Μαρτυρία - Πατήρ Σωτήριος Δαυϊδ |
(Την αφήγηση την έγραψε ο ίδιος. Εγώ δεν έκαμα καμία επέμβαση στο κείμενο. Διατηρώ τη γλώσσα - Σημειώση από τον συγγραφέα Κώστα Χρ. Τζωρτζή)
Όταν έγινε η δεύτερη Τουρκική και βάρβαρη προέλευση του εχθρού στην περιοχή της Μεσαορίας, ολόκληρη η οικογένειά μου, την 14ην Αυγούστου 1974, ημέραν Τετάρτη, βρεθήκαμεν εγκλωβισμένοι στο σπίτι μας στην Άσσια. Ήμουν εγώ, η μητέρα μου, η παπαδιά (η σύζυγός μου), και τα τέσσερα από τα έξι παιδιά μας. Τα δυο μεγάλα μας αγόρια ο Λάκης και Γιώργος, κατάφεραν να ανεβούν πάνω στο αυτοκίνητο του Χρίστου Ντζώρτζου και να φύγουν.
Εμείς δυστυχώς, που δεν είχαμε ούτε αυτοκίνητον, είχαμε μόνο ένα τράκτορ, μάρκας Ζέτορ, 40 αλόγων, για τις δουλειές του περβολιού μας, που όμως και αυτό έμεινε από παταρία, κλειστήκαμε στο σπίτι, κι σκεφτόμαστε όλοι μας, ότι μπήκαμε αμέσως σε μια ατέρμονη κόλαση, χωρίς ελπίδα σωτηρίας.
Στην αρχή νομίσαμε, πως πολύ λίγοι κάτοικοι είχαν απομείνει στο χωριό μας, διότι όταν γυρίζαμε στα γειτονικά σπίτια με την ψυχή στη χούφτα, από τον φόβον των Τούρκων, για νάβρουμε λίγο γάλα να ταΐσουμε το μωρό μας - ο μικρός μας γυιός ήταν τότε δυόμισι μηνών - δεν βλέπαμε κανένα κάτοικο. Όλα τα σπίτια της γειτονιάς μας ήσαν έρημα και λεηλατημένα. Μια αφόρητη δυσοσμία, αναδυόταν από αυτά, ένεκα των βρωμισμένων κρεάτων που υπήρχαν στα σβησμένα ψυγεία.
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Άσσια πέρασαν πρώτα τα βαρέα οχήματα, δηλαδή τα τάνκς, τα τεθωρακισμένα κλπ. και μετά το πεζικό που περπατούσε με το γνωστό υπερήφανο κι υπεροπτικό βάδισμα των στρατιωτών του Χίτλερ, ως του κόκκινου στρατού των μπολσεβίκων. Απ' όπου περνούσαν έτρεμε κι σειόταν, κυριολεκτικά, ο τόπος. Ήταν η ώρα δυο και τέταρτο, όταν πέρασαν μπροστά από το σπίτι μας. Εμείς, από τον φόβον μας, τρέξαμε πίσω στην μάνδρα, μέσα σε ένα πρωτεινό κι εγκαταλελειμμένο αποχωρητήριο, που είχαμε και κλειστήκαμε εκεί μέσα όλοι, για να μη μας δουν οι Τούρκοι και μας σκοτώσουν. Μαζί με μας μπήκε κι ο σκύλος μας με την ουρά στα σκέλια του, που έτρεμε κι κλαψούριζε, συνέχεια, κι αυτός.
Στην Άσσια, η οικογένεια μου μείναμε εγκλωβισμένοι δέκα μέρες από τις 14 του Αυγούστου μέχρι και τις 23 του ίδιου μήνα. Σ' όλο αυτό το διάστημα υποφέραμε τα πάνδεινα. Φοβόμαστε να μπούμε ακόμα κι μέσα στα δικά μας τα σπίτια. Χιλιάδες, κάθε ώρα, οι πυροβολισμοί. Κάθε λεπτό πεθαίναμε. Οι Τούρκοι, με τους υποκόπανους των όπλων τους, άνοιγαν τις πόρτες κι μπαίνοντας μέσα στα σπίτια μας, άρπαζαν ό,τι πολύτιμο εύρισκαν. Μας πήραν επίσης τα τράκτορ, τις καρότσες, τα αυτοκίνητα και με αυτά φόρτωναν τα ρούχα, τα έπιπλα κι όλα τα οικιακά σκεύη μας.
Ένας Τούρκος από την Αφάνεια - γυιός του Μίστερ, όπως λέγεται -, μαζί με κάποιον άλλο με τα όπλα προτεταμένα, μου πήραν όλα μου τα χρήματα, κάπου 60-70 λίρες, που είχα στην τζέπη μου. Θυμάμαι επίσης κάποιον άλλον Τουρκοκύπριον, από το Στρογγυλό, πήρε το παντελόνι μου - ένα χακί, που φορούσα στο περβόλι - και το φόρεσε πάνω από το δικό του. Οι Τούρκοι και Τούρκισσες, όταν έμπαιναν λεηλατώντας, στα σπίτια μας, δεν άνοιγαν τα παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο, αλλά μόνο τα εσωτερικά, αυτά που έβλεπαν στην αυλή κι μιλούσαν όλοι τους Ελληνικά, δηλαδή σπασμένα Κυπριακά. Την πρώτην ημέραν που ήρθαν, την 14η Αυγούστου, γύρω στις 4 το απόγευμα, ακούσαμε καμιά σαρανταριά άτομα, άνδρες, να φωνάζουν όπως τα δαμάλια που τα σφάζουν, ενώ συγχρόνως ακούγονταν τα κτυπήματα που τους έδιναν.
Υπολογίζουμε, ότι όλοι αυτοί, οι ταλαίπωροι συγχωριανοί και συμπατριώτες μας, θα βρίσκονταν στο σχολείο, ή πάνω στο κύριο δρόμο κοντά στο καφενείο του Γιώρκου του Παρτού. Μάλλον εκεί θα ήταν, διότι όταν η γυναίκα του Παρτού διαμαρτυρήθηκε, κάποιος Τούρκος σήκωσε το όπλο του και την σκότωσε. Ο Θεός αναπαύσει την ψυχή της. Ήταν τόσο καλή και τόσο πονόψυχη η καημένη η Ουρανία. Προσπαθούσε πάντοτε με όλην της την καρδιά, να συμβουλέψει, να καθοδηγήσει κι να εξυπηρετήσει όλους κι Έλληνες και Τούρκους.
Ένας τραυματίας από τον τοίχο
Όπως αντιλαμβάνεσαι, αγαπητέ Τζωρτζή, εμείς από το σπίτι μας δεν ξεμυτίσαμε. Ούτε στην εκκλησία πήγα για να δω τι έγινε. Από τον φόβο μας μείναμε τρυπωμένοι κάτω από τα χαμηλά στιάδκια των αίγων μέσα στην μάντρα, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή κι το δικό μας θάνατο.
Δεν έφθαναν αυτά. Επάνω στον φόβο μας ήλθε σύντομα να προστεθεί κι άλλος. Μια-δυο μέρες από την ημέραν που μπήκαν οι Τούρκοι, εκεί που καθόμασταν, άκουσα κάποιον να μου φωνάζει: «Παπά, Παπασωτήρη, είσ' έσσω;» Πετάχτηκα απάνω. «Ναι, ποιος ένι;» είπα. «Είμαι ο Νικολής του Λοϊζή του Σιωφέρη» απάντησε εκείνος. «Επαίξαν τον γιόν μου, παπά, βοήθαμε να τον φέρουμε σπίτι σου» είπε ξανά. Ο Νικολής, μαζί με τον γυιό του βρίσκονταν στην διπλανή μάντρα, του Κωστή του Μαυρή, που χωριζόταν από την δική μας με ένα πανύψηλο πλινθόχτιστον τοίχο. Βοηθήσαμε όλοι κι περάσαμε πάνω από τον τοίχο τον πληγωμένο γυιό του, τον Παναγιώτη. Απλώσαμε μια κουβέρτα χάμω, κάτω από τα υπόστεγα των γιδιών, με τις χαμηλές λαμαρίνες που έκαιγαν εξαιτίας του καλοκαιρινού, κι βάλαμε το παιδί, ένα λεβέντη 16 χρονών, τελειόφοιτο του γυμνασίου, να ξαπλώσει. Στο μεταζύ για να μην προδώσουμε τις θέσεις μας, τις αίγες τις ψηλώσαμε από τον τοίχο κι' έπεσαν στην μάντρα του Μαυρή. «Τι συνέβη; Πώς έγινε;» ρώτησα τον πατέρα του. «Να, μου λέγει ο Νικολής, καθόμασταν στο σπίτι μου, μέσα στο χώλ. Ήρθαν δυο Τουρκοκύπριοι. Με την πρώτην κοντακιά, που έδωσαν της πόρτας, άνοιξε. Η γυναίκα μου κι η κόρη μου - τα άλλα μου παιδιά ο Λοϊζος κι ο Δημήτρης έλειπαν στο στρατό - έτρεξαν φοβισμένες στο διπλανό συνεχόμενο δωμάτιο, την τραπεζαρία, προσπαθώντας να κρυφτούν. Έμεινα εγώ και προσπάθησα να τους καλοπιάσω. «Φός κελτίν εφέντημ, καλωσορίσετε εφέντημ, εμπάτ' έσσω, εφέντη» τους είπα. Τότε ένας από αυτούς, άρχισε να με υβρίζει κι να μου φωνάζει αγριεμένα: «Είμαι εφέντης, ρε πεζεβέγκη, είμαι εφέντης τωρά α; έλα έξω ρε» μου λέγει, και άρχισε να υβρίζει την μάναν μου, την ράτσαν μου κι την γενιάν μου, ενώ συγχρόνως με προτεταμένα τα όπλα τους έμπαιναν μέσα. Εγώ όταν τους είδα, σήκωσα τα χέρια μου κι ακούμπησα την ράχη στον τοίχο. Τότε, ήταν που έγινε το κακό. Την ίδια εκείνη στιγμή, ο Παναγιώτης που τον είχαμε χωσμένο μέσα στο κοτέτσι, όταν άκουσε τις συνομιλίες, χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγαν άνοιξε την πόρτα που έβλεπε στην αυλή μας και παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά τους.
Ο Τούρκος, για εκδίκηση ίσως, είτε γιατί πήρε το παιδί για στρατιώτη, τράβηξε την σκανδάλη και τον χτύπησε. Αμέσως και οι δυο Τούρκοι έφυγαν από το σπίτι.
Τι να κάνω τότε, πηδώντας από αυλή σε αυλή κι από μάνδρα σε μάνδρα, ήρθαμεν εδώ. Περάσαμε πεντέξι σπίτια κι δεν ηύραμε κανένα μέσα. Αν έχετε λίγα φάρμακα φέρτε τα να του βάλουμε κάτι στην πληγή.»
Ευτυχώς είχαμε λίγη φλεβίνη κι λίγα χάπια της μόλυνσης και του δώσαμε. Μάθαμε από τον Νικολή τον πατέρα του Παναγιώτη, ότι υπήρχαν πάρα πολλοί στο χωριό μας (χωριανοί) που δεν τα κατάφεραν να φύγουν. Η στενοχωρία του κι η λύπη του πατέρα εκείνου θα μου μείνουν για πάντα αξέχαστες. Προσπαθούσε να δώσει θάρρος και στον γιο του λέγοντάς του: «Μη φοβάσαι Παναγιώτη μου, εν να γιάνεις, μάνα μου. Για σέναν εν φοούμαι. Είμαι σίγουρος ότι εν να σου περάσει τζ' εν να γίνεις καλά. Τους άλλους εν' που σκέφτουμαι. Την μάνα σου, την αδελφή σου, που τες άφηκα έσσω κι δεν ξέρω τι γίνουνται, τζαι τζείνους που εν στον στρατό, τον Λοϊζο τζιαι τον Δημήτρη πόσιει τόσες ημέρες νάρτουν έσσω», έλεγε και ξανάλεγε ο καημένος στον πληγωμένο και σε μας και ξηκοκκίνιαζε και σφιγγόταν κι αγωνιζόταν τόσο πολύ, να τα καταφέρει να μην κλάψει μπροστά στο παιδί του, για να μη χάσει το κουράγιο που είχε και την αγωνιστικότητά του.
Ο Παναγιώτης ήταν αρκετά πληγωμένος. Είχεν ένα διαμπερές τραύμα στη δεξιά πλευρά. Δεν είμαστε γιατροί για να ξέρουμε πόσο σοβαρά ήταν. Πάντως η αιμορραγία σταμάτησε. Όταν μας έλειψαν τα φάρμακα κάναμε αλάρμη (βράσαμε νερό με το άλας) και του βάλαμε πάνω στην πληγή. Η σφαίρα μπήκε στο δεξί του πλευρό και βγήκε από πίσω. Δεν φαινόταν να πείραξε τα εσωτερικά του όργανα. Τον είχαμε εκεί τρεις μέρες. Έκανε κανονικά ανάγκη και τα ούρα του στο τέλος καθάρισαν εντελώς, ενώ στην αρχή υπήρχε μέσα σ' αυτά λίγο αίμα. Ίσως, όμως, αυτό να οφειλόταν σε κόστωμα.
Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν ήταν δυνατό να αφήσουμε τον Παναγιώτη να πεθάνει. Έπρεπε να βρούμε τρόπο, να τον πάρουμε σε γιατρό, ας ήταν και Τούρκος. Όταν την άλλην ημέρα ήρθε στο σπίτι μας ο αδελφός του Νικολή, ο Ανδρέας (ο Άγγλος) συμφώνησε μαζί μας και εκείνος. Έπρεπε να φανερωθούμε στους Τούρκους. Έτσι πήραμε τον πληγωμένο και τον βάλαμε πάνω στο κρεβάτι, μέσα στα πισινά σπίτια (στον πρωτινόν οντά του πατέρα μου) και καθίσαμε μαζί του κι εμείς οι μεγάλοι περιμένοντας τους Τούρκους. Δεν άργησαν να φανούν. Γύρω στις 11 π.μ. της 20ης Αυγούστου, δυο Τουρκοκύπριοι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, μαζί με ένα γιουρούκη, μπήκαν στα μπροστινά σπίτια κι άρχισαν να κουβαλούν τα ρουχικά, τα πιατικά, το ψυγείο, τα ράδια, τα μαγνητόφωνα κι όλα μας τα έπιπλα. Τους βλέπαμε από το πίσω σπίτι που είμασταν από τις κορνίζες των φωτογραφιών, που κρέμονταν στους τοίχους, αλλά δεν τολμούσαμε να τους διακόψουμε από το ανόσιο έργο τους.
Επιτέλους έφθασε κι η σειρά του τελευταίου σπιτιού - του μεγάλου δωματίου που καθόμασταν με τον πληγωμένο πάνω στο κρεβάτι, για να λεηλατηθεί. Ο Τούρκος, κάποιος από τον Στρογγυλό, είχε σπάσει ένα μικρό καρπούζι, που φέραμε αρκετές ημέρες από το περβόλι μας και κρατώντας δυο κομμάτια - ένα στο κάθε του χέρι - και δαγκώνοντας πότε από το ένα και πότε από το άλλο ήλθε βιαστικός προς την κάμαρη την μεγάλη που μέναμε. Μόλις μας είδε συντρομάχτηκε. Δεν υπολόγιζε πως υπήρχαν εκεί μέσα άνθρωποι. «Καλημέρα σας» είπε στο τέλος, κάπως προσβλημένος κι απορημένος συγχρόνως. Τον χαιρετίσαμε κι εμείς και τους είπαμε να περάσει μέσα. Μόλις μπήκε κι είδε τις φωτογραφίες του Γρίβα, του Μακαρίου και των άλλων ηρώων του 1955-59 άρχισε να μας ειρωνεύεται κι να λέγει γιατί τις έχουμε αυτές. «Αν ήταν παλικάρια, γιατί δεν έρχονται τώρα» είπε. Μας ρώτησε επίσης, αν χρειαζόμαστε τίποτα, αν έχουμε ψωμί και νερό. Αφού τον διαβεβαιώσαμε, πως δεν χρειαζόμαστε του μιλήσαμε για τον πληγωμένο. Του είπαμε, πως ενώ βρισκόταν το παιδί στην αυλή, ήρθε μια σφαίρα, αδέσποτη, και τον κτύπησε. Φάνηκε πως μας πίστεψε ο Τούρκος. «Ω κρίμα» έκανε σαν λυπημένος. «Που είναι να δω» είπε. Του δείξαμε τότε τον πληγωμένο. «Κρίμα» είπε ξανά. «Να πάρετε γιατρό», μουρμούρισε, όταν πλησίασε τον άρρωστο. «Φοβούμαστε να βγούμε έξω. Θα μας παίξουν οι δικοί σας» του είπε αμέσως η μάνα μου. «Όχι, όχι δεν παίζει, κοίτα, τζι' εμένα κρατεί πιστόλιν τζιαί δεν παίζει» είπεν ο Τούρκος και μας έδειξε το πιστόλι του.
Του μίλησα τότε εγώ. «Εφέντη», του είπα «εμείς δεν έχουμε αυτοκίνητο. Δεν ξέρουμε που να πάμε. Σας παρακαλούμε αν έχετε την καλοσύνη, εσείς που μπορείτε να μας βοηθήσετε».
«Δεν μπορώ. Εμέναν έχει δουλειά», μου λέει. Προθυμοποιήθηκεν όμως να μας παραγγείλει και μας βγάλει από την δύσκολη θέση μας. «Να, μας λέγει. Αυτή εκεί η αμαξούδα». Ήταν ένα καροτσάκι του καιρού μας, κάπως μεγάλο που βάζαμε, τότε τα μωρά, και τα παίρναμε περίπατο. «Βάρτε τον εκεί μέσα κι πάρτε τον στο χωριό Αφάνεια», μας λέει αμέσως.
Έτσι κάναμε κι' εμείς. Δεχτήκαμε την συμβολή του Τούρκου - δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς - και τον πήραμε περπατητοί στην Αφάνεια. Απλώσαμε δηλαδή, ένα πάπλωμα στην μικρήν αμαξούδα κι αφού τοποθετήσαμε πάνω τον πληγωμένο μας, πήγαν ο πατέρας του παιδιού, ο Νικολής, μαζί με την γριά μητέρα μου και τον πήραν στην Αφάνεια, στο διπλανό χωριό, περπατώντας δυο περίπου χιλιόμετρα. Όταν εφθάσαν εκεί, οι Τούρκοι, κάτοικοι της Αφάνειας, τους είπαν ότι δεν υπήρχε γιατρός εκεί κι ότι θα τον έπαιρναν οι ίδιοι στην Βατυλή, στο άλλο διπλανό μας χωριό. Τον πήραν λοιπόν - πάλιν ο γιος του Μίστερ κι ένας άλλος - για να τον πάρουν στην Βατυλή. Όπως είπαν αργότερα, ούτε εκεί υπήρχε γιατρός και πως θα τον έπαιρναν στο Βαρώσι. Όμως, από τότε, δεν ξανάδαμε τον Παναγιώτη ούτε ξανακούσαμε τίποτε γι' αυτόν, παρόλον ότι ο δεκαεξάχρονος αυτός νέος ήταν όχι τόσο σοβαρά διότι και μιλούσε και περπατούσε κάπως. Με την βοήθεια ενός γιατρού σίγουρα θα θεραπευόταν και θα γινόταν εντελώς καλά. Την μητέρα μου και τον πατέρα του πληγωμένου τους έφερε, ύστερα από αρκετή ώρα, από την Αφάνεια στην Άσσια, ένας άλλος καλός τούρκος κάτοικος της Αφάνειας, με το δικό του τράκτορ, κι τους κατέβασε τον καθένα στο σπίτι του, δίδοντάς τους από ένα ψωμί κι δυο χαλλούμια.
Η Σύλληψη Παπά Σωτήρη
Πέρασαν ακόμα μια ή δυο μέρες, οι Τούρκοι συγκέντρωναν όλους τους κατοίκους και μάθαμε ότι επρόκειτο για να τους φύγουν από την Άσσια. Πράγματι την 21ην του ιδίου μήνα συγκέντρωσαν την πρώτην παρτίαν, συνέλαβαν 50-60 άτομα και τα εξαφάνισαν. Την άλλην ημέραν 22ην Αυγούστου. Ημέραν Πέμπτην ήρθαν και στο σπίτι μας. Εμένα μου έδεσαν τα χέρια πίσω στη πλάτη και μας πήραν όλους έξω από το σπίτι μας και προχωρούσαμε. Όταν φθάσαμε στον Εθνικό Άσσιας μας χώρισαν. Την σύζυγο μου και τα 4 παιδιά μας, μαζί με την μητέρα μου, τους πήραν στην κάτω ενορίαν εκεί που είχαν τις γυναίκες. Εμένα με οδήγησαν στα καφενεία της πάνω ενορίας, γελώντας κι αστειευόμενοι με τους άλλους στρατιώτες που συναντούσαν στον δρόμο διότι κατόρθωσαν να συλλάβουν τον παπά, αποτελούσε μεγάλη λεία. «Πποππάς - πποππάς», έλεγαν κι ξανάλεγαν.
Ευτυχώς όμως, τους φώτισε ο Θεός και μου χάρισαν την ζωή. Σε λίγο φθάσαμε πάλι, πίσω στο σπίτι του Κυριάκου Χαπέσιη, δίπλα από το καφενείο, που ήταν όλοι οι άνδρες εκεί, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες. Κάθε τόσο μας πετούσαν κανένα τσαμπί σταφύλι, που έκλεβαν από τα δικά μας κλήματα. Αρκετοί γέροντες, όπως ο Χρίστος Χατζηλαϊφη κι ο Νικόλας Κούππα, γνώριζαν ευτυχώς καλά τα Τούρκικα και έτσι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με τους στρατιώτες φύλακες. Τους παρακαλέσαμε να μας αφήσουν να βγούμε να καθίσουμε στο καφενείο της Εκκλησίας και στο απέναντι καφενείο του Χρίστου, διότι η ζέστη που επικρατούσε εκεί ήταν αφόρητη και μας άφησαν.
Όταν ήρθε ο αξιωματικός να μας επιθεωρήσει, διέταξε και βγήκαμε από το σπίτι. Ξαπλώσαμε όλοι πάνω στις πλατιές βεράντες των καφενείων κι αναπνεύσαμε. Εκεί κοιμηθήκαμε όλοι την νύχτα. Δίπλα μου είχα τον Προδρομή Κ. Πελεκάνου (πρόεδρο της Εκκλησίας Αγ. Γεωργίου), τον Γεώργιο Πάκκο (πρόεδρο της Άσσιας) τον Δημήτρη Κούππα (Κουτσιερή) - ήξερε κι αυτός τούρκικα - τον Βασίλη Παντελή κι άλλους. Ο τελευταίος όταν νύχτωσε μου ψιθύρισε στ' αυτί: «Παπά, εγιώ εν να φύω πόψε». Και μου είπε την διαδρομή που θα έκαμνε. Του ευχήθηκα κι εγώ καλή δύναμη να του δώσει ο Θεός και ξεκίνησε.
Όταν άκουσαν αυτά οι χωριανοί μας οι περισσότεροι επροτίμησαν να φύγουν. Μερικοί σκέφτονταν να μείνουν. Λίγοι όμως.
Οι Τούρκοι έλεγαν: «σας συμφέρει να φύγετε». Με λίγα λόγια έγινε μια μεγάλη σύγχυση και στα σίγουρα αρκετοί δεν ήξεραν πραγματικά, τι έπρεπε να κάνουν. Εγώ μόλις άκουσα αυτά, το αποφάσισα. Έπρεπε να φύγουμεν όλοι. Ένοιωθα να παίρνω θάρρος, ένα βάρος ασήκωτο έφευγε από πάνω μου και μια ελπίδα άρχισε να ροδίζει ξανά, μέσα στην ψυχή μου.
Οι Τούρκοι άρχισαν να καταγραφούν τις γυναίκες και να τις φορτώνουν στα λεωφορεία. Εμάς όμως, τους άνδρες, κανένας δεν ήρθε να μας καταγράψει. Έτσι άρχισε πάλι να κλονίζεται η ελπίδα μας κι η εμπιστοσύνη μας σ' αυτούς. Είδα σε μια στιγμή την παπαδιά, την μητέρα μου και τα παιδιά, μέσα στο λεωφορείο που κατευθύνονταν προς το δρόμο της Λευκωσίας, αντί προς το δρόμο του Βαρωσιού, που έπρεπε να ακολουθήσει το λεωφορείο, για να φθάσει στη Δεκέλεια, που μας υποσχέθηκαν. Όταν μάλιστα, εκείνη την ίδια μέρα συνέλαβαν οι Τούρκοι δυο νέα παιδιά, τον Πανίκο Σάββα Χαπέρη και τον Λόντο Θεορή Λεοντή απογοητευτήκαμε τελείως και πάλι. Νομίσαμε ότι οι Τούρκοι δεν θα μας άφηναν εμάς τους άνδρες να ζήσουμε.
Από εκείνη την στιγμή αρχίσαμε κι εμείς να σκεφτόμαστε, σοβαρά, την απόδραση.
23 Αυγούστου 1974.
Πίσω από μας ερχόντουσαν άλλοι δυο, ο πρόεδρος της Άσσιας Γεώργιος Πάκκου και ο πατέρας του αξιωματικού, Χρίστου Φώτη, που σκοτώθηκε στον Πόλεμο, ο μάστρε Φωτής Χρ. Κοκκινή. Αυτοί οι δυο, παρόλον ότι ήσαν γεροντότεροι, έφθασαν στις ελεύθερες περιοχές πριν από μας. Στο χωριό της Λύσης, εμείς, μπερδευθήκαμε λίγο, και δεν ξέραμε πού να προχωρήσουμε. Συνέτεινε προς τούτο και ο φόβος βέβαια, που διακατείχε όλους μας, εκτός από το σκοτάδι και την απειρία μας. Λίγο έλειψε να πέσουμε μέσα στη Σίντα, ένα Τουρκοχώρι, δίπλα από την Λύση. Αν ακούαμε τον Κυριάκο Χαπέσιη δεν θα την παθαίναμε. Αυτός, που ήταν για αρκετά χρόνια κάτοικος του Λονδίνου κι γέροντας, επέμενε να κατευθυνθούμε προς τον νότο. Ξέκοψε μάλιστα, για αρκετό διαστημα από μας και τράβηξε προς τα κει μόνος του. Όταν όμως είδε, πως δεν τον ακολουθούσαμε, μετάνοιωσε κι ήρθε πάλι μαζί μας.
Συμφωνήσαμε, τότε να ξεκουραστούμε λίγο, μέχρι να ξημερώσει. Έτσι κι έγινε. Παρα- γύραμε πάνω στο μάλαμα ενός αλωνιού, μεταξύ Σίντας και Λύσης, ώσπου και ξημέρωσε. Δεν γνωρίζαμε που βρισκόμαστε. Νομίζαμε ότι είχαμε κόψει μεγαλύτερη, μέχρι τότε απόσταση. Γελαστήκαμε. Όταν έφεξε, προχωρήσαμε προς το μεγάλο χωριό. Είδαμε το Γυμνάσιο και μετά την χαρακτηριστική Εκκλησία της Λύσης με τις αψίδες της. Από τον μάστρε Φωτή, που έφυγε από τις ελεύθερες περιοχές κι ήρθε στα κατεχόμενα όπως ήταν απελπισμένος και απογοητευμένος για να δει τους άλλους συγγενείς του που εγκλωβίστηκαν, μάθαμε απ' αυτόν ότι η Λύση δεν πιάστηκε. Οι Λυσιώτες ερχόντουσαν καθημερινά στο χωριό τους, ταΐζαν τα ζώα τους κι έφευγαν. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, πως ίσως θα συναντούσαμε κάποιο δικό μας καλόν άνθρωπο; να μας βάλει στο αυτοκίνητο του, για να μας απομακρύνει και να μας σώσει, όσον το δυνατόν γρηγορότερα. Μάταια όμως. Όλοι όσοι μας έβλεπαν απομακρύνονταν ολοταχώς και κρύβονταν εσπευσμένα, νομίζοντάς μας για Τούρκους. Μπήκαμε μέσα στην Λύση. Ήταν 5.30' πρωινή της 24ης Αυγούστου ημέρα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που τόσο πολύ αγωνίστηκε για την παλιγγενεσία της μαρτυρικής πατρίδας μας. Μόλις όμως αντικρύσαμε πάνω στην Εκκλησία και στο ΑΣΙΛ την Τούρκικη σημαία φοβηθήκαμε. Κάναμε μεταβολή και πήραμε το δρόμο από το σινεμά προς τις αποθήκες της Λύσης και βγήκαμε έξω από το χωριό αυτό. Η ώρα 6 είμασταν έξω από την Κοντέα κι τρώγαμε σταφύλι μέσα σε ένα από τα αμπέλια της. Διψούσαμε φοβερά. Ήταν ανάγκη όμως να προχωρήσουμε. Ευτυχώς η κίνηση πάνω στο δρόμο Κοντέας - Περγάμου ήταν πολύ αραιή. Είχαμεν αγωνία μεγάλη μέχρι να δρασκελίσουμε τον δρόμον αυτόν. Και δόξα τω Θεώ, βρεθήκαμε σε λίγο, έξω από την Μακράσυκα.
Ένας δικός μας βοσκός μας πληροφόρησε ότι πριν από λίγο πέρασαν μερικά τανκς από το μέρος εκείνο. Ο βοσκός εκείνος πιάστηκε, μάθαμε ύστερα, από τους Τούρκους που τον έδειραν άγρια κι του έκλεψαν όλα του τα πρόβατα.
Προχωρήσαμε χωρίς χρονοτριβή προς ένα περιβόλι της Άχνας. Εκεί ήπιαμε νερό κι ξεδιψάσαμε. Ο περβολάρης, ο Θεός να του δίδει πάντα καλό, μας έβαλε όλους πάνω στην άμαξα που τραβούσε με το τράκτορ του, και μας πήρε στο σπίτι του. Μας έδωσε ψωμί και χαλλούμια κι μετά μας πήρε κατευθείαν στον αστυνομικό σταθμό της Άχνας, που ήταν ακόμα άπιαστη, όπου ο Νικολής και ο Άγγλος (παιδιά του Λοϊζή του σιωφέρη) καθώς επίσης κι ο Σάββας του Χαπερή έδωσαν κατάθεση. Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν τέλειωσαν την κατάθεση. Η αστυνομία προσφέρθηκε να μας πάρει όλους στο Γυμνάσιο της Σκάλας, διότι εκεί μας είπαν έχουν πάρει όλους τους Ασσιώτες, που έφθασαν χθες από τα κατεχόμενα.
Η συγκίνηση, που ένοιωσα, όταν ξανασυνάντησα την σύζυγο, ία παιδιά, τους συγγενείς κι όλους τους εκεί συγκεντρωμένους συγχωριανούς μου, δεν περιγράφεται. Μόνο όταν ζήσει κανείς την σκλαβιά και την απόγνωση, μπορεί να νοιώσει την χαρά της ελευθερίας κι της επανένωσης της οικογένειας του. Εύχομαι στο Θεό να μη ζήσει κανείς ποτέ ξανά, τον εξευτελισμό που εμείς πάθαμε, την κακή και πικρήν εμπειρία του πολέμου και του ξεριζωμού από την γη του.
Εν Αυτοστεγάσει Λατσιών Τη 11η Ιανουαρίου 1989
Ο πρώην εφημέριος, Τιμίου Προδρόμου Άσσιας Παπά Σωτήριος Δαυϊδ
Πηγή: ΑΣΣΙΑ μέρες συμφοράς, Αγώνας για επιστροφή, Κώστας Χρ. Τζωρτζής, Λευκωσία 1989.
|