Η Ζωή και τα Θαύματα του - Ο Άγιος Σπυρίδωνας κι ο καραβοκύρης |
σελίδα 5 από 6
Ο Άγιος Σπυρίδωνας και ο καραβοκύρης
Στη μακρινή εκείνη εποχή, που ο άγ. Σπυρίδωνας ήταν επίσκοπος στην Τρεμιθούντα, είχε ξαπλωθεί σε όλη την Κύπρο η φήμη πως ο άγ. Σπυρίδωνας ήταν τόσο σπλαχνικός ώστε να μη διώχνει ποτέ κανένα που χρειαζόταν βοήθειά του από την επισκοπή του.
Μια μέρα πήγε στην Τρεμιθούντα ένας καραβοκύρης από την παλιά πολιτεία της Κύπρου που λεγόταν Κίτιο. Ο καραβοκύρης αυτός ήταν ένας φτωχός οικογενειάρχης, ο οποίος με πολλές δυσκολίες κατάφερε να κάνει δικό του ένα καράβι με τα πανιά. Με αυτό ταξίδευε σε γειτονικές χώρες και κουβαλούσε εμπορεύματα από τη μια χώρα στην άλλη. Με τούτη τη δουλειά κέρδισε όσα χρήματα χρειαζόταν για τη συντήρηση της οικογένειάς του. Όμως για τούτη τη δουλειά χρειαζόταν νάχει πάντα στην τσέπη του κάμποσα λεφτά, νa αγοράζει μ' αυτά εμπορεύματα, να τα παίρνει σ' άλλη χώρα να τα πουλάει, και ν' αγοράζει απ' εκεί άλλα, τα οποία να παίρνει αλλού για πούλημα.
Για μερικά χρόνια πήγαιναν καλά οι δουλειές του καραβοκύρη. Μια μέρα όμως τον πλάκωσε μια τρομερή θαλασσοταραχή. Είχε φορτώσει το καράβι του με ρύζι από την Αλεξάντρεια για την Κύπρο, και στο δρόμο αναγκάστηκε να ρίξει στη θάλασσα όλο το φορτίο, για να γλιτώσει και ο ίδιος και το καράβι του. Έτσι κάνουν όλοι οι καραβοκύρηδες, όταν τους πλακώνει τρικυμία.
Με αδειανό το καράβι και την τσέπη του γύρισε ο καραβοκύρης θλιμμένος στο σπιτάκι του, στο Κίτιο. Έτσι που κατάντησε, δεν μπορούσε πια να συνεχίσει τα ταξίδια του και να κερδίζει όσα χρειαζόταν για τη συντήρηση της οικογένειάς του.
Οι φίλοι του και οι γνωστοί του τον παρακίνησαν να ζητήσει τη βοήθεια του άγ. Σπυρίδωνα κι ο καραβοκύρης τους άκουσε. Πήγε στην Τρεμιθούντα, βρήκε τον άγ. Σπυρίδωνα και, αφού του μίλησε για τη ζημιά που έπαθε με τη φουρτούνα που τον έπιασε, ζήτησε τη βοήθειά του. Επειδή όμως χρειαζόταν πολλά χρήματα, είπε στον άγ. Σπυρίδωνα να τον δανείσει κι όσα χρήματα του δώσει να τα επιστρέψει, όταν θα γυρίσει από το ταξίδι του.
Ο άγ. Σπυρίδωνας δέχτηκε κι είπε στον καραβοκύρη να ανοίξει το ερμάρι, κι όσα χρήματα είναι στο συρτάρι να τα πάρει. Ο καραβοκύρης ευχαρίστησε τον άγ. Σπυρίδωνα, πήρε τα χρήματα, τα μέτρησε, φίλησε το χέρι του αγίου και ξεκίνησε. Πήγε στο Κίτιο, αγόρασε εμπορεύματα, και ξεκίνησε με το καράβι για την Αίγυπτο. Πούλησε τα εμπορεύματά του και με τα χρήματα που πήρε αγόρασε άλλα και γύρισε στην Κύπρο. Μόλις τα ξεφόρτωσε στο Κίτιο, έγιναν ανάρπαστα από τους εμπόρους. Τα χρήματα που μάζεψε ήταν τόσα πολλά, ώστε μπορούσε με αυτά να ξοφλήσει το χρέος του στον άγ. Σπυρίδωνα, και να περισσέψουν τόσα όσα χρειαζόταν για το εμπόριό του. Ύστερα από 2-3 μέρες, ο καραβοκύρης πήγε στην Τρεμιθούντα κι είπε στον άγ. Σπυρίδωνα πως έφερε τα δανεικά και τον ευχαρίστησε για την καλοσύνη του, προσθέτοντας πως τα χρήματα εκείνα ήταν ευλογημένα, γιατί του έφεραν μεγάλα κέρδη. Ο άγ. Σπυρίδωνας είπε στον καραβοκύρη να βάλει τα χρήματα στην ίδια θέση που τα βρήκε μέσα στο ερμάρι. Ο καραβοκύρης τάβαλε, ευχαρίστησε δεύτερη φορά τον άγ. Σπυρίδωνα και γύρισε στο Κίτι.
Όπως είπαμε, ο καραβοκύρης είχε πια όσα χρήματα του χρειάζονταν για τα εμπόριά του, κι εξακολούθησε τα ταξίδια του. Ύστερα από λίγους μήνες σ' ένα ταξίδι του στη Συρία έπαθε μεγάλες ζημιές από μια τρομερή θαλασσοταραχή που τον βρήκε, και γύρισε στο Κίτιο αδέκαρος. Τι να κάνει τώρα; Από πού να ζητήσει δανεικά; Από πού αλλού; Ένα πρωί βρέθηκε στην επισκοπή της Τρεμιθούντας. Ο άγιος Σπυρίδωνας, γεμάτος καλοσύνη, άκουσε τα παθήματα του καραβοκύρη και τούπε να πάρει τα χρήματα από το ερμάρι, γιατί βρίσκονταν στην ίδια θέση που τάβαλε ο ίδιος πριν λίγους μήνες. Ο καραβοκύρης πήρε τα χρήματα και, αφού ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά τον άγ. Σπυρίδωνα, γύρισε στο Κίτιο, κι εξακολούθησε τα ταξίδια και τα εμπόριά του.
Με τα χρήματα που πήρε ο καραβοκύρης κέρδισε διπλάσια σε κάθε ταξίδι κι έγινε πλούσιος. Τα πολλά κέρδη τον έκαναν ν΄ αμελήσει από την αρχή να γυρίσει πίσω τα δανεικά που πήρε από τον άγ. Σπυρίδωνα, και στο τέλος να τα ξεχάσει ολότελα. Αγόρασε μεγαλύτερο και καινούριο καράβι, κι άρχισε μεγαλύτερα εμπόρια και μακρινότερα ταξίδια, χωρίς να θυμηθεί καθόλου το ερμάρι του άγ. Σπυρίδωνα.
Σ' ένα μακρινό ταξίδι στην Κρήτη πλάκωσε τον καραβοκύρη μια τρομαχτική τρικυμία. Το κατάφορτο καράβι του έπρεπε να ξεφορτωθεί και να ξαλαφρώσει αλλιώς δε γλίτωνε. Έτσι όλο το φορτίο του ρίχτηκε στη θάλασσα. Ο καραβοκύρης γύρισε στο Κίτιο πανί με πανί. Θυμήθηκε τώρα το χρέος του στον άγ. Σπυρίδωνα, μα πώς να το πληρώσει; Θυμήθηκε ακόμα πώς μονάχα ο άγ. Σπυρίδωνας μπορούσε να τον βοηθήσει για τρίτη φορά, μα πώς να παρουσιαστεί μπροστά του; Δεν πήγε να βάλει τα λεφτά στο ερμάρι του, στη θέση εκείνη, από την οποία τα πήρε. Τι να κάνει τώρα; Πώς να ζήσει; Διηγήθηκε στους φίλους του τη συμπεριφορά του απέναντι στον άγιο εκείνο επίσκοπο, κι εκείνοι τούδωκαν θάρρος πως ο άγιος είναι τόσο καλός που θα τον λυπηθεί και πρέπει να πάει να πέσει στα πόδια του.
Ο καραβοκύρης πείστηκε κι ένα πρωί από τα χαράματα ξεκίνησε για την Τρεμιθούντα. Βρήκε τον άγ. Σπυρίδωνα στο δωμάτιό του, και με δάκρυα στα μάτια του διηγήθηκε τη συμφορά, που τον βρήκε εκεί στης Κρήτης τα νερά. Ο άγιος Σπυρίδωνας του είπε ν' ανοίξει το ερμάρι και να πάρει όσα χρήματα βρει εκεί. Ο καραβοκύρης άνοιξε χαρούμενος το ερμάρι, μα δε βρήκε δεκάρα στη θέση εκείνη που ήξερε. Απορημένος, είπε στον άγ. Σπυρίδωνα πως δεν υπάρχουν εκεί χρήματα, κι ο άγιος του απάντησε: «Ναι, παιδί μου! Δεν είν' εκεί τα χρήματα, γιατί το χέρι που τα πήρε, δεν τάφερε να τα βάλει στη θέση τους. Λυπούμαι που δεν έχω άλλα να σου δώσω!»
Κι ο καραβοκύρης έφυγε τσακισμένος κι αγανακτισμένος ενάντια στον εαυτό του, που δεν στάθηκε άξιος να γυρίσει πίσω τα χρήματα, για να τα βρει στη δύσκολη εκείνη περίπτωση.
|