεί επάνω εις το τεπόζιτον του νερού που ήτο παραπλεύρως μας και να ακροασθεί καλά, εάν ακούσει κρότους εδώ πλησίον ή σκύλλους να λάσσουν ή τίποτε τσιγάρον αφτούμενον να φαίνεται ο σπινθήρας του, και με την δύσην του φεγγαριού να κατεβεί κάτω να μας πει τι είδεν ή άκουσεν.

Ήτο η ώρα 10 μ.μ. περίπου και ήτο 23.8.1974. Εκατέβην κάτω και μας είπεν είναι εντελώς σιγή. Εφορήσαμεν τα υποκάμισα τα χάκκενα, έναν εγώ, έναν ο Παπα-Σωτήρης που έβγαλεν τα ράσα και τα άφησεν και έναν ο γιος του Σάββα ο Κωστάκης. Του Λεοντή του Θεωρή του λέγω: «Έβκαρτο το πουκάμισό σου και μείνε γυμνός, διότι είναι άσπρον και φαίνεται».

Επροχωρήσαμεν, ένας πίσω από τον άλλον, απόστασην περίπου τριάκοντα βήματα, με τα υποδήματα εις τας χείρας και σιγά, διά να μην γίνουμεν αντιληπτοί, ούτε και που αυτούς που ήμεθα εγκλωβισμένοι μαζίν εις την πλατείαν του χωρίου. Επήγαμεν προς την βόρειαν πλευράν του χωρίου, δίπλα των σπιθκιών του Γιώρκου του Πηλή, του Λαμπρή του Διάκου, επεράσαμεν από την τζιαμήν και επροχωρήσαμεν μέχρι τον Κατουλιάρην ποταμόν.

Επροχωρούσαμεν 1. πρώτος εγώ, μετά 2. Φώτης Χρίστου Κοτσινή, 3. Κυριάκος Π. Χαπέσιης, 4. Σάββας Χαπερή, 5. Παπα-Σωτήριος Δαυίδ, 6. Ανδρέας Λ. Κκολάτζιη, 7. Λεόντιος Θεωρή Λεοντή, 8. Κωστάκης Σάββα Χαπερή, 9. Χαράλαμπος Κακαή εξ Αφάνειας. Μέχρι τον Προφήτην Ηλίαν (ή Τζαμήν) είμεθα μαζίν. Ο Φώτης και εγώ επροχωρήσαμεν τον δρόμον κάτω προς την εκκλησίαν της Παναγίας, οι άλλοι, με δίχως να μας προσέξουν, επροχώρησαν προς την εκκλησίαν Αγίου Γεωργίου.

Όταν εφθάσαμεν πλησίον της εκκλησίας, εστρίψαμεν μέσα εις τα χωράφια. Τότες εφορέσαμεν τα παπούτσια και επροχωρούσαμεν βιαστικοί ο ένας πίσω από τον άλλον. Αλλά, λόγω των δεμαδκιών του κκομπαγιού (πάλες), δεν τες εβλέπαμεν και ακτυπούσαμεν πάνω τους και εππέφταμεν. Ελάβαμεν ο ένας το χέριν του άλλου, ούτως ώστε όταν έππεφτεν ο ένας, τον εβάσταν ο άλλος, και έτσι επροχωρούσαμεν καλλύττερα.

Όταν εφθάσαμεν μέχρι τον ποταμόν, ο Φώτης τα έχασεν και με έσπρωχνεν εις τον βορράν. Εγώ δεν τον άφηννα και έτσι εσυζητούσαμεν. Εγώ είχα καλάς τας αισθήσεις μου. Επεράσαμεν από τα κτήματα τοποθεσίαν Μονοπάθκια και εφθάσαμεν εις ένα λούκκον που εβγάλλαν χώμαν διά τούβλα, τοποθεσίαν Βούππες. Όταν επροχωρήσαμεν προς νοτιοανατολικά, εβρήκαμεν εμπρός μας έναν αυλάκιν και σπίθκια και έτσι ενομίσαμεν πως ήτο ο Στρογγυλός. Αλλά δεν ήτο. Ήτο το καμίνιν του Κυριάκου Σ. Χρυσάφη και το εργοστάσιον των Μωσαϊκών του Στυλιανού Π. Πρατσή.

Μετά επροχωρήσαμεν και εφθάσαμεν μέχρι το περβόλιν του Προδρομή Κυριάκου Πελεκάνου. Δεν εβλέπαμεν από το σκότος το πολλύν που ήτο. Επειδή την ημέραν αυτήν έβρεξεν και εμαύρισεν όλη η γη, και από το σκότος της νύκτας, και ούτε και φώτα είχεν μέσα εις κανέναν χωρκόν να υπολογίζεις πού εβρίσκεσο. Και με τον τρόπον αυτόν επερπατούσαμεν με υπολογισμόν με το άστρον που εφαίνετο και ελαμβάνναμέν το σημάδιν.

Οι άλλοι που επροχωρούσαν πρωτύττερα από εμάς, όταν αντιληφθήκασιν να τους πλησιάζουσιν βήματα, εφοβήθησαν και έππεσαν χαμαί εις την γην. Όπως μας είπαν μετά που εβρεθήκαμεν, δεν το ήξευραν πως ήμασθεν εμείς. Επεράσαμεν, με δίχως να τους αντιληφθούμεν τίποτε. Επροχωρήσαμεν προς νότον αλλά αίφνης έλαξεν ένας σκύλλος αππέξω της Βατυλής. Οι Τούρκοι τότες έριξαν μίαν φωτοβολίδαν. Εμείς εππέσαμεν χαμαί στην γην, διά να μην μας δουν και μας συλλάβουν και μας σκοτώσουν.

Εμείναμεν περίπου 40 λεπτά ππέσοντα εις την γην. Μετά πάλιν εσυνεχίσαμεν να προχωρούμεν εις τον νότον. Ο Φώτης δεν μου άκουεν και ήθελεν να στρίψουμεν προς ανατολάς. Τότες του είπουν: «Εάν δεν μου κρόννεσαι, θα σε αφήσω και θα προχωρήσω μόνος μου». Και έτσι μου υποσχέθηκεν ότι θα μου ακούει.

Υπολόγισα, όπως επροχωρούσαμεν, ήτο περίπου η μισή απόσταση από τα χωριά Άρσος και Βατυλή εις το μέσον. Επεράσαμεν έξω από την Λύσην, περίπου έναν μίλιν αγγλικόν, μέσα εις τας φάρμας και εφάγαμεν σταφύλιν, διότι ήμεθα πεινασμένοι. Με τον τρόπον που επροχωρούσαμεν επεράσαμεν και την Κοντέαν και εβρήκαμεν τον δρόμον της Λάρνακας, πλησίον της ερειπωμένης εκκλησίας του Αγίου Μάμαντος.

Εφθάσαμεν εις τα περβόλια της Μακράσυκας. Αλλά ακόμα δεν εξεύραμεν, εάν ήτο παρμένη από τους Τούρκους, και ήμεθα επιφυλακτικοί. Επλησιάσαμεν μετά πολλής προσοχής, διά να ερευνήσουμεν, εάν ήτο παρμένη. Άρχισεν να φέγγει το φως και εβλέπαμεν. Στο μεταξύ είδαμεν να κινούνται άτομα. Εμαυρίζαν και εκαταλάβαμεν ότι δεν ήσαν Τούρκοι. Μετά πολλής επιφυλάξεως εφθάσαμεν μέσα εις το χωρίον και είδαμεν ότι ήτο ελεύθερον το χωρίον από τους Τούρκους και ήτο οι κάτοικοι του χωρίου που εκινούντο.

 


 
Επιτέλους ελεύθεροι στην προσφυγιάν

 

Όταν επεράσαμεν από την Μακράσυκαν, ήμεθα πλέον ελεύθεροι. Αναπνεύσαμεν ελεύθερον αέραν και καθαρόν, διότι επί δέκα ημέρας που ήμεθα εις το χωρίον, από τους βρόμους δεν υποφέρναμεν. Η μόνη επιθυμία μας πλέον ήτο πότε θα εύρουμεν τα τέκνα μας και την σύζυγόν μας. Επροχωρούσα με πολλήν αντοχήν, με δίχως καμίαν κούρασην.

Από την πολλήν επιθυμίαν να ανταμώσω τα τέκνα μου και την σύζυγόν μου έτρεξα και πολλήν απόστασην. Διότι δεν εγνώριζα, εάν ήσαν ζωντανοί ή νεκροί. Έφυγαν μέσα εις τες σφαίρες.

Και όταν έφευγα, δεν ένιωθα κούρασην. Διάνυσα αυτήν την απόστασην από το χωρίον μέσα εις τα χωράφια, αγκάθια, ποταμούς, αυκολιές και ήμουν πάντοτε ακούραστος. Δεν ήτο δρόμος να περπατάς, όπως κάμνεις περίπατον. Ήτο άγνωστοι τόποι και προπαντός σκοτεινά, που δεν έβλεπες να διακρίνεις τι είχεν εμπρός σου. Πολλές φορές που εκτυπούσαμεν πάνω σε πάλες του κκομπαγιού εππέφταμεν και οι δύο μαζίν, εσηκωννόμεθα, και πάλιν επροχωρούσαμεν.

Όπως επροχωρούσαμεν έξω από το Πέργαμος, περίπου δύο μίλια αγγλικά, επί του δρόμου είδαμεν να κινείται κάτι σαν αυτοκίνητον. Τότες ο Φώτης μου λέγει: «Μας έπιασαν». Τότες εκαθίσαμεν και από μακριά εδιάκρινα ότι ήτο τράκτορ και εκάθουνταν πάνω άνθρωπος και μία γυναίκα.

Και έτσι εφθάσαμεν μέχρι την Μακράσυκαν. Ήτο νύκτα. Επεράσαμεν από μέσα και επροχωρήσαμεν μέχρι την Άχναν αλλά τότες ήρχισεν να φέγγει το φως, να χαράζει. Έξω από την Άχναν μας εσυνάντησεν έναν αυτοκίνητον. Όταν μας είδεν, εσταμάτησεν και μας λέγει:

-Διατί δεν περπατείτε μέσα εις τον δρόμον, και περπατείτε μέσα εις τες πέτρες;

Ημείς, αν και ήμεθα πλέον ελεύθεροι, ο φόβος του πολέμου και η λύπη που είχαμεν, ήμεθα πάντοτε υπό φαντασίαν και ανυπομονησίαν. Τον επλησιάσαμεν και του λέγουμεν:

-Ήμεθα αιχμάλωτοι των Τούρκων και τους εφύγαμεν νύκταν και είμεθα από την Άσσιαν και οι δύο.

Μας έβαλεν πάνω εις το αυτοκίνητόν του και μας επήρεν πίσω εις το χωρκόν του, την Άχναν. Εξύπνησεν την γυναίκαν του και εγάλεψεν τες αίγιες του, έβρασεν γάλαν, και μας έδωσεν και ήπιαμεν. Επλησίασεν να γεννηθεί ο ήλιος. Μας έβαλεν πάνω εις το αυτοκίνητόν του και μας έφερεν εις την Ξυλοτύμπουν. Όταν εκατεβήκαμεν από το αυτοκίνητόν του, του επρότεινα να του δώσω χρήματα αλλά δεν εδέχθην να πάρει χρήματα.

Μετά που δεν επήρεν χρήματα του ζήτησα να μου δώσει το όνομάν του να τον ενθυμούμεθα καμίαν φοράν, όταν πάμεν πίσω εις τα σπίθκια μας. Έλαβεν πένναν και χαρτίν και μας έγραψεν το όνομαν Ανδρέας Ττοφή Σεβερής από την Άχναν.

Επήγα τότες εις το σπίτιν που ήτο ο Ερυθρός Σταυρός και με ερωτούσαν διά την εισβολήν που έγινεν εις το χωρκόν μας. Τους επαραπονήθηκα ότι: «Έχει τώρα 10 μέρες που είναι το χωρκόν απομονωμένον και δεν εφανήκετε να έλθετε να δείτε τι υποφέρνει ο κόσμος μέσα που είναι εγκλωβισμένοι, και υποφέρουμεν τόσα βάσανα και πείναν και δεν ήλθετε».

Μου είπαν: «Τρεις φορές ήλθαμεν μέχρι την Βατυλήν και δεν μας επιτρέψαν να προχωρήσουμεν». Όταν τους είπουν αυτά όλα που έγιναν μέσα εις το χωρκόν μας, έμειναν όλοι στενοχωρημένοι, διότι μέχρι αυτής της ημέρας δεν ήξευραν αλλά ούτε και άκουσαν τι έγινεν μέσα εις τα χωρκά που έπιασαν οι Τούρκοι. Τους ηρώτησα πού είναι οι Ασσιώτες να βρω τα τέκνα μου και την σύζυγόν μου.

Έστειλαν έναν παιδίν και επροχωρούσεν εμπρός και μετά εγώ. Όπως επερπατούσαμεν, είδα την Μαρούλλαν του Θεωρή του Λεοντή. Εστέκετουν πάνω εις έναν κάγκελλον ακουμπισμένη. Όταν με είδεν, μου εφώναξεν: «Θκειε Γιώρκο». Επλησίασα και την ηρώτησα διά τον πατέραν της και όλην την οικογένειάν τους πού είναι. Όταν εμιλούσαμεν, ήλθεν η θκεια μου η Χατζινού και η μητέρα της Μαρούλλας η Μαργαρίτα και με ερωτούσαν διά τον Λεόντιον τον υιόν της. Τότες τους τα είπα όλα, και πως εφύγαμεν μαζίν την νύκταν η ώρα 10 μ.μ., και θα έλθουν και αυτοί. Τους είπουν ποίοι εφύγαμεν μαζίν. Εκάθισα και τους είπα πολλά που είδα μέσα εις το χωρκόν. Αλλά διακατέχουμουν από ανυπομονησίαν, πότε θα βρω τους δικούς μου.

Πάλιν έφυγα και ερωτούσα, εάν είδαν κανένας τα τέκνα μου ή κανέναν από τους δικούς μου. Ευρεθήκαμεν με τον Κωστάντινον του Δημητρό και είναι ο μόνος που έλαβα πληροφορίες ότι είδεν τους δικούς μου: «Και ήλθαν οι συμπεθθέροι σου και τους επήραν εις το χωρκόν τους». Επήγα εις το τηλέφωνον και ετηλεφώνησα εις την Δρομολαξιάν πως εβρίσκομαι εις την Ξυλοτύμπουν. Το τηλεφώνημαν το επήρεν έναν παιδίν από τους συμπεθθέρους μας και επερίμενα πότε θα έλθουν να με φέρουν εις την Δρομολαξιάν.

Εκάθισα μέσα εις το καφενείον. Όταν το έμαθαν οι χωριανοί μας πως έφυγα και ήλθα, ήλθαν πολλοί να ακούσουν τι έγινεν εις το χωρίον μας. Ήλθεν, όταν το έμαθεν, ο Φιλιππής με την αδελφήν μου την Δέσποιναν και τα τέκνα τους όλα, και τους έδωσα πολλές πληροφορίες από το χωρκόν μας. Όταν εκάθισα στο καφενείον, δεν άργησαν οι συμπεθθέροι μας να έλθουν και να μας εύρουν.

Ο κόσμος που ήλθεν από τα χωρκά πρόσφυγες εις την Ξυλοτύμπουν ήτο όπως έναν μεγάλον παναγύριν. Έβλεπες τον κόσμον αυτόν όλοι λυπημένοι και σκεπτικοί. Όταν ήρχοντο χωρκανοί και με ερωτούσαν διά το χωρκόν, εις την αρχήν τους έλεγα τους σκοτωμένους και τους αγνοούμενους. Μετά μου ήλθεν η ιδέα και δεν τους έλεγα. Αίφνης, όταν εκινούμουν μέσα εις την Ξυλοτύμπουν, βλέπω το αυτοκίνητον του γαμπρού μου του Παναγιώτη να έρχεται και ήτο ο γιος μου ο Παναγιώτης μέσα, ο συμπέθθερός μου και ο γαμπρός μου ο Παναγιώτης. Ήλθαν και με βρήκαν. Η μόνη πρώτη λέξη που του είπα: «Eίναι όλοι, και είναι καλά; Πέστε μου».

Δεν φαντάζεσαι την ανυπομονησίαν που είχα. Τους έβλεπα πάντοτε εμπρός μου. Εκαθίσαμεν ολίγον εις το καφενείον και μετά εξεκινήσαμεν διά την Δρομολαξιάν. Εις ολίγην ώραν εφθάσαμεν και ήτο όλοι τους εις τον δρόμον και με επερίμεναν. Εφαίνεστούν μου όπως το όνειρον. Έκαμα μεγάλην χαράν, όταν τους αντίκρισα όλους και ήτο καλά. Το μόνον που είδα, ήτο όλοι σχεδόν γυμνοί. Διότι, όταν έφευγαν από το χωρκόν, ήτο όπως ευρέθησαν εις τον δρόμον. Εκαθίσαμεν όλοι εις του συμπεθθέρου και τους έκαμνα τες ιστορίες όσα είδα μέσα εις το χωρκόν.

 

Πηγή: «Ιστορικό του χωρίου Άσσια - Μαρτυρία Γεώργιου Π. Πάκκου», επιμέλεια Ιωάννη Μία, 2013, Λευκωσία, σελ. 165 - 189

 

Αναρτήσεις στην ιστοσελίδα μας σχετικά με το πιο πάνω θέμα:

Μαρτυρίες εγκλωβισμένων στην Άσσια

Οι αγνοούμενοι της Άσσιας

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com