Μια βδομάδα διαρκούσε ο γάμος στην Άσσια - Αφήγηση του Χρίστου Τζωρτζή-Βιολάρη |
Ο γάμος στην Άσσια τον παλιό καιρό, στην αρχή της δεκαετίας του 1900 διαρκούσε μια βδομάδα. Άρχιζε το Σάββατο και τέλειωνε την Παρασκευή. Κατά τη διάρκεια δε των επτά ημερών όλος ο κόσμος γλεντούσε.
Ηταν από τις μεγαλύτερες εκδηλώσεις του χωριού. Σιγά-σιγά οι μέρες των εκδηλώσεων του γάμου μειώνονταν και φτάσαμε μέχρι το 1965 που έμειναν μόνο τέσσερις, μέχρι την Τρίτη. Λίγα χρόνια πριν την Τουρκική εισβολή του 1974 οι μέρες μειώθηκαν ακόμη σε τρεις. Μετά το 1974 μειώθηκαν σε 2 και σήμερα ο γάμος διαρκεί μόνο μια μέρα. Για τον γάμο που γινόταν στην αρχή της δεκαετίας του 1900 και μετέπειτα μου αφηγήθηκε ο πατέρας μου Χρίστος Τζωρτζής-Βιολάρης, 74 χρόνων σήμερα. Μερικές εκδηλώσεις τις έζησε ο ίδιος, μερικές φορές όμως τις άκουσε από τον Γιωρκή Χ'Γιάννη Πελεκάνου, πατέρα του Γιαννή Φαρασσαννή, ο οποίος ήταν βιολάρης καθώς και το λαϊκό ζωγράφο Μιχαήλ Κκάσιαλο. Επίσης την αφήγηση του πατέρα μου συμπλήρωνε η μητέρα μου Αποστολού Θεορή Χ'Λοΐζου, 76 χρονών σήμερα. (Διατηρώ τη γλώσσα κατά την αφήγηση).
Το κόψιμο του φιδέ
Οκτώ μέρες πριν το γάμο, οι συγγενείς εμαζεύκουνταν στο σπίτι του γαμπρού τζιαι εκόβκαν το φιδέ τζιαι τον έβαλλαν στους τσέστους (πανέρια) για να τον χρησιμοποιήσουν υστερότερα στο ππελάϊ (πιλάφι).
Μετά που οκτώ μέρες, το Σάββατο, που το πρωί κατά τις 7-8 η ώρα, ο γαμπρός τζι ο κουμπάρος εβκαίνναν τζιαι καλιούσαν ούλλους τους χωρκανούς. Τότες εν είσιεν προσκλητήρια. Εκρατούσαν ο γαμπρός τζι ο κουμπάρος πόναν (από ένα) κολότζι γεμάτο κρασί τζιαι ένα ποτήρι τζιαι ετζιερνούσαν τζείνους που προσκαλούσαν. Την ίδιαν ώρα η μάνα της νύφφης έβκαινεν γυρόν στο χωρκόν τζιαι με το καντρίν επροσκάλιεν τες γεναίτζιες που είσιεν να γεμώσουν το κρεββάτι κατά το δείλις (απόγευμα). Η μάνα του γαμπρού επροσκάλιεν πάλε την ίδια ώραν με το καντρίν για την ετοιμασία των φαγιών (φαγητών). Τόσον η μάνα του γαμπρού όσον τζιαι η μάνα της νύφφης κατά την ώρα που εκαλιούσαν είχαν διμμένο στη μέση τους ένα μαντήλι άσπρο για να γρονίζουνται (αναγνωρίζωνται) ότι επροσκαλιούσαν στο γάμο.
Κατά τις 3 η ώρα του Σαββάτου ξεκινούσεν ο γάμος που το σπίτι του πατέρα της νύφφης με το γέμισμα του κρεββατιού. Τζιαμαί ήταν έτοιμοι οι βκιολάρηδες, ένας που έπαιζε βκιολί τζι ο άλλος λαούτο. Οι βκιολάρηες έπαιζαν τζιαι τραγουδούσαν:
Ώρα καλή τζι ώρα γρουσή
Πριν αρκέψει το γέμισμα του κρεββατιού έπρεπε τρεις γεναίτζιες μονοστέφανες να χωρέψουν ξεχωριστά τα «προιτζιά» που ήταν πάνω σ'ένα τσέστο (πανέρι). Μετά απλώναν 2 ψαθκιά χαμαί τζι εστρώναν ένα άσπρο κρεββατόντυμαν. Που πάνω αρκέφκαν τζι εφέρνασιν τζι εβάλλαν το ένα πας τ'άλλο τα μαλλιά των κουέλλων που ήταν πλυμμένα καλά πριν 3-4 μήνες. Τα μαλλιά συγκεκριμένα τα επλυννύσκασιν κάθε Μάρτην που εκουρεύκαν τες κούέλλες. Το πλύμμαν εγίνετουν στον ποταμό «σκατουλιάρην» η στον «λουρικόν». Τα μαλλιά εβάλλαν τα το ένα πας τ'άλλο στο κρεββατόντυμα 7 μονοστέφανες γεναίτζιες. Άμα τα εβάλλαν ούλλα, η μάνα της νύφφης έβαλλε στη μέση ένα μαντήλι άσπρο τζιαι λλίο πιο τζει ένα πιάτο. Ο κόσμος τότες επλούμιζεν τζιαι της νύφφης μες το μαντήλι, τζιαι τους βκιολάρηες μες το πιάτο. Άμα ετέλειωνε το πλούμισμα, οι ίδιες 7 μονοστέφανες γεναίτζιες αρκέφκαν το ράψιμο του κρεββαδκιού με κλωστήν κότσιηνη. Την ώρα που εγίνετουν το ράψιμο οι βκιολάρηδες ετραγουδούσαν:
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς Τζ' οι γεναίτζιες έραβκαν τους τέσσερις κότσιηνους σταυρούς στα τέσσερα καντούνια (γωνιές). Όταν ετέλειωνεν το ράψιμο ετζιυλούσαν πάνω στο κρεββάτι ένα κοπελλούι αρσενικό ώστε το ζευκάρι υστερότερα να κάμει γιο το πρώτο μωρό. Ύστερα έβαλλαν πάνω στο ραμμένο κρεββάτι δκυο σεντόνια άσπρα σε σχήμα σταυρού. Άπλωθαν μετά ένα τρίτο άσπρο σεντόνι που πάνω τέλεια. Το σήκωναν μετά στους ώμους οι 7 γεναίτζιες μονοστέφανες τζιαι το εχόρευκαν. Μετά το έβαλλαν στο σπίτι της μάνας της νύφφης να το φυλάξει ώστι να το πάρουν γύριση μέρα (την επόμενη μέρα) στο σπίτι του γαμπρού. Οι βκιολάρηδες μετά το ράψιμο του κρεββατιού εκάθονταν στο τραπέζι τζι' έτρωαν τζι' έπινναν κρασί. Κατά τες 7 η ώρα οι βκιολάρηδες ξεκινούσαν τζι' έπαιζαν για λλίο (λίγο) στο σπίτι του πατέρα της νύφφης, μετά έρκετουν ο κουμπάρος τζι έπαιρνεν τους βκιολάρηδες στο νέο σπίτι του γαμπρού, όπου τζιαμαί οι βκιολάρηες έπαιζαν τζι' ο κόσμος εχόρευκεν.
Την Κυριακή το πρωί μετά που τη λειτουργία, αμάξια με τα βούδκια επήαινναν στο σπίτι του πατέρα της νύφφης τζιαι εφόρτωνναν τα προιτζιά της νύφφης τζιαι τα έπαιρναν στο νεόκτιστο σπίτι του γαμπρού. Πάνω στα τζιέρρατα (κέρατα) των βουδκιών εδίνναν πόναν μαντήλι άσπρο. Κατά η ώρα 11, λλίον πριν το μεσομέρι ξεκινούσεν ο γάμος στο σπίτι της νύφφης. Οι βκιολάρηες μετά το φαί που τρώασιν αρκέφκαν τζιαι έπαιζαν κυπριακούς χορούς τζι' εχορεύκαν όποιοι εθέλασιν. Μετά κατά τις 2 έρκετουν ο κουμπάρος τζι' έπαιρνε τους βκιολάρηες στο σπίτι του γαμπρού όπου θα γινόταν το ξιούρισμα του γαμπρού. Άμα έρκετουν η ώρα, οι βκιολάρηες έπαιζαν τζιαι τραγουδούσαν:
Παρπέρη τα ξιουράφκια σου
μετά το ξιούρισμα του γαμπρού ο κουμπάρος έρκετουν τζι' έντυνέν τον. Εφόρεν του την βράκα, το πουκάμισο, το γελέκκο, τη ζώστρα. Μετά επήαιννε ο τζιύρης τζιαι η μάνα του τζι' εζώναν τον μ'ένα μαντήλι κότσιηνο τζιαι εκαπνίζαν τον με το καπνιστήρι. Οι βκιολάρηες την ίδιαν ώρα ετραουδούσαν:
Φωνάξετέ της μάνας του
Ο κουμπάρος μετά έπιανε τον γαμπρό τζιαι τους γονιούς με τη συνοδεία των βκιολάρηδων τζιαι του κόσμου τζιαι επηαίνασιν στο σπίτι της μάνας της νύφφης. Τζιαμαί άρκεφκεν (άρχιζε) τζιαι το στόλισμα της νύφφης. Οι βκιολάρηες αρκέφκαν τζιαι έπαιζαν διάφορα τραούδκια. Εσάζαν τα μαλλιά της νύφφης. Εβάλλαν της 7 μάτσες ττέλια στα μαλλιά τζιαι μετά 7 σκέπες (μαντήλια φτανά) για να μη βλέπει. Όταν ετέλειωνεν το στόλισμα της νύφφης η μάνα της την έζωνε στη κόξα (στη μέση) μ'ένα κότσιηνο μαντήλι, ενώ την ίδια ώρα οι βκιολάρηες ετραγουδούσαν:
Φωνάξετε της μάνας της
Μετά εξεκινούσαν ούλλοι για την εκκλησία, μπροστά οι βκιολάρηες, πίσω ο γαμπρός με τον κουμπάρο, τζιαι πιο πίσω η νύφφη με την κουμέρα της. Πιο πίσω οι γονιοί τζι' ο κόσμος. Το μυστήριο του γάμου διαρκούσε μιαν ώρα περίπου. Την ώρα που ο ψάλτης έψαλλε «κι η γυνή να φοβείται τον άντρα» η νύφφη πατούσε τον άνδρα για να δείξει πως εν θα τον φοάται. Στο τέλος του μυστηρίου, το αντρόγυνο εχόρευκε τον «χορό του Ησαΐα» τρεις γυρούς. Τζείνη την ώρα έσυρναν προς το μέρος του αντρογύνου παμπακόσπορο, σιτάρι τζιαι κουλλουρούθκια, ακόμα τζιαι λεφτά δεκαρούες (1 γρόσι είχε 4 δεκάρες). Όταν ετέλειωνε το μυστήριο, το αντρόγυνο τζι' ο κόσμος έφεφκαν που την εκκλησία για να πάσιν στο σπίτι του γαμπρού. Μπροστά επηαίναν τα εξαπρέρυγα που τα κρατούσαν κοπελλούθκια, ακολουθούσαν οι βκιολάρηες, μετά οι παπάδες τζιαι μετά το αντρόγυνο. Στο δρόμο προς το σπίτι του γαμπρού κάθε λλίο κάποιες νοικοκυρές εσταματούσαν το αντρόγυνο τζι' εκαπνίζαν το τζιαι εδιούσαν ροδόσταμμα του κόσμου. Στο μεταξύ η μάνα της νύφφης επήαιννε στο σπίτι του γαμπρού πριν να φτάσει το αντρόφυνο τζιαι εκάθετουν πρώτη στον καναπέ για να τον ιγλλέπει (προσέχει). Η μάνα του γαμπρού εκαρτέραν στην πόρτα του σπιθκιού να καπνίσει το αντρόγυνο. Όταν έφτανε το αντρόγυνο έξω που το σπίτι, ο γαμπρός έπαιρνε ένα ρόδι τζ' εκτύπαν το πάνω στην εξώπορτα να λουβίσει, να ππέσουν οι ρόβες χαμαί τζιαι να πιάσει ούλλος ο κόσμος να φάει για να μεν πονεί την τζιεφαλή του. Άμα έμπαινε τ'αντρόγυνο μέσα στο σπίτι, εσηκώννετουν η μάνα της νύφφης που τον καναπέ που τον έγλεπε, τζι' εκάθετουν το αντρόγυνο μαζί με τον κουμπάρο τζιαι την κουμέρα. Ο κουμπάρος, όμως, εκρατούσε αναμμένη συνέχεια μια λαμπάδα άσπρη μεγάλη. Εκράτεν την αναμμένη μέχρι τις 9.30-10.00 μέχρι που να διαλύσει ο γάμος τζιαι να φύει ο κόσμος. Έξω που το σπίτι αρκέφκαν οι βκιολάρηες τζι' επαίζαν βιολί τζι' εχόρευκεν όποιος ήθελε. Μερικοί συγγενείς με τα κολότζια ετζιερνούσαν κρασί τζιαι για τσίλλιμα της πινιάς ετζαιρνούσαν σταφίδκια, σύκα παστά, κουδαμέ. Τα τραπέζια δεν εγίνουνταν στο σπίτι του γαμπρού αλλά σε συγγενικό σπίτι. Γύρω στις 10 περίπου οι βκιολάρηες έφεφκαν που το σπίτι του γαμπρού τζιαι επήαιναν στο συγγενικό σπίτι που ήταν τα τραπέζια, για να φάσιν.
Πριν αρκέψουν οι βκιολάρηδες να παίζουν, έπρεπε οπωσδήποτε οι παπάες τζι' οι ψαρτάες να ψάλλουν λίγο. Όταν ετέλειωναν, ο κόσμος που καθόταν ήδη στα τραπέζια κτυπούσαν με τη πρότσα (πηρούνι) ή το κουτάλι στα πιάτα για να γίνει θόρυβος. Οι βκιολάρηδες άρχιζαν μετά να παίζουν κομμάτια όπως «σταμπόλ μανέσι», «σμυρνέϊκα», «τσιγτέ-τερλι», «Ταπαχανιώτικο» και διάφορα άλλα. Ο κόσμος αυτή τη νύκτα έτρωγε κολοκάσι, κρεάς, πατάτες, κουπέπια τζιαι «σικτήρ ππελάβι» (πουργούρι). Άμα έτρωγαν έπρεπε να πλουμίσουν τον μάγειρα τζιαι τους βκιολάρηες σε χωριστά πιάτα. Το πλούμισμα ήταν μια μπακκίρα ή μια εικοσάρα.
Ενώ όμως ο κόσμος εδιασκέδαζε στο συγγενικό σπίτι, στο σπίτι του γαμπρού όπου βρισκόταν το αντρόγυνο βρισκόταν ακόμη ο κουμπάρος με την κουμέρα.
Κατά τις 10.00 περίπου η κουμέρα έφεφκεν ενώ η νύφφη επήαινε σ'άλλο δωμάτιο να σαστεί πούσιεν να πλαγιάσει με τον άντρα της. Ο κουμπάρος, σύμφωνα με τα έθιμα, έφερνεν που προηγουμένως μια κούππα με μεζέες τζι' ένα κολότζι κρασί τζι' έτρωε τζι' έπιννε με τον γαμπρό. Άμα η νύφφη ήταν έτοιμη, εσηκώνετουν που το φαί ο γαμπρός τζιαι επήαιννε τζι? έβρισκε τη νύφφη για να πλαγιάσουν. Ενώ το αντρόγυνο επλάγιαζε - πρώτη νύχτα του γάμου - ο κουμπάρος εστέκετουν πόξω που την πόρτα με μια πιστόλα, η άλλο αντικείμενο που έφκαλλεν κρότο, τζιαι επερίμενεν ώστι να ανοίξει η πόρτα για να του πει τα μαντάτα ο γαμπρός. Ότι δηλαδή η νύφφη ήταν εντάξει, ήταν παρθένα. Με το άκουσμα του λόου που το στόμα του γαμπρού, ο κουμπάρος έφευκεν αμέσως τζι επήαινε στο συγγενικό σπίτι όπου εγίνονταν τα τραπέζια τζι' ανάγγελλεν ότι η νύφφη ήταν εντάξει, ότι ήταν παρθένα. Τζιαι αμέσως με την πιστόλα που κρατούσε, ή το αντικείμενο που έβκαλλε κρότο έπαιζε μια «σιεπεθκιά», σήμα πως η νύφφη ήταν εντάξει. Αν το μήνυμα ήταν ότι η νύφφη ήταν εντάξει, εσυνεχίζετουν κανονικά το γλέντι, αν όμως το μήνυμα ήταν το αντίθετο, ότι δηλαδή η νύφφη δεν ήταν εντάξει, δεν ήταν παρθένα, οι μισοί εσηκώννουνταν που τα τραπέζια τζιαι εφεύκασιν.
Το πρωί της Δευτέρας το αντρόγυνο έπρεπε να φάει «πισιήες», κοτόπουλο τζιαι πεζουνούθκια. Ύστερα ο γαμπρός επήαινε δκυο φορές τζι' εκάλλιεν τους χωρκανούς να πάσιν στο συγγενικό σπίτι που ήταν τα τραπέζια για να φάσιν. Μιαν που το πρωί, τζιαι μιαν το μεσομέρι. Το πρωί που εκαλιούσεν ο γαμπρός, που φορούσε βράκα, είσιε σε τόπο που εφαίνετουν καλά το βρακοζώνι του που ήταν γεμάτο αίματα. Απόδειξη ότι εβούττησε το βρακοζώνι μέσα στα αίματα την προηγούμενη νύκτα όταν επλάγιαζε με την νύφφη. Το πρωί οι καλεσμένοι έτρωγαν σούππα τραχανά με το χαλλούμι μέσα, τζιαι αργά το απόγευμα κολοκάσι, πατάτες, κουπέπια, ππελάι, σαλάτες τζιαι ρεπάνια. Το πρωί όμως ο κόσμος που θα επήαινε στο τραπέζι έπρεπε να πάρει μια κοφίνα γεμάτη πράματα. Δηλαδή ψουμιά, βούτυρο, αρτύματα, κολοκάσι, πατάτες, κρασί, σέλλινα ρεπάνια και διάφορα άλλα. Το «ξημέρωμα» στο αντρόγυνο ο κόσμος το έδινε τη Δευτέρα. Άλλοι εδιούσαν 3 γρόσια, άλλοι 4 ½ γρόσια και άλλοι ½ σελίνι. Κανένας άρκοντας εδιούσεν 1 σελίνι. Το σελίνι είχε 9 γρόσια. Όταν επήαινε κανένα ηλικιωμένο άτομο, η κουμέρα έπαιρνε τη νύφφη από το χέρι να το καλωσορίσει και να πάρει το «ξημέρωμα», αφού του φιλήσει πρώτα το χέρι.
Την Τρίτη τα τραπέζια εγίνοντο στο νέο σπίτι του γαμπρού με κυριότερο φαγητό τη σούπα. Οι βκιολάρηες με τα όργανά τους μαζί τζιαι στενούς συγγενείς του γαμπρού έβκαιναν γυρόν στο χωρκόν τζιαι εσώροφκαν (εμάζευαν) όρνιθες τις οποίες έδενναν πάνω σε καλάμι. Στην κορυφή δε άλλου καλαμιού υπήρχε δεμένη με μαντήλι μια «γλυσταρκά» μεγάλη που την είχε κάμει η κουμερα. Στα σπίτια που επηαίννασιν, οι σπιτάτουροι τους ετζιερνούσαν κρασί, σταφίθκια τζιαι σύκα παστά. Επίσης την Τρίτη οι κοπέλλες εφτιάχναν «πισιήες» στο σπίτι του γαμπρού και τις έβαλλαν πάνω στα τραπέζια.
Πάλι μετά το κάλεσμα του γαμπρού, ο κόσμος επήαινεν το μεσημέρι στο σπίτι του γαμπρού τζι' έτρωγαν φαγητά από εκείνα που είχαν πάρει τη Δευτέρα οι ίδιοι μέσα στις κοφίνες, δηλαδή φασόλια, ρεβύθια, πατάτες τηγανιτές, πούλλες τηγανιτές. Τη νύκτα της Τετάρτης οι συγγενείς έπαιρναν μεγειρεμένα φαγητά πάνω σ'ένα πανέρι. Φαγητά χογλαστά, κοτόπουλο, κολοκάσι, γιαούρτι. Ο γαμπρός, ο κουμπάρος, οι βκιολάρηες, τζι' ο μάγειρας ετρατταρήσκαν τους καλεσμένους τσιγάρα.
Την Πέμπτη ο γαμπρός εκάλλιε στο τραπέζι το μάγειρα, τους σερβιτόρους τζιαι τους κουμπάρους, τους βκιολάρηες τζιαι τους πιο στενούς συγγενείς. Τα φαγητά τα ετοίμαζαν οι σπιτάτουροι. Μετά το τέλος του γλεντιού της Πέμπτης η νύφφη εδίαν τους βκιολάρηες τζιαι του μάγειρα που ένα μαντηλούι δεμένο με μερικά χρήματα. Η είσπραξη τους βκιολάρηες ήταν που ούλλες τες ημέρες του γάμου 2-2 ½ λίρες.
Την Παρασκευή έβκαινε μια γεναίκα τζι εκάλλιεν τες τουρκούες να έρτουν στο γάμο. Έπαιζαν οι βκιολάρηες, εχόρευκαν οι χριστιανές τζι επλούμιζαν οι Τουρκούες.
Πηγή: Άσσια περιμένοντας την Ανάσταση, Κώστας Χρ. Τζωρτζής, Λευκωσία 2009
'Αλλες πηγές για τον Κυπριακό γάμο: Λαογραφικό Αρχείο και Μουσειακή Συλλογή του Πανεπιστημίου Αθηνών Εργασία Χρίστου Θεοδώρου Κούφου - 1965. Η Κυριάκου Ελένη από την Άσσια, ετών 80, περιγράφει τον Κυπριακό Γάμο. |