Μαρτυρία - Πατήρ Σωτήριος Δαυϊδ - Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 3 |
σελίδα 3 από 6
Τι να κάνω τότε, πηδώντας από αυλή σε αυλή κι από μάνδρα σε μάνδρα, ήρθαμεν εδώ. Περάσαμε πεντέξι σπίτια κι δεν ηύραμε κανένα μέσα. Αν έχετε λίγα φάρμακα φέρτε τα να του βάλουμε κάτι στην πληγή.»
Ευτυχώς είχαμε λίγη φλεβίνη κι λίγα χάπια της μόλυνσης και του δώσαμε. Μάθαμε από τον Νικολή τον πατέρα του Παναγιώτη, ότι υπήρχαν πάρα πολλοί στο χωριό μας (χωριανοί) που δεν τα κατάφεραν να φύγουν. Η στενοχωρία του κι η λύπη του πατέρα εκείνου θα μου μείνουν για πάντα αξέχαστες. Προσπαθούσε να δώσει θάρρος και στον γιο του λέγοντάς του: «Μη φοβάσαι Παναγιώτη μου, εν να γιάνεις, μάνα μου. Για σέναν εν φοούμαι. Είμαι σίγουρος ότι εν να σου περάσει τζ' εν να γίνεις καλά. Τους άλλους εν' που σκέφτουμαι. Την μάνα σου, την αδελφή σου, που τες άφηκα έσσω κι δεν ξέρω τι γίνουνται, τζαι τζείνους που εν στον στρατό, τον Λοϊζο τζιαι τον Δημήτρη πόσιει τόσες ημέρες νάρτουν έσσω», έλεγε και ξανάλεγε ο καημένος στον πληγωμένο και σε μας και ξηκοκκίνιαζε και σφιγγόταν κι αγωνιζόταν τόσο πολύ, να τα καταφέρει να μην κλάψει μπροστά στο παιδί του, για να μη χάσει το κουράγιο που είχε και την αγωνιστικότητά του.
Ο Παναγιώτης ήταν αρκετά πληγωμένος. Είχεν ένα διαμπερές τραύμα στη δεξιά πλευρά. Δεν είμαστε γιατροί για να ξέρουμε πόσο σοβαρά ήταν. Πάντως η αιμορραγία σταμάτησε. Όταν μας έλειψαν τα φάρμακα κάναμε αλάρμη (βράσαμε νερό με το άλας) και του βάλαμε πάνω στην πληγή. Η σφαίρα μπήκε στο δεξί του πλευρό και βγήκε από πίσω. Δεν φαινόταν να πείραξε τα εσωτερικά του όργανα. Τον είχαμε εκεί τρεις μέρες. Έκανε κανονικά ανάγκη και τα ούρα του στο τέλος καθάρισαν εντελώς, ενώ στην αρχή υπήρχε μέσα σ' αυτά λίγο αίμα. Ίσως, όμως, αυτό να οφειλόταν σε κόστωμα.
Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν ήταν δυνατό να αφήσουμε τον Παναγιώτη να πεθάνει. Έπρεπε να βρούμε τρόπο, να τον πάρουμε σε γιατρό, ας ήταν και Τούρκος. Όταν την άλλην ημέρα ήρθε στο σπίτι μας ο αδελφός του Νικολή, ο Ανδρέας (ο Άγγλος) συμφώνησε μαζί μας και εκείνος. Έπρεπε να φανερωθούμε στους Τούρκους. Έτσι πήραμε τον πληγωμένο και τον βάλαμε πάνω στο κρεβάτι, μέσα στα πισινά σπίτια (στον πρωτινόν οντά του πατέρα μου) και καθίσαμε μαζί του κι εμείς οι μεγάλοι περιμένοντας τους Τούρκους. Δεν άργησαν να φανούν. Γύρω στις 11 π.μ. της 20ης Αυγούστου, δυο Τουρκοκύπριοι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, μαζί με ένα γιουρούκη, μπήκαν στα μπροστινά σπίτια κι άρχισαν να κουβαλούν τα ρουχικά, τα πιατικά, το ψυγείο, τα ράδια, τα μαγνητόφωνα κι όλα μας τα έπιπλα. Τους βλέπαμε από το πίσω σπίτι που είμασταν από τις κορνίζες των φωτογραφιών, που κρέμονταν στους τοίχους, αλλά δεν τολμούσαμε να τους διακόψουμε από το ανόσιο έργο τους.
Επιτέλους έφθασε κι η σειρά του τελευταίου σπιτιού - του μεγάλου δωματίου που καθόμασταν με τον πληγωμένο πάνω στο κρεβάτι, για να λεηλατηθεί. Ο Τούρκος, κάποιος από τον Στρογγυλό, είχε σπάσει ένα μικρό καρπούζι, που φέραμε αρκετές ημέρες από το περβόλι μας και κρατώντας δυο κομμάτια - ένα στο κάθε του χέρι - και δαγκώνοντας πότε από το ένα και πότε από το άλλο ήλθε βιαστικός προς την κάμαρη την μεγάλη που μέναμε. Μόλις μας είδε συντρομάχτηκε. Δεν υπολόγιζε πως υπήρχαν εκεί μέσα άνθρωποι. «Καλημέρα σας» είπε στο τέλος, κάπως προσβλημένος κι απορημένος συγχρόνως. Τον χαιρετίσαμε κι εμείς και τους είπαμε να περάσει μέσα. Μόλις μπήκε κι είδε τις φωτογραφίες του Γρίβα, του Μακαρίου και των άλλων ηρώων του 1955-59 άρχισε να μας ειρωνεύεται κι να λέγει γιατί τις έχουμε αυτές. «Αν ήταν παλικάρια, γιατί δεν έρχονται τώρα» είπε. Μας ρώτησε επίσης, αν χρειαζόμαστε τίποτα, αν έχουμε ψωμί και νερό. Αφού τον διαβεβαιώσαμε, πως δεν χρειαζόμαστε του μιλήσαμε για τον πληγωμένο. Του είπαμε, πως ενώ βρισκόταν το παιδί στην αυλή, ήρθε μια σφαίρα, αδέσποτη, και τον κτύπησε. Φάνηκε πως μας πίστεψε ο Τούρκος. «Ω κρίμα» έκανε σαν λυπημένος. «Που είναι να δω» είπε. Του δείξαμε τότε τον πληγωμένο. «Κρίμα» είπε ξανά. «Να πάρετε γιατρό», μουρμούρισε, όταν πλησίασε τον άρρωστο. «Φοβούμαστε να βγούμε έξω. Θα μας παίξουν οι δικοί σας» του είπε αμέσως η μάνα μου. «Όχι, όχι δεν παίζει, κοίτα, τζι' εμένα κρατεί πιστόλιν τζιαί δεν παίζει» είπεν ο Τούρκος και μας έδειξε το πιστόλι του. |