Μαρτυρία - Γιάννος Δημητρίου |
Το πιο κάτω είναι απόσπασμα από το βιβλίο της Sevgul Uludag "Τα στρείδια που έχασαν το μαργαριτάρι τους"
Πήγα να γνωρίσω τον Χριστόφορο Σκαρπάρη και το Γιάννο Δημητρίου του Πολιτιστικού Συνδέσμου της Άσσιας. Ο Γιάννος ήταν μόνο έντεκα χρονών και ο Χριστόφορος μόλις δεκαπέντε. Αφηγούνται τις εμπειρίες τους, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού κι ενός νέου. Ο Γιάννος μεταβαίνει αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες για δυο χρόνια κι εκεί γράφει μιαν έκθεση για το σχολείο. Η δασκάλα του Έντνα Μέρφι συγκλονίζεται τόσο που την κρατά για αρκετά χρόνια. Όταν ο Γιάννος πηγαίνει ξανά στην Αμερική για πανεπιστημιακές σπουδές, του τη δίνει πίσω. Η έκθεση είναι γραμμένη τις αρχές του 1975 όταν ο Γιάννος ήταν 12 χρονών. Η δασκάλα του Έντνα Μέρφι είχε υποβάλει στους μαθητές της ερώτηση: «Ποιο ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή σας;» Η Μαρτυρία σε ελεύθερη μετάφραση όπως έγινε για σκοπούς του βιβλίου «Το σημαντικό γεγονός στη ζωή μου ήταν όταν μας έπιασαν οι Τούρκοι. Μας κρατούσαν για 14 ημέρες. Να πώς συνέβη: Ήταν 14 Αυγούστου 1974, ημέρα Τετάρτη 1.45μ.μ. Η οικογένειά μου και εγώ βρισκόμασταν στο σπίτι της θείας μου όταν ακούσαμε πυροβολισμούς. Ο αδελφός μου βγήκε έξω να δει τι συνέβαινε. Ακούσαμε επίσης κορναρίσματα και κόσμο να φωνάζει. Ήρθε τότε ο θείος μου με το αυτοκίνητό του και μας είπε ότι έπρεπε να φύγουμε. Πήγαμε στο αυτοκίνητο αλλά δεν μπορούσαμε να φύγουμε διότι εμπόδιζαν δύο άλλα αυτοκίνητα - ένα μπροστά μας και το άλλο πίσω. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και πήγαμε σ' ένα παλιό σπίτι. Σ' αυτό το σπίτι βρίσκονταν 26 άνθρωποι και το μέγεθος του δωματίου περίπου το 1/4 της τάξης μας. Μείναμε εκεί για μέρες, είχαμε ελάχιστο για να φάμε και πίναμε νερό από το πηγάδι. Την τέταρτη μέρα φύγαμε από εκείνο το σπίτι και πήγαμε στο σπίτι της θείας της μητέρας μου. Εκεί είχαμε περισσότερο φαγητό. Μείναμε εκεί για πέντε μέρες. Κάθε μέρα έρχονταν οι Τούρκοι στρατιώτες με τα όπλα φωνάζοντας και κλωτσώντας τις πόρτες. Την πέμπτη μέρα έσπασαν την πόρτα και μας είπαν να βγούμε έξω. Ήμουν ξυπόλυτος γι' αυτό πήγα να πάρω τα παπούτσια μου, αλλά ο Τούρκος στρατιώτης με σημάδεψε με το όπλο και έτσι βγήκα έξω ξυπόλυτος. Αρχίσαμε να περπατούμε με τους πάνοπλους στρατιώτες μπροστά και πίσω. Ο δρόμος ήταν γεμάτος σπασμένα γυαλιά. Καθώς περπατούσαμε, είδαμε ένα αυτοκίνητο στο δρόμο που ήταν ισοπεδωμένο γιατί πέρασε από πάνω του ένα τουρκικό τανκ. Περπατήσαμε για λίγο μέχρι που μας πήραν σε μια γειτονιά στο ανατολικό μέρος του χωριού. Μας πήραν σ' ένα σπίτι όπου βρίσκονταν 60 άτομα. Περάσαμε πολύ δύσκολα και φοβόμασταν σε αυτό το σπίτι. Δεν είχαμε σχεδόν τίποτα για να φάμε. Στο σπίτι αυτό ήταν μόνο γυναίκες και παιδιά. Τους άντρες τους είχαν όλους συλλάβει άσχετα από το πόσο ηλικιωμένοι ήταν. Είχαν συλλάβει και τον παππού μου. Το χωριό άρχισε να βρομά διότι αυτοί τους οποίους είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι ήταν άταφοι. Μια μέρα ήρθε στο χωριό ένας Τούρκος γιατρός και μας είπε ότι έπρεπε να φύγουμε όλοι διότι ο αέρας ήταν μολυσμένος. Έτσι οι Τούρκοι αποφάσισαν να μας αφήσουν να φύγουμε. Το βράδυ όμως πριν από την ημέρα που θα φεύγαμε κάποιοι άντρες δραπέτευσαν από τη φυλακή. Οι Τούρκοι θύμωσαν και δεν μας άφησαν να φύγουμε. Άρχισαν να τιμωρούν τους άλλους αιχμαλώτους, χτυπώντας και κλωτσώντας τους. Εμείς περιμέναμε ακόμα μια μέρα και μετά ακόμα μια. Η ατμόσφαιρα ήταν τρομερή. Μύριζε πολύ άσχημα και αναγκαζόμασταν να κλείνουμε το στόμα και τη μύτη με μαντήλια για να μην αναπνέουμε το μολυσμένο αέρα. Τη 14η μέρα έφεραν λεωφορεία και μπήκαμε όλοι μέσα. Ο κόσμος έφευγε από το χωριό, αφήνοντας πίσω τα πάντα, τα σπίτια μας, αυτοκίνητα, έπιπλα, αγροκτήματα, εργοστάσια και όλα όσα είχαν. Ένας απ' αυτούς ήμουν εγώ με την οικογένειά μου. Αφήσαμε πίσω όλα όσα είχαμε. Όταν μας άφησαν ελεύθερους, μείναμε στην Κύπρο τέσσερις μήνες κι ύστερα ήρθαμε στης Ην. Πολιτείες». Πηγή: Τα Στρείδια που έχασαν το μαργαριτάρι τους, Sevgul Uludag μαζί με ΙΚΜΕ και BILAN, Λευκωσία 2005. Ο συγγραφέας Πανίκος Νεοκλέους ζήτησε από το Γιάννο Δημητρίου να δώσει μια μαρτυρία για τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια του εγκλωβισμού του στην Άσσια μεταξύ 14 και 28 Αυγούστου 1974, όπως έκανε και με ένα άλλο μεγάλο αριθμό Ε/Κ και Τ/Κ, για σκοπούς έκδοσης του νέου του βιβλίου με τον τίτλο «Μνήμες» που ήδη κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. Το πιο κάτω είναι εκτενές απόσπασμα της κατάθεσης του Γιάννου Δημητρίου.
Όταν έγινε το πραξικόπημα και η εισβολή ήμουν σχεδόν 11 χρονών. Αυτά τα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό μου, την Άσσια, το μαύρο καλοκαίρι του 1974, τα έζησα από κοντά, ζώντας και βλέποντάς τα με τα μάτια ενός παιδιού.
14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974 Εκείνη τη μέρα είχε αρχίσει η Β' φάσης της τουρκικής εισβολής. Από νωρίς το πρωί η Άσσια δέχτηκε την επίθεση της τουρκικής αεροπορίας. Τις προηγούμενες μέρες κάποιος συγχωριανός μας ο οποίος ήταν μεταπωλητής και διέθετε αρκετά αυτοκίνητα, τα μετέφερε λίγο έξω από το χωριό για να τα προφυλάξει. Βλέποντάς τα οι Τούρκοι άρχισαν από νωρίς το πρωί να τα βομβαρδίζουν με βόμβες ναπάλμ, με αποτέλεσμα να τα καταστρέψουν σχεδόν όλα. Ο κόσμος στο χωριό μας, για πρώτη φορά έπαιρνε μια πρώτη γεύση από τη φρίκη του πολέμου, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή, στην ευρύτερη περιοχή της Άσσιας δεν συνέβη το παραμικρό μεταξύ των Ε/Κ και Τ/Κ κατοίκων των γύρω χωριών, τόσο κατά τις ημέρες που ακολούθησαν το πραξικόπημα όσο και κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της τουρκικής εισβολής. Επίσης υπήρχαν κάποιες φήμες που επικρατούσαν από παλιά, ότι δηλαδή σε περίπτωση εισβολής, οι Τούρκοι δεν θα καταλάμβαναν περιοχές νότια του κύριου δρόμου Λευκωσίας - Αμμοχώστου, κάτι που οι κάτοικοι της Άσσιας πίστευαν μέχρι τις 13 Αυγούστου 1974 γεγονός που τους οδήγησε να υποτιμήσουν τους κινδύνους που υπήρχαν. Για τους πιο πάνω λόγους, ελάχιστοι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει το χωριό μας. Μέχρι εκείνη τη μέρα, μπορώ να πω ότι υπήρξε ένας εφησυχασμός. Έτσι πιαστήκαμε όλοι απροετοίμαστοι όταν νωρίς το πρωί και εντελώς αναίτια, η τουρκική αεροπορία άρχισε να σπέρνει το θάνατο και την καταστροφή.
Τα τουρκικά αεροπλάνα, εντελώς ανενόχλητα και πετώντας σε πολύ χαμηλό ύψος έριξαν βόμβες, ναπάλμ και πολυβόλησαν το χωριό. Δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου που τα αεροπλάνα, τη στιγμή που έκαναν τις βυθίσεις , εκτός από το θόρυβο των μηχανών τους, έκαναν και ένα δαιμονισμένο θόρυβο που ακούγονταν όπως οι σειρήνες. Αυτός ο χαρακτηριστικός θόρυβος πολλαπλασίαζε το φόβο.
Αμέσως μετά τους πρώτους βομβαρδισμούς και τους πολυβολισμούς, οι κάτοικοι άρχισαν να συνειδητοποιούν την πραγματικότητα και να μαζεύονται σε μεγάλες ομάδες σε σπίτια. Όλη η δική μας οικογένεια μαζεύτηκε στο σπίτι της γιαγιάς και της θείας. Εξ' αιτίας των βομβαρδισμών καλυφτήκαμε σε όσο το δυνατό πιο ασφαλή μέρη του σπιτιού και ακούγαμε τα δελτία ειδήσεων. Γύρω στις 1:45 μμ, λίγα λεπτά μετά το δελτίο ειδήσεων ακούσαμε ξαφνικά θόρυβο από αυτοκίνητα και πυροβολισμούς. Ταυτόχρονα ακούσαμε κόρνες αυτοκινήτων να κορνάρουν δαιμονισμένα και τον θείο μου να μας φωνάζει, οπότε βγήκαμε στο δρόμο για να δούμε τι συνέβαινε. Το σπίτι του θείου βρισκόταν στην δυτική πλευρά του χωριού και είδε από κάποια απόσταση τα τουρκικά άρματα να κινούνται προς το χωριό πυροβολώντας, καθώς και άλλους ελληνοκύπριους που έφευγαν από το γειτονικό χωριό Αφάνεια. Μετά από προτροπή του θείου, τρέξαμε στα αυτοκίνητα, όμως το πανδαιμόνιο και η σύγχυση ήταν τόσο μεγάλη που πριν προλάβουμε να απομακρυνθούμε εγκλωβιστήκαμε σε μια πάροδο μέσα στο χωριό.
Εκείνη τη στιγμή τα άρματα βρίσκονταν 150-200 μέτρα μακριά μας πυροβολώντας αδιάκριτα. Οι σφαίρες περνούσαν κατά χιλιάδες πάνω από τα κεφάλια μας, ενώ εμείς βρισκόμαστε παγιδευμένοι σε ένα στενό δρομάκι. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα είδαμε και τα πρώτα άρματα να περνούν σε απόσταση 6-7 μέτρων από εμάς και να προελαύνουν εντελώς ανενόχλητα. Εκεί, μέσα στον πανικό και τη σύγχυση, χάσαμε επαφή με τη μισή από την οικογένεια. Ένα πράγμα το οποίο είδα και θα το θυμάμαι για πάντα, είναι ότι ένα από τα άρματα που ακολουθούσαν, στο πέρασμα του κατάστρεφε τους πυλώνες της ηλεκτρικής.
Σύμφωνα με αναφορές και μαρτυρίες κατοίκων της Αφάνειας, στα πρώτα τουρκικά άρματα υπήρχαν Ελληνικές σημαίες. Πιθανόν οι Τούρκοι να τις έβαλαν σκόπιμα για παραπλάνηση.
Στο τέρμα της παρόδου στην οποία είχαμε εγκλωβιστεί βρισκόταν το σπίτι της πρώτης ξαδέλφης του πατέρα μου, Ελένης Χάπα, που ζούσε με την γριά και βαριά άρρωστη μητέρα της. Εκεί μαζευτήκαμε συνολικά 26 άτομα. Ο πατέρας μου εκείνη την περίοδο απουσίαζε στο εξωτερικό. Από το πολύ στενό οικογενειακό μας περιβάλλον, μαζί μου ήταν η μητέρα μου και τα τέσσερα μου αδέλφια.
Η θεία Ελένη μας προσκάλεσε όλους να μπούμε μέσα και αμπάρωσε την βαριά ξύλινη πόρτα του σπιτιού, που απ' έξω έμοιαζε με μάντρα των ζώων. Κάθε λεπτό που περνούσε σ' εκείνο το σπίτι έμοιαζε με ένα αιώνα. Δεν μπορώ με λόγια να περιγράψω το φόβο που νιώσαμε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας συνέβη κάτι συγκλονιστικό. Μέσα στον πανικό που επικρατούσε μαζί μας παρέμεινε χωρίς τη μητέρα της μια ξαδέλφη μου που εκείνη την περίοδο ήτανε μόλις μερικών μηνών, ήτανε η πιο μικρή εκείνης της ομάδας ανθρώπων. Σε κάποια στιγμή που το παιδάκι έκλαιγε ασταμάτητα, ακούσαμε κουβέντες και αντιληφθήκαμε την παρουσία τούρκων στρατιωτών στη περιοχή γύρω από το σπίτι που είμαστε κρυμμένοι. Τότε η μητέρα μου έβαλε το χέρι της στο στόμα του μωρού για να μην ακούγεται το κλάμα, οπότε λιποθύμησε. Όλοι μας παγώσαμε από το φόβο μήπως η μητέρα μου το είχε πνίξει στην προσπάθειά της να το φιμώσει. Ευτυχώς, μετά από μεγάλες προσπάθειες, το μωρό συνήλθε ύστερα από μερικά λεπτά. Τις τρεις μέρες που μείναμε σε εκείνο το σπίτι, κανένας από τους μεγάλους δεν έκλεισε μάτι, ενώ τα λιγοστά τρόφιμα εξαντλήθηκαν από την πρώτη κιόλας μέρα. Το μόνο πράγμα που είχαμε ήταν ευτυχώς το νερό το οποίο παίρναμε από το πηγάδι το οποίο υπήρχε στην αυλή, το οποίο όμως ήταν ακατάλληλο για πόση.
Λόγω της έλλειψης φαγητού, την τέταρτη μέρα, πολύ νωρίς το πρωί αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το σπίτι. Χωρίς να μας αντιληφθούν οι Τούρκοι μετακινηθήκαμε σε άλλο συγγενικό μας σπίτι το οποίο βρισκόταν γύρω στα 200 μέτρα μακριά. Εκεί συναντηθήκαμε με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας μας.
Την τέταρτη μέρα ουσιαστικά εγώ και η οικογένεια μου ήρθαμε σ' επαφή με τα κατοχικά στρατεύματα. Έκαναν έρευνες από σπίτι σε σπίτι, ψάχνοντας βασικά για στρατιώτες και ειδικότερα για Ελλαδίτες. Μια από εκείνες τις μέρες είδα τραυματία και το λαϊκό μας ζωγράφο Μιχαήλ Χρ. Κκάσιαλο με τον οποίο μέναμε μαζί για δυο μέρες. Οι Τούρκοι όπως μας είπε, μπήκαν στο σπίτι του, τον λήστεψαν και έφυγαν χωρίς αρχικά να τον κτυπήσουν. Επέστρεψαν όμως αργότερα άλλοι και του ζήτησαν πάλι χρήματα. Όταν οι Τούρκοι δεν βρήκαν τίποτα άλλο να του πάρουν, τον κτύπησαν στον ώμο και στο πόδι με αποτέλεσμα να του προκαλέσουν πολύ σοβαρά τραύματα. Τότε ο Κάσιαλος ήταν 89 χρονών. Φαινόταν πολύ καταπονημένος και στις 30 Αυγούστου λίγες μέρες μετά την βίαιη εκδίωξη μας από το χωριό απεβίωσε στη Λάρνακα.
Όλες εκείνες τις μέρες, βλέπαμε Τ/Κ άντρες και γυναίκες να έρχονται στο χωριό, να λεηλατούν και να κλέβουν. Πολλές φορές φόρτωναν στις δικές μας καρότσες τα κλοπιμαία και έφευγαν για να επανέλθουν ξανά για να συνεχίσουν τις λεηλασίες. Πάντοτε οι Τ/Κ συνοδεύονταν με τουλάχιστο ένα Τούρκο στρατιώτη. Τελικά δεν άφησαν τίποτα στο χωριό. Μέσα στα πιο πολλά σπίτια δεν είχε απομείνει τίποτα.
Πρέπει να αναφέρω ότι μερικοί από τους Τ/Κ προσπάθησαν να μας καθησυχάσουν, χωρίς όμως να είναι σε θέση να πράξουν και πολλά. Κάποιοι Τ/Κ από το γειτονικό χωριό Αφάνεια, που γνώριζαν το παππού μου και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις μαζί του και συνόδευαν τα τούρκικα στρατεύματα κατά τη διάρκεια των ερευνών, του είπαν να μην φοβάται και ότι δεν θα πείραζε κανένας την οικογένεια του. Παρόλα αυτά σήμερα ο παππούς μου είναι αγνοούμενος. Απόδειξη ότι η καλή διάθεση από συγκεκριμένους ανθρώπους δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει εγγύηση για την ασφάλεια κανενός.
Ενώ οι έρευνες στα σπίτια ήταν καθημερινές και ο φόβος μας πολύ μεγάλος παραμείναμε στο σπίτι της θείας της μητέρας μου με την υπόλοιπη οικογένεια μέχρι την 21ην Αυγούστου 1974. Εκείνη τη μέρα, ξαφνικά Τούρκοι στρατιώτες παραβίασαν την πόρτα του σπιτιού και όρμησαν μέσα και με άγριες φωνές μας έδειχναν με τα όπλα προς την πόρτα. Ήμουν ξυπόλυτος και έσκυψα να βάλω τις παντόφλες μου. Ένας τούρκος στρατιώτης με σημάδεψε με το όπλο και μου έγνεψε να βγω έξω, οπότε τις άφησα κάτω και ακολούθησα τους υπόλοιπους έξω στο δρόμο.
Εκεί ξεκινά η πορεία μας με συνοδεία μπροστά και πίσω των πάνοπλων Τούρκων στρατιωτών. Από το δυτικό άκρο, αφού περάσαμε από την πλατεία, φτάσαμε στο ανατολικό άκρο του χωριού. Στο κέντρο του χωριού, όπου κάναμε στάση, βρίσκονταν ήδη μαζεμένοι εκατοντάδες συγχωριανοί μας, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Τις πρώτες μέρες που είμαστε κρυμμένοι και δεν είχαμε επαφή με τους υπόλοιπους συγχωριανούς μας, οι Τούρκοι είχανε ήδη συλλάβει τους περισσότερους άντρες και τους έστειλαν όπως μάθαμε αργότερα στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία. Εκεί στην πλατεία του χωριού όπου βρίσκεται και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε μια δεύτερη, ίσως και τρίτη επιλογή αιχμαλώτων. Μαζί με τους άντρες, οι Τούρκοι συνέλαβαν και τον αδελφό μου 14 χρόνων τότε και δυο ξαδέλφους μου. Αυτό που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη ήταν αυτό που άκουσα τη μάνα μου να λέει στον αδελφό μου την ώρα της σύλληψής του: «Πήγαινε γιέ μου και μη φοβάσαι!». Τον αδελφό μου τελικά τον έσωσε δύο μέρες αργότερα ένας θείος μας, ο Λούκας Γεωργιάδης, που ήταν αμερικανός πολίτης, μετά που απαίτησε επίμονα από Τούρκο αξιωματικό όπως αφήσει ελεύθερους τον αδελφό μου και τα δύο μου ξαδέλφια που ήταν μόλις 14 ετών. Πρέπει να αναφέρω ότι ο Λούκας Γεωργιάδης υπήρξε μια ηρωϊκή μορφή για τους εγκλωβισμένους Ασσιώτες και άλλους άμαχους Ε/Κ από γειτονικά χωριά που βρήκαν καταφύγιο στην Άσσια κατά την 14ην Αυγούστου 1974. Μαζί με τη γυναίκα του Ειρήνη, φιλοξένησαν στο σπίτι τους και προστάτεψαν γύρω στα 250 άτομα. Ο Λούκας Γεωργιάδης απαίτησε από τα τουρκικά στρατεύματα όπως σεβαστούν το σπίτι του καθότι ήταν αμερικανός πολίτης. Κατάφερε εκείνες τις μέρες να προστατέψει μεγάλο αριθμό γυναικοπαίδων όμως όχι και τους άνδρες πολλοί εκ των οποίων σήμερα αγνοούνται.
Εκεί στην πλατεία ήταν που συνέλαβαν και τον παππού μου (πατέρα της μητέρας μου), 62 χρονών τότε. Από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν τον είδαμε ποτέ. Οι πληροφορίες που υπάρχουν από ανθρώπους οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο γκαράζ Παυλίδη λένε ότι μετά τη διαλογή δόθηκε οδηγία όπως όλοι οι αιχμάλωτοι πέραν των 50 ετών επιστρέψουν στο χωριό. Για ορισμένους ήταν ήδη η δεύτερη φορά που είχαν μεταφερθεί στο Γκαράζ Παυλίδη και απορρίφθηκαν λόγω ηλικίας να συμπεριληφθούν στους επίσημους καταλόγους των αιχμαλώτων πολέμου. Μαζί με τους Ασσιώτες αιχμαλώτους βρίσκονταν και αριθμός άλλων Ε/Κ αμάχων, από άλλα χωριά, που βρήκαν καταφύγιο στην Άσσια από περιοχές που ήταν κοντά στα πεδία των μαχών. Οπότε δίνεται διαταγή για την επιστροφή των περίπου 70 ανθρώπων, όλοι άμαχοι, πέραν των 50 ετών, στο χωριό. Εκεί ήταν και η τελευταία φορά που θεάθηκαν ζωντανοί, καθότι ουδέποτε επέστρεψαν πίσω και έκτοτε αγνοείται η τύχη τους. Ο συνολικός αριθμός των Ασσιωτών αγνοουμένων ήταν αρχικά 84, εκ των οποίων 8 παιδιά κάτω των 18 ετών και άλλοι 57 πάνω των 40 ετών.
Η ομάδα με τα γυναικόπαιδα συνέχισε την πορεία προς το ανατολικό άκρο του χωριού. Σε όλη τη διαδρομή βλέπαμε ότι όλα ήτανε λεηλατημένα, τα πάντα ανοικτά και ερειπωμένα. Καθώς περπατούσαμε θυμάμαι χαρακτηριστικά οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από σπασμένα γυαλιά, σύρματα του δικτύου ηλεκτροδότησης στο έδαφος και ένα αυτοκίνητο το οποίο είχε μετατραπεί σε μια πλάκα αφού ένα τουρκικό άρμα μάχης είχε περάσει από πάνω του. Σε διάρκεια μιας βδομάδας, οι Τούρκοι είχανε καταστρέψει τα πάντα και ιδίως τις υποδομές του χωριού όπως ηλεκτρικό και υδροδότηση, καθιστώντας το χωριό ουσιαστικά μη βιώσιμο για τα εγκλωβισμένα γυναικόπαιδα.
Τα γυναικόπαιδα τα μετέφεραν στην κάτω γειτονιά του χωριού. Μας έβαλαν κατά 50-60 άτομα σε κάθε σπίτι των δυο- τριών υπνοδωματίων, χωρίς νερό και φαγητό. Τα 13 άτομα τα οποία οι Τούρκοι είχαν εκτελέσει την πρώτη μέρα όπως και αρκετά ζώα τα οποία πέθαναν από τους πυροβολισμούς, τη δίψα και την πείνα, παρέμεναν άταφα και σε κατάσταση αποσύνθεσης στους δρόμους, στις αυλές και τα χωράφια για αρκετές μέρες. Από τη ζέστη του καλοκαιριού, τη φοβερή δυσοσμία από τα άταφα πτώματα ανθρώπων και ζώων και από την έλλειψη νερού και φαγητού, η κατάσταση ήταν για όλους μας μαρτυρικά τραγική. Η δυσοσμία ήταν τόσο ανυπόφορη που δεν αντέχαμε ν' αναπνέουμε. Στην ατμόσφαιρα παντού μύριζε θάνατος. Θυμάμαι που είχαμε κόψει μικρά πράσινα λεμόνια και τα βάζαμε μαζί με ένα κομμάτι ρούχο ή μαντιλάκι μπροστά στη μύτη μας για να αναπνέουμε. Αυτός ήταν και ο στόχος των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες που να μην είναι βιώσιμο το χωριό για τα εγκλωβισμένα γυναικόπαιδα.
Από εκείνη τη μέρα οι επισκέψεις των Τούρκων ήτανε καθημερινές. Πάντοτε μαζί τους είχαν και ένα-δυο Τ/Κ οι οποίοι βασικά εκτελούσαν χρέη μεταφραστών. Μια μερίδα από αυτούς, μας συμπεριφέρθηκαν με συμπάθεια. Σε μια περίπτωση Τούρκος αξιωματικός προσπάθησε να καθησυχάσει τα παιδιά, και σε άλλη Τ/Κ διερμηνέας είχε πει στις γυναίκες, «όταν έρχονται για έρευνες οι τούρκοι στρατιώτες να βάζετε μπροστά τα μωρά να κλαίνε δυνατά.». Ήταν εμφανές ότι ήθελε να βοηθήσει τα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα. Κατά την κρίση του το δυνατό κλάμα των παιδιών θα δημιουργούσε ένα συναισθηματικό πλαίσιο προστασίας έναντι οποιασδήποτε βάρβαρης διάθεσης. Στο σπίτι αυτό μετά από έντονα παράπονα των γυναικών προς Τούρκο αξιωματικό δόθηκε άδεια να πάνε στο Συνεργατικό Παντοπωλείο του χωριού και να μεταφέρουν λίγα τρόφιμα στο σπίτι. Κάποιες γριές πήγαν και κατάφεραν να φέρουν λίγα τρόφιμα στο σπίτι για τις ανάγκες κυρίως των παιδιών.
Πάντοτε κοντά στην πόρτα κάθονταν οι γριές και γύρω τους ήταν τα μικρά παιδιά, τα οποία με το σύνθημα ότι έρχονταν στρατιώτες στο σπίτι, ξεκινούσαν όλα το δυνατό κλάμα ακολουθώντας τη συμβουλή του Τ/Κ διερμηνέα. Τις νεαρές κοπέλες προσπαθούσαν να τις κρύψουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Όλες οι νέες είχαν ντυθεί με ρούχα που να μην προδίδουν την ηλικία τους, φορούσαν μαντίλι στο κεφάλι και πάντοτε κοίταζαν χαμηλά. Όσες μπορούσαν τις έκρυβαν κάτω από τα λιγοστά κρεβάτια η άλλους χώρους για να μην είναι ορατές στα μάτια των τούρκων στρατιωτών, διότι είχε γίνει γνωστό ότι ένα αριθμός γυναικών είχε βιασθεί και έτσι ο φόβος ήταν πολύ μεγάλος.
Μια άλλη μερίδα Τ/Κ ταυτίστηκε με τη βάρβαρη συμπεριφορά των κατοχικών στρατευμάτων. Βασικά, ήτανε αυτή η μερίδα η οποία λεηλάτησε το χωριό καθώς επίσης αυτοί που συνέλαβαν και εξαφάνισαν για παράδειγμα τα έξι μέλη της οικογένειας Εγγλέζου (Γεώργιου Ν. Εγγλέζου ετών 50, Νίκο Γ. Εγγλέζου ετών 23, Γιαννάκη Γ. Εγγλέζου ετών 18, Αντωνάκη Εγγλέζου ετών 16, Χριστάκη Α. Εγγλέζου ετών 14 και Γεώργιο Α. Εγγλέζου ετών 11) και το γαμπρό της οικογένειας (Αρτέμη Φραγγοπούλου ετών 28), της πιο τραγικής περίπτωσης αγνοουμένων της Άσσιας, καθώς και τους Λεόντιο Λεοντίου και τον κουνιάδο του Ανδρέα Κασάπη. Να σημείωσω ότι ο Ανδρέας Κασάπης, δεκαεφτάχρονος τότε, αμερικανός πολίτης, γεννημένος στη πολιτεία Μίτσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος τυγχάνει δεύτερος μου ξάδελφος, ήταν ο πρώτος αγνοούμενος της κυπριακής τραγωδίας που τα λείψανα του ανευρέθηκαν διάσπαρτα σε ένα χωράφι έξω από το χωριό και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA το 1998, μετά από έρευνα που διέταξε το αμερικανικό κογκρέσο.
Η βίαιη εκδίωξη των Ασσιωτών ολοκληρώθηκε την 28ην Αυγούστου 1974, αφού μετά από επίσκεψη γιατρών στο χωριό, λίγες μέρες προηγουμένως, αποφάνθηκαν ότι η κατάσταση εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των κατοίκων. Η μολυσμένη ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με την τρομακτική και ανυπόφορη κατάσταση για τους εγκλωβισμένους οδήγησε τα γυναικόπαιδα να απαιτούν όπως τους επιτραπεί η έξοδος από το χωριό.
Έτσι και έγινε. Μετά από διήμερη περίπου αναβολή λόγω της απόδρασης 10 αιχμαλώτων από το σημείο κράτησης τους, στις 28 Αυγούστου 1974, τα τουρκικά στρατεύματα μας ανάγκασαν να επιβιβαστούμε σε φορτηγά αυτοκίνητα και λεωφορεία και μας μετέφεραν στο χωριό Τρούλλοι στη Λάρνακα όπου και μας παρέδωσαν στα Ηνωμένα Έθνη. Νιώσαμε πολύ μεγάλη ανακούφιση μετά την έξοδο μας από την κόλαση, αλλά ταυτόχρονα είχαμε μεγάλη αγωνία για το άγνωστο που μας περίμενε. Ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα σ' ένα χωράφι έξω από το χωριό Τρούλλοι. Η κάθε γυναίκα κρατούσε τα παιδιά της γύρω της και ένα μικρό μπογαλάκι με ότι μπόρεσε να φέρει μαζί της. Κανένας ενήλικας άνδρας δεν συνόδευε τα γυναικόπαιδα. Όλοι είχαν συλληφθεί από τα τουρκικά στρατεύματα και κανείς δεν γνώριζε για τη τύχη τους.
Εγώ και η οικογένεια μου μεταφερθήκαμε στη Διανέλλιο Τεχνική Σχολή, άλλοι μεταφέρθηκαν στο Γυμνάσιο του Αγίου Γεωργίου Λάρνακας. Όταν έφθασαν τα λεωφορεία με τους καταπονημένους ανθρώπους, εκεί εκτυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Κάποιοι θα αντάμωναν τους δικούς τους μετά από πολλές μέρες αγωνίας και αρκετοί θα μάθαιναν τα κακά μαντάτα για το θάνατο δικών τους ανθρώπων. Οι σκηνές δεν περιγράφονται και δεν μπορούν να σβηστούν από τη μνήμη όσων έζησαν τα γεγονότα. Η πιο συγκλονιστική σκηνή, που έγινε σύμβολο της κυπριακής τραγωδίας, η εικόνα της Αντριάνθης Χατζήκυριακου από την Άσσια, τη στιγμή που μαθαίνει για το θάνατο του αρραβωνιαστικού της και ουσιαστικά με μια μεγάλη κραυγή καταρρέει θα αποθανατιστεί από παρευρισκόμενο φωτογράφο και έκτοτε θα καταστεί η προσωποποίηση του θρήνου, του πόνου και της αδικίας που έζησε η Κύπρος το 1974.
Όπως έχει λεχθεί πολλές φορές η Άσσια υπήρξε ο χώρος πάνω στον οποίο διαδραματίστηκε μια από τις τραγικότερες σκηνές της Κυπριακής τραγωδίας του 1974 και όχι τυχαία. Μεταξύ των περίπου 1300 εγκλωβισμένων (ο αριθμός δεν είναι γνωστός με ακρίβεια) η Άσσια θρηνεί 13 εκτελεσθέντες και άλλους 105 ανθρώπους που εξαφανίστηκαν τα ίχνη τους στην Άσσια (Ασσιώτες και άλλοι κάτοικοι γειτονικών χωριών).
Στην Άσσια διαπράχθηκαν εγκλήματα πολέμου που μέχρι σήμερα παραμένουν ατιμώρητα. Η διακρίβωση της τύχης των 83 αγνοουμένων της Άσσιας παραμένει χωρίς αποτέλεσμα παρά τις σημαντικές προσπάθειες της ΔΕΑ (Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους της Κύπρου). Πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι οι 70 περίπου άνδρες πέραν των 50 ετών που δεν είχαν γίνει δεκτοί, λόγω ηλικίας, ως αιχμάλωτοι πολέμου, πιθανόν να εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στη περιοχή Ορνίθι που βρίσκεται σε μικρή απόσταση δυτικά του χωριού Αφάνεια, και θάφτηκαν μαζικά σε τρία πηγάδια.
Όλα τα πιο πάνω ενισχύονται από τεκμήρια που ανευρέθηκαν μετά από τις εκταφές που έγιναν πρόσφατα στην περιοχή Ορνίθι από τη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους της Κύπρου (ΔΕΑ). Οι εκταφές έφεραν στο φως τεκμήρια ότι τα πηγάδια αυτά ήταν ο χώρος όπου έγινε η ταφή των εν λόγω ανθρώπων μετά τη μαζική δολοφονία. Σε κάποια φάση που υπολογίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής σε μια συντονισμένη επιχείρηση ξέθαψαν τα λείψανα και τα εξαφάνισαν. Είναι ξεκάθαρο ότι ο τουρκικός στρατός είχε πολύ σοβαρούς λόγους να μη θέλει να αποκαλυφθεί αυτό το έγκλημα πολέμου.
Πέραν των τραγικών μου εμπειριών από τα όσα είδα και έζησα εκείνες τις μέρες, το πιο οδυνηρό και βασανιστικό γεγονός που με συνοδεύει έκτοτε είναι ο ξεριζωμός. Θυμάμαι την πρώτη νύκτα που περάσαμε μέσα στη Διανέλλιο Τεχνική Σχολή πολύ έντονα. Μας έδωσαν όλους από δυο κουβέρτες και τις απλώσαμε πάνω στα σκαλιά κάπου στη μέση του αμφιθεάτρου το οποίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από πρόσφυγες, ακόμα και η σκηνή. Η μάνα μου μετά από χρόνια μου αποκάλυψε ότι όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Καθόταν μας κοίταζε και τα πέντε παιδιά της όλο το βράδυ με ένα μεγάλο ερώτημα να γυροφέρνει στο νου. Τι θα έφερνε η επόμενη μέρα για τον τόπο και τα παιδιά της;
Ο ξεριζωμός είναι ισοδύναμο με το να σου κλέβουν την ίδια τη ζωή. Αυτό ίσως να είναι και το τραγικότερο κομμάτι απ' όσα ζήσαμε. Ο χρόνος μπορεί να επουλώσει αρκετές πληγές, όμως πως είναι δυνατό να ξεχάσεις και να συμβιβαστείς με αυτό το γεγονός;
Πηγή: Απόσπασμα από συνέντευξη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Μνήμες», Πανίκος Νεοκλέους, 2010. |