Μες στην καρκιάν της Μεσαρκάς βρίσκεσαι απλωμένο, χωρκούι μου, τζιαι ξέρω το είσαι μαραζωμένο. Εν η αλήθκεια του Θεού είχαμέ σε καμάρι, που το καλό καλλύττερον είσιες το μες στ' αρμάρι.
Τα σπίθκια σου, τες εκκλησιές, σχολείο φωτισμένο, τζι αθρώπους τίμιους, καλούς, που σ' είχαν τιμημένο.
Αν ήταν τζι έρκουνταν γιορτές, εφόρες τα καλά σου τζιαι γιόρταζες τζι εσιαίρεσουν τζιαι σου με τα παιδκιά σου. Τζιαι μήκακον αν είχαμεν κακό μες στη ζωή μας, φαίνεσταί μου μαράζωνες τζιαι έκλαιες μαζί μας.
Εχτές εσυλλοϊζουμουν τζιαι λάλουν μανισιή μου, πέρκει να γέλαν τζι ο Θεός με τού'ν τη συλλοή μου. Πουλί λαλεί να γένουμουν, κοντά σου να πετήσω, να χτίσω τη φωλιούα μου, τζειαμαί να κατοικήσω. Ζηλεύκω τούτα τα πουλιά, τούτα τα σιελιδόνια, π' αν θέλουσιν πετούν τωρά μες στα δικά σου κλώνια.
Άσσια μου τζι αν εγένετουν, να βρέθουμουν κοντά σου, μες στην αυλήν τζιείν' του σπιθκιού πόσιεις στην αγκαλιά σου, να μπω μες τζιείνην την αυλή, να δώκω το γυρό μου, τζειαμαί στη φουντανούα της να πιω τζιαι το νερό μου.
Τζι ύστερα μες στες στράτες σου να βκω να παρπατήσω, να με μείνει πίσω στενό που δε θα το γυρίσω. Στες εκκλησιές σου, Άσσια μου, να μπω να προσκυνήσω, να 'νάψω το τζιερούι μου τζιαι να τες καθαρίσω.
Τζι άμα τελειώσω που τζειαμαί, ολόισια θα πάω Να έβρω το σχολείο μου που τόσο λαχταράω. Άλλο που να σου τα λαλώ, τζιαι άλλο να τα ζήσεις. Εδυσκολεύκεσουν πολλά να φύεις, να τ' αφήσεις. Τζιειμέσ' εμάθαν μας αθρώποι να γινούμε, τον τόπο που μας γέννησε πάντα να αγαπούμε.
Που το χωρκό χωρίζουν μας μονάχα λλία μίλια. Μίλια 'ννα σκέφτουμαι τωρά; Ίντα τζι αν ήταν σσιίλια. Μακάρι να λευτερωθεί γλήορα το χωρκό μου τζιαι ούλλοι σας παρπα;τητοί ελάτε ταπισόν μου.
|