«Να μάθω τι απέγινε ο γιος μου, πριν πεθάνω με τον καημό»
Η συγκλονιστική ιστορία του μαθητή του Παγκυπρίου Γυμνασίου, Παναγιώτη Λοΐζου, που πυροβολήθηκε στο πλευρό από τους Τούρκους στην Άσσια και έκτοτε αγνοείται. «Θέλω να μάθω τι έγινε, πριν πεθάνω», μας λέει ο πατέρας του Νίκος Λοΐζου. Ο αγνοούμενος γιος του Παναγιώτης ήταν το τρίτο από τα παιδιά του. Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1957. Μελετούσε ασταμάτητα και όνειρό του ήταν να σπουδάσει γιατρός. Επειδή ήταν αριστούχος, φοιτούσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο με υποτροφία...
«Να μάθω τι απέγινε ο γιος μου, πριν πεθάνω με τον καημό»
Μια ακόμη ιστορία αγνοούμενου ανήλικου μαθητή, με συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τη συμπεριφορά των Τούρκων και των Τ/κ το 1974.
Ένας ακόμη πατέρας ανήλικου αγνοουμένου αρθρώνει κραυγή απόγνωσης και ζητά σπαρακτικά να του πουν τι απέγινε το παιδί του, πριν, όπως ο ίδιος λέει, πεθάνει με τον καημό, όπως πέθανε και η γυναίκα του
Ο τραγικός 17χρονος αγνοούμενος μαθητής, Παναγιώτης Νίκου Λοΐζου. Σήμερα, θα ήταν ένας 50χρονος γιατρός. Αυτό ήταν το παιδικό του όνειρο, που χάθηκε μαζί του στις 16 Αυγούστου 1974.
Στις 16 Αυγούστου 1974 στην Άσσια, ανάμεσα στα άλλα ειδεχθή εγκλήματα των Τουρκοκυπρίων και Τούρκων στρατιωτών, ξεχωρίζει και η περίπτωση του τότε 17χρονου Παναγιώτη Νίκου Λοΐζου.
Μαθητής της πέμπτης τάξης του Παγκυπρίου Γυμνασίου, άμαχος, σηκώθηκε από το διάβασμα και δέχθηκε μια σφαίρα στα πλευρά, από μαινόμενους Τούρκους. Χωρίς λόγο, χωρίς αιτία...
Εκείνο το απόγευμα, της πιο μαύρης μέρας της οικογένειας, όταν ο πατέρας του άνοιξε την πόρτα του σπιτιού τους, ο εφιάλτης που ξύπνησε δεν αφορούσε μόνο τον τραυματισμό του Παναγιώτη. Ο εφιάλτης ήταν τα γεγονότα που ακολούθησαν και μέσα από τα οποία, ο 17χρονος μαθητής είναι μέχρι σήμερα αγνοούμενος.
Ένας ακόμη πατέρας ανήλικου αγνοούμενου αρθρώνει κραυγή απόγνωσης και ζητά σπαρακτικά να του πουν τι απέγινε το παιδί του, πριν, όπως ο ίδιος λέει, πεθάνει με τον καημό, όπως πέθανε και η γυναίκα του.
Πρόκειται για το Νίκο Λοΐζου από την Άσσια, πρόσφυγα στην Αλαμινό της επαρχίας Λάρνακας, 83 ετών σήμερα. Στις 16 Αυγούστου 1974, στην Άσσια, ο κ. Νίκος ήταν τραγικός πρωταγωνιστής μιας συγκλονιστικής προσπάθειας να σωθεί ο 17χρονος γιος του, αριστούχος μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου Λευκωσίας, Παναγιώτης Ν. Λοΐζου. Δυστυχώς, όμως, ο Παναγιώτης εξαφανίστηκε μέσα στα χέρια των Τούρκων και έκτοτε ο μαθητής της πέμπτης Γυμνασίου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των 1572 αγνοουμένων...
Εγκλωβισμένοι στην Άσσια Για τις τραγικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αγνοείται ο Παναγιώτης, μίλησε στη «Σ» ο ηλικιωμένος πατέρας του.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, στις 14 Αυγούστου 1974, όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Άσσια, ο ίδιος, η γυναίκα του Μαργαρίτα και τα τρία από τα πέντε του παιδιά, ήταν από τις οικογένειες που εγκλωβίστηκαν στα σπίτια τους. Τα δύο μεγαλύτερά του παιδιά ήταν στρατιώτες. Ο αγνοούμενος γιος του Παναγιώτης ήταν το τρίτο από τα παιδιά του. Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1957. Μελετούσε ασταμάτητα και όνειρό του ήταν να σπουδάσει γιατρός. Επειδή ήταν αριστούχος, φοιτούσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο με υποτροφία. Όνειρα και στόχοι ζωής, που διέκοψε βάναυσα η τουρκική εισβολή του 1974...
«Εφέντιμ τωρά ρε γκιαούρη» Με δάκρυα στα μάτια, για τον αγνοούμενο γιο, αλλά και τη σύζυγό του που έφυγε νωρίς από τη ζωή με τον καημό του, ο κ. Νίκος αφηγείται: «Εκείνη τη μέρα, στις 16 Αυγούστου 1974, στο σπίτι μας ήμασταν εγώ και η γυναίκα μου Μαργαρίτα, με τα παιδιά μας, τον Παναγιώτη 17, τη Σπυρούλα 8 και το Χριστάκη 14. Γύρω στις 4:00 το απόγευμα ήρθε μια ομάδα ένοπλων Τούρκων και Τουρκοκύπριων στρατιωτών στο σπίτι μας και κτυπούσαν με λύσσα την πόρτα να τους ανοίξουμε. Άνοιξα και με τα ελάχιστα Τούρκικα που ήξερα τούς είπα «πόσκερτιν εφέντιμ» που σημαίνει «τι κάνετε, τι θέλετε αφέντες;». Τότε ένας στρατιώτης, που προφανώς ήταν Τουρκοκύπριος, μου είπε στα Ελληνικά «γ*** τη γενιά σας, λαλείς μας πόσκερτιν εφέντιμ. Εγινήκαμεν αφέντες τωρά ρε γκιαούρη».
Ο Παναγιώτης εκείνη τη στιγμή έστεκε κοντά μου. Οι Τούρκοι άρχισαν να ρίχνουν πυροβολισμούς στον αέρα για να μας τρομοκρατήσουν. Πιστεύω ότι δεν ήθελαν να κτυπήσουν τον Παναγιώτη μου, αλλά μια σφαίρα κτύπησε το μωρό μου στα πλευρά. Τον άκουσα που έβγαλε κραυγή, ένα μακρόσυρτο «αααα» και σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος.
Οι Τούρκοι αμέσως έφυγαν και εγώ έτρεξα κοντά στο μωρό. Στο μεταξύ, εγώ, μόλις έπεσαν οι πρώτες σφαίρες, φώναξα στη γυναίκα μου να πιάσει τα άλλα δύο μωρά και να φύγει και αυτή, αφού πετάκτηκε από το παράθυρο με τα άλλα μωρά, πήγαν στο σπίτι του παπά, όπως τους είπα. Πήρα ρούχα από το σπίτι και έδεσα τις πληγές του Παναγιώτη μου, που αν και αιμορραγούσε, είχε τις αισθήσεις του. Η σφαίρα είχε μπει και είχε βγει από το σώμα του. Μπορούσε να περπατήσει και έτσι σιγά-σιγά, πήγαμε στο σπίτι του παπά-Σωτήρη, που ήταν η γυναίκα μου και τα άλλα μου δύο παιδιά. Εκεί ήταν και η παπαδιά, μαζί με τα παιδιά τους. Επίσης, η μητέρα του παπά-Σωτήρη. Εκεί, αργά το απόγευμα, ήρθε μια άλλη ομάδα Τούρκων και άρχισαν να κλέβουν τα έπιπλα από το σπίτι. Είδαν τον Παναγιώτη, που αν και είχε τις αισθήσεις του, εντούτοις αιμορραγούσε και πονούσε: «Να το πάρετε στην Αφάνεια το κοπελλούιν, που έχει γιατρό. Εν κρίμα»», μας είπε ένας Τουρκοκύπριος.
Με το βρεφικό καρότσι «Μετά που έφυγαν, πήραμε μιαν αμαξούδαν από εκείνες που μεταφέρουν τα βρέφη, που είχε ο ιερέας στο σπίτι και βάλαμε τον Παναγιώτη να καθίσει όπως μπορούσε. Μαζί με τη μητέρα του παπά, κατευθυνθήκαμε πεζοί προς την Αφάνεια (Σημειώνεται ότι η Άσσια από το τουρκοκυπριακό χωριό Αφάνεια απέχουν δύο χιλιόμετρα περίπου). Μετά από πολύ κόπο, φτάσαμε στο σχολείο της Αφάνειας. Εκεί λειτουργούσε ένα πρόχειρο νοσοκομείο. Συνάντησα, μόλις φθάσαμε, έναν Τουρκοκύπριο από το ίδιο χωριό που τον ήξερα, τον Χασάν Μιστέρ. Μας ρώτησε τι θέλαμε και του είπαμε για το τι είχε συμβεί στον Παναγιώτη. Τη μητέρα του παπά την έστειλαν πίσω στην Άσσια με όχημα, ενώ εγώ έμεινα με το μωρό μου εκεί στο πρόχειρο νοσοκομείο. Ήταν μια Τ/κ που σπούδαζε νοσοκόμα στην Τουρκία και λόγω των διακοπών του καλοκαιριού, ήταν στην Κύπρο. Η νοσοκόμα περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του μωρού μου και του άλλαξε επιδέσμους. Επίσης, ένας άλλος Τούρκος τού έδωσε νερό να πιει γιατί διψούσε λόγω του τραύματός του, ενώ έφαγε και από τη σούπα που του έδωσαν. Είχε νυκτώσει καλά, όταν αυτός - ο Χασάν - μου είπε ότι θα μετέφεραν τον Παναγιώτη στο νοσοκομείο... «Να έρθω και εγώ;» τους ρώτησα και μου είπαν να περιμένω για να μου απαντήσουν. Σε λίγο μου είπαν «όχι»»...
«Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, εδώ και 33 χρόνια» Ο κ. ΝΙΚΟΣ, με αναφιλητά, μας λέει ακόμη ότι είναι 83 χρονών και αισθάνεται ότι η ζωή του τελειώνει. «Καρτερώ, περιμένω, αντέχω 33 χρόνια. Παρακαλώ, απαιτώ, να μου πουν τι εγίνηκεν με τον Παναγιώτη», μας λέει. Τονίζει και το επαναλαμβάνει ότι το παιδί του αποκλείεται να πέθανε λόγω του τραυματισμού του. Όποια και να ήταν η τύχη του, σίγουρα ήταν άλλη... Με αναφιλητά μάς λέει ακόμη ότι έστω και αν πάντρεψε τέσσερα παιδιά και έχει πολλά εγγονάκια, δεν περνά μια μέρα, δεν περνούν λίγες ώρες και να μη θυμηθεί τον Παναγιώτη του. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, εδώ και 33 χρόνια, το ημερολόγιο της μνήμης σταμάτησε στις 16 Αυγούστου 1974, τη μέρα που χάθηκε ο Παναγιώτης.
«Σε ποιο νοσοκομείο τον πήρατε;» «ΤΟΥΣ βοήθησα και έβαλαν τον Παναγιώτη μου στο αυτοκίνητο. Δεν ανταλλάξαμε καμιά κουβέντα, ούτε μου είπε κάτι το παιδί μου. Ήταν ταλαιπωρημένο και τραυματισμένο. Μετά από 45 περίπου λεπτά, ο Χασάν και οι άλλοι που μπήκαν στο αυτοκίνητο επέστρεψαν. Εγώ ασυναίσθητα τους ρώτησα «σε ποιο νοσοκομείο τον πήρατε τον Παναγιώτη;». Δεν μου απάντησαν αμέσως. Σαν να σκέφτηκαν κάτι, σαν να μην περίμεναν την ερώτηση. «Στη Λευκωσία;», ρώτησα εγώ και μου απάντησαν «ναι». Ύστερα, όταν απελευθερώθηκα, θυμήθηκα αυτή τη λεπτομέρεια που σας λέω τώρα. Άσε που ο Χασάνης μού έλεγε και πως ήμουν τυχερός, διότι ο Παναγιώτης στάληκε στο νοσοκομείο με «δυο-τρεις δικούς τους», εννοώντας Τούρκους τραυματίες.
Πρέπει επίσης να σας πω ότι ένας άλλος Τουρκοκύπριος από την Αφάνεια που ήξερα και ήταν παρών στα γεγονότα, ήταν ο γιος του Μουστούκκη του παρπέρη. Την κουβέντα ότι «ήμουν τυχερός», είπαν μου την και οι δύο τούτοι. Μετά απ' αυτά τα γεγονότα εγώ οδηγήθηκα στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία, όπου υπήρχαν και άλλοι Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι και στις 20 - 21 Αυγούστου 1974 απελευθερώθηκα και ήρθα στις ελεύθερες περιοχές. Δυστυχώς, ο Παναγιώτης μου δεν έδωσε ποτέ σημεία ζωής. Ωστόσο, μάθαμε από κάποιο συγγενή μας, χρόνια μετά, ότι του είπε κάποιος Τουρκοκύπριος στην Αγγλία από τα μέρη μας, ότι «στο νοσοκομείο που τον πήραν αποθεραπεύτηκε, αλλά μετά δεν γνώριζε τι απέγινε». Η μάνα του Παναγιώτη, η γυναίκα μου η Μαργαρίτα, θέλω να σας πω ότι μετά από πολλά εγκεφαλικά που έπαθε και επτά χρόνια που έμεινε στο κρεβάτι, πέθανε. Το γεγονός ότι ο Παναγιώτης μας χάθηκε μ' αυτό τον τρόπο, ήταν και ο μοναδικός λόγος που πέθανεν πριν από την ώρα της. Μ' αυτό τον καημό πέθανε».
Διάβαζε, μόνο διάβαζε
«ΩΣΠΟΥ έχει η θάλασσα νερό και όσο ζω, εγώ θα καρτερώ και το Θεό κάθε μέρα εν να τον παρακαλώ. Τριάντα τρία χρόνια κάνω υπομονή. Τη δύναμη μου τη δίνει ο γιος μου ο Παναγιώτης ν' αντέχω, για να φωνάζω το όνομά του, να παλεύω για να μάθω τι του εκάναν». Λόγια από το στόμα του Νίκου Λοΐζου, πατέρα 17χρονου αγνοουμένου από την Άσσια, ο οποίος το 1974 πάλεψε για να σώσει τη ζωή του παιδιού του. Και όταν τα κατάφερε, του τον έκλεψαν μέσα από τα χέρια του και τον εξαφάνισαν.
Ρωτώ τον κ. Νίκο να μου πει εκείνες τις τελευταίες μέρες με τον Παναγιώτη του, τις μαύρες μέρες του πολέμου, πώς τις πέρασαν στην Άσσια. Τα μάτια του 83χρονου βασανισμένου ανθρώπου τρέχουν πάλι ποταμούς δακρύων. Διάβαζε και μόνο διάβαζε ο Παναγιώτης. Γιατί ήθελε πολύ να γίνει γιατρός και αυτό ονειρευόταν και ο πατέρας του. Μέχρι που το απόγευμα της 16ης Αυγούστου 1974 ο πατέρας του άνοιξε την πόρτα στους Τούρκους που κτυπούσαν λυσσασμένα και τα όνειρα της οικογένειας τα κάλυψε ο εφιάλτης.
του ΠΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΑ
Εφημερίδα "Σημερινή" 18 Μαρτίου 2007 |