Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1751091
Έχουμε 15 επισκέπτες συνδεδεμένους

Τάσσος Παπαδόπουλος - Αναμνήσεις από την Άσσια - Τάσσος Παπαδόπουλος - Αναμνήσεις 2 Εκτύπωση E-mail
Ευρετήριο Άρθρου
Τάσσος Παπαδόπουλος - Αναμνήσεις από την Άσσια
Τάσσος Παπαδόπουλος - Αναμνήσεις 2
Τάσσος Παπαδόπουλος - Αναμνήσεις 3
Όλες οι Σελίδες

 

Το αλώνισμα του σιταριού

Η μεγαλύτερη απόλαυση για μας του εγγονούς, ήταν το αλώνισμα του σιταριού. Το αλώνισμα γινόταν με «βουκάνες» που συρόντουσαν από αγελάδες, κυκλικά και συνέχεια στα αλώνια. Ο παππούς μου είχε δυο μεγάλα αλώνια ένα στα νότια του σχολείου του χωριού και ένα στο βόρειο μέρος. Αυτό στο νότιο μέρος ήταν τόσο μεγάλο, ώστε αργότερα ο πατέρας μου το έδωσε στον Εθνικό Άσσιας, που με μερικά άλλα τεμάχια, που αγόρασε ο Εθνικός το χρησιμοποιούσε ως το ποδοσφαιρικό γήπεδο της ομάδας. Πολλές φορές καθόμουνα στη «δουκάνη», και την οδηγούσα μόνος μου (όταν μεγάλωσα λίγο) και όταν υπήρχαν δυο δουκάνες και δυο ζευγάρια αγελάδων, κάναμε και «κούρσες» με τους ξαδέλφους με τις «δουκάνες».

 

Όμως το μεγάλο γεγονός, ήταν όταν μετά το αλώνισμα και το ανέμισμα, που έπαιρνε αρκετές μέρες, μεταφερόταν με αμάξια το άχυρο στα «ασιελωνάρκα», κατά κανόνα τη νύκτα, για να αποφεύγεται η ζέστη της μέρας του καλοκαιριού. Από τις στοίβες του άχυρου στο δρόμο, με τροχαλία που ήταν στη στέγη του «ασιελωναρκού» το άχυρο ανέβαινε με κοφίνες στη στέγη, από όπου από μεγάλα ανοίγματα στην στέγη, εριχνόταν στη μεγάλη αποθήκη που ήταν το «ασιελωνάρι» και σιγά-σιγά εστοιβάζετο στο πάτωμα μέχρι να φτάσει στο ύψος της στέγης.

Για μας, τα μικρά παιδιά, για μένα και για τα ξαδέλφια μου της ηλικίας μου, ήταν πολύ συναρπαστικό να βγαίνουμε στην στέγη του ασιελωναρκού και όταν μισογέμιζε το «ασιελωνάρι», να πηδούμε από τα ανοίγματα στη στέγη πάνω στη μαλακή μάζα του άχυρου, που είχε ήδη, στοιβαχτεί σε μεγάλο σωρό στο δάπεδο της αποθήκης. Πηδούσαμε συνέχεια από ύψος 6-8 μέτρων τριάντα, σαράντα, πενήντα, ίσως φορές ο καθένας. Τη νύκτα, όλοι μαζί, κοιμόμαστε στη στέγη του «ασιελωναρκού» που είχε δροσιά.

Άλλη «σοβαρή» δραστηριότητα του καλοκαιριού για μας τους μικρούς, ήταν να προσέχουμε τα «ποστάνια», δηλαδή τις άνυδρες καλλιέργειες πεπονιών και καρπουζιών. Η Άσσια ήταν ξακουστή για τα πεπόνια της. Το καθήκον μας ήταν να διώχνουμε τα πουλιά από το ποστάνι, ώστε να μην καταστρέφουν τα πεπόνια δαγκώνοντάς τα.

Στήναμε, λοιπόν, μια πρόχειρη τέντα, στήναμε σκιάχτρα, και 3-4 ξάδελφοι, πηγαίναμε περπατητοί πρωί-πρωί στο ποστάνι, εφοδιασμένοι με νερό, ψωμιά, ελιές και χαλούμια για να προσέχουμε το ποστάνι μέχρι να δύσει ο ήλιος. Το φαγητό το συμπληρώναμε με κανένα γινομένο πεπόνι ή καρπούζι από το ποστάνι. Εγώ συνήθως πήγαινα σε ένα μεγάλο ποστάνι που ήταν σε μια περιοχή που λέγονταν «παπουτσούδι».

Η δουλειά μας ήταν, κρατώντας στο χέρι ένα άδειο τενεκέ και ένα κομμάτι ξύλο, που το κτυπούσαμε στο τενεκέ για να φεύγουν τα πουλιά, να περπατούμε, περιοδικά, σε όλη την έκταση του χωραφιού, που ήταν και μεγάλης έκτασης, και, έτσι, να προστατεύουμε τα πεπόνια και τα καρπούζια από τα πουλιά.

Η παραμονή μας στα χωράφια, ήταν σχεδόν για όλη τη μέρα και, φυσικά, στα ενδιάμεσα με τα ξαδέλφια μιλούσαμε για χίλια δυο πράγματα και θέματα, που τόσο απασχολούν παιδιά της ηλικίας των 8-12 χρονών.

Πολύ έντονα, όμως, θυμούμαι την τελετουργική «περιοδεία» του παππού, κάθε μέρα της Πρωτοχρονιάς.

Ο παππούς μου ήταν, σχετικά, πλούσιος. Έτσι κάθε πρωτοχρονιά, μάζευε τόσες χρυσές Αγγλικές λίρες, όσοι ήταν και τα παιδιά, τα εγγόνια του, τα βαφτιστικά του και άλλοι συγγενείς που ειδικά αγαπούσε, τις έβαζε σε ένα άσπρο μαντήλι, έδενε τις τέσσερις γωνιές και αρχίζαμε μαζί την περιοδεία στα σπίτια του καθενός. Εγώ κρατούσα το μαντήλι με τις χρυσές λίρες και τον συνόδευα. Εκείνος και εγώ μόνο. Σε κάθε σπίτι, πρώτα μας κάπνιζαν με το καπνιστήρι, λέγαμε τις ευχές μας για τον καινούργιο χρόνο, καθόμαστε λίγο στο «νοτά» του κάθε σπιτιού και την ώρα που σηκωνόμαστε για να φύγουμε, έδινα στο παππού μια χρυσή λίρα, που ήταν η «πουλουστρίνα» που, έδινε στον ή στους εγγονούς του ή σε αυτούς που είχε αποφασίσει να δώσει πουλουστρίνα.

Το Δημοτικό Σχολείο για έξι μήνες

Στην διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, η Αποικιοκρατική Κυβέρνηση είχε αποφασίσει την «εκκένωση» των πόλεων από γυναίκες και παιδιά. Δεν ήταν υποχρεωτική η «εκκένωση», αλλά ήταν συστηνόμενη για όσους μπορούσαν να πάνε να κατοικήσουν εκτός των πόλεων.

Έτσι εγώ, με τη μάνα μου, βρεθήκαμε να κατοικούμε στην Άσσια, στο σπίτι του παππού και πήγαινα σχολείο στο Δημοτικό Σχολείο της Άσσιας, για περίοδο, κάπου, έξι μηνών.

Αυτή η συχνή επαφή μου με την Άσσια συνεχίστηκε μέχρι την αποφοίτηση μου από το Κεντρικό Παγκύπριο Γυμνάσιο, και μέχρι που πήγα στο Λονδίνο για πανεπιστημιακές σπουδές.

Σε όλη αυτή την περίοδο, μέχρι που έφυγα για σπουδές, ήμουνα πάρα πολύ κοντά στην Άσσια και τους ανθρώπους της και τη θεωρούσα το χωριό της καταγωγής μου. Το ίδιο και στη 12ετή, περίπου περίοδο, που υπηρέτησα ως υπουργός σε διάφορα υπουργεία, της Κυβέρνησης Μακαρίου.

Οι πιο αγαπημένοι και στενοί μου φίλοι ήσαν Ασσιώτες, κατά κύριο λόγο συγγενείς. Όμως, όταν μιλούμε για την Άσσια, είχα πάντα την εντύπωση ότι περίπου οι μισοί κάτοικοι της Άσσιας ήσαν συγγενείς είτε εξ αίματος είτε εξ αγχιστείας.

Η επόμενη ανάμνηση μου από την Άσσια ήταν, όταν, στη πρώτη προεκλογική εκστρατεία για την εκλογή του Μακάριου, πήγα στο χωριό και μίλησα σε προεκλογική συγκέντρωση για τον Μακάριο, που έγινε στη πλατεία, μπροστά από το καφενείο «της Εκκλησίας» στη Πάνω Γειτονιά. Δυστυχώς, φαίνεται, ότι δεν ήμουν πολύ πειστικός στη συγκέντρωση, αφού η Άσσια ήταν μεταξύ των 28 χωριών, σε όλη την Κύπρο, που έδωσαν το χαμηλότερο ποσοστό ψήφων στο Μακάριο.

 



 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com