Τάσσος Παπαδόπουλος - Αναμνήσεις από την Άσσια |
σελίδα 1 από 3
Ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις από την Άσσια πριν 40-50 χρόνια
Όλες οι αναμνήσεις μου από την Άσσια αφορούν τις δεκαετίες του σαράντα και του πενήντα, δηλαδή πολλά χρόνια πίσω και όταν εγώ ήμουνα πολύ μικρός για να έχω ξεκάθαρες εντυπώσεις. Γι' αυτό όσα γράφω είναι μνήμες από κείνη την εποχή περιβλημένες με την αχλύ της διαρροής τόσου χρόνου και όπως εντυπώθηκαν στη μνήμη μου μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού.
Η μάνα μου είναι η Αγγελική, κόρη του Πανάου Χριστούδια, από την Άσσια. Ήταν το πιο μικρό παιδί από τα πέντε παιδιά του παππού μου, που είχε τρεις γιους, τον Κυριάκο, που επιλεγόταν και «Ξιάκας» (υποθέτω επειδή ήταν φαλακρός), μακαρισμένος τώρα, τον Χριστάκη «Ττάτζιης» που είναι αγνοούμενος μετά την Τουρκική εισβολή, τον Θεόδωρο, που τώρα ζει στη Λευκωσία, και δυο κόρες την Μαργαρίτα (Μαρκαρού), μακαρισμένη τώρα, και την μάνα μου.
Ο πατέρας μου, Νίκος Παπαδόπουλος, μακαρισμένος τώρα, γεννήθηκε στο χωριό Έμπα της Πάφου, γνώρισε και παντρεύτηκε τη μάνα μου στην Άσσια, όταν υπηρετούσε ως δάσκαλος στην Άσσια. Εγώ γεννήθηκα στη Λευκωσία, γιατί στο μεταξύ ο πατέρας μου μεταπήδησε στο Συνεργατισμό και ήταν τοποθετημένος στη Λευκωσία.
Γεννήθηκα στη Λευκωσία σε ένα σπίτι που ήταν κτισμένο απέναντι στην Αρχιεπισκοπή που έκτοτε απαλλοτριώθηκε και κατεδαφίστηκε, για τη δημιουργία του δρόμου που οδηγεί από το μνημείο Ελευθερίας, πάνω στον προμαχώνα των τειχών, προς το κτίριο της Αρχιεπισκοπής.
Είμαι σίγουρος ότι από τον καιρό που γεννήθηκα πολύ συχνά πήγαινα στην Άσσια, αφού ξέρω ότι ο πατέρας μου κάθε Σαββατοκυρίακο και όλες τις γιορτές πήγαινε στην Άσσια που τη θεωρούσε δεύτερο χωριό του.
Η δική μου, όμως, πρώτη ανάμνηση της Άσσιας είναι από το σπίτι του παππού μου όταν εγώ πρέπει να ήμουν 4 ή 5 χρόνων. Ο παππούς μου κατοικούσε σε ένα σπίτι στην «Πάνω Γειτονιά», στην πλατεία της εκκλησίας του Προδρόμου, στη δυτική πλευρά της εκκλησίας.
Ήταν γωνιακό, (πλατεία και πλαγιόδρομος) με δυο «ασιελωνάρκα» στη νότια γωνιά του, με είσοδο από μια καμάρα με μεγάλη ξύλινη μπλε πόρτα, που οδηγούσε σε μια μεγάλη κλειστή αυλή που περιβαλλόταν αριστερά από τα ασιελωνάρκα, δεξιά από τον ηλιακό και τέσσερα δωμάτια στο ισόγειο του σπιτιού και δυτικά από τον τοίχο της μάντρας των ζώων. υπήρχαν άλλα δυο δωμάτια στο «ανώγι», όπου έβγαινες με εξωτερική σκάλα, πετρόκτιστη. Όταν πηγαίναμε στην Άσσια, η οικογένειά μου, η μάνα μου, ο πατέρας μου, η αδελφή μου Μελανή που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη (πέθανε σε ηλικία 9 χρόνων) και εγώ, κοιμούμαστε στο ανώγι.
Η ωραία εποχή του θερισμού
Η πρώτη εικόνα της Άσσιας που θυμούμαι, πρέπει να ήταν τον καιρό του θερισμού. Τότε το θέρισμα γινότανε μόνο με δρεπάνια και έτσι χρειαζόντουσαν πολλοί εργάτες. Θυμούμαι, κατά το σούρουπο, στη κλειστή αυλή, αρκετούς «θεριστάδες», που θέριζαν με δρεπάνια, κάποιοι από την Πάφο άλλοι από το γειτονικό χωριό «Στρογγυλός» καθόντουσαν σε πάγκους και περίμεναν να σερβιριστεί το δείπνο. Δείπνο που ήταν πουργούρι, ελιές και φρέσκο ψωμί από τον φούρνο, που ήταν στη δυτική άκρη της αυλής.
Όλοι περίμεναν να έλθει ο παππούς που φορούσε βράκα και τον έλεγαν «αφέντη». Αυτός καθόταν χωριστά, πάνω σε ένα ανυψωμένο κυκλικό κατασκεύασμα στη μέση της αυλής, που ήταν σαν ανθώνας, σε χωριστό τραπέζι μόνος του.
Όλοι περίμεναν να έλθει ο «αφέντης» να πει την προσευχή, όλοι, (Έλληνες και Τούρκοι) σηκώνονταν όρθιοι στους πάγκους τους όταν έλεγε την προσευχή, οι Έλληνες έκαναν τον σταυρό τους και μετά άρχιζε το σερβίρισμα του φαγητού, από τη γιαγιά μου, τις κόρες της και τις πιο μεγάλες εξαδέλφες.
Σε κανένα δεν επιτρεπόταν να πλησιάσει το τραπέζι του παππού, που καθόταν μόνος του, σε χωριστό τραπέζι, στον ανυψωμένο ανθώνα. Ούτε τα παιδιά του ούτε τα εγγόνια του. Μόνο εγώ, ίσως, γιατί δεν γνώριζα το «πρωτόκολλο» ίσως, γιατί ήμουν ο μόνος παρών εγγονός από τη «Χώρα» (όπως αναφερόταν η Λευκωσία), ίσως γιατί ήμουν ο πιο μικρός εγγονός, πήγα κοντά του και θυμούμαι ότι με πήρε στα γόνατά του και σε όλη τη διάρκεια του δείπνου έμεινα εκεί καθισμένος και έτρωγα από το δικό του πιάτο. Ή μάλλον με τάϊζε.
Για μας τα παιδιά, ήταν ωραία η εποχή του θερισμού. Έμενα στην Άσσια όλο το καλοκαίρι. Ήταν το καθήκον μας, κατά το μεσημέρι, ανεβασμένοι σε γαϊδούρια, να παίρνουμε μερικά φαγητά στους θεριστάδες, στα χωράφια. Εγώ συνήθως πήγαινα με τα ξαδέλφια μου σε ένα μεγάλο χωράφι δίπλα από το νεκροταφείο και τον ποταμό Πηδιά, που ήταν γνωστό ως το «χανούτι» και εθεωρείτο εύφορο και καλό, μεγάλο χωράφι. Εκεί ήσαν οι περισσότεροι θεριστάδες, γιατί ήταν μεγάλο χωράφι. Αργότερα το μερίδιο της μάνας μου από αυτό το χωράφι, το αγόρασε από τη μάνα μου ο γνωστός εργολάβος Χριστόφορος Πελεκάνος και δημιούργησε εκεί κτηνοτροφική μονάδα, που πριν αποδώσει, την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Τα άλλα μερίδια έμειναν στους θείους μου. Ο παππούς μου είχε πολλά χωράφια, σε διάφορες περιοχές. Έτσι πολλές ήσαν και οι χωριστές αποστολές των «τροφοδοτών» εγγονιών στους θεριστάδες που ταυτόχρονα θέριζαν σε πολλές περιοχές.
|