Μαρτυρία - Πατήρ Σωτήριος Δαυϊδ - Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 4 |
σελίδα 4 από 6
Του μίλησα τότε εγώ. «Εφέντη», του είπα «εμείς δεν έχουμε αυτοκίνητο. Δεν ξέρουμε που να πάμε. Σας παρακαλούμε αν έχετε την καλοσύνη, εσείς που μπορείτε να μας βοηθήσετε».
«Δεν μπορώ. Εμέναν έχει δουλειά», μου λέει. Προθυμοποιήθηκεν όμως να μας παραγγείλει και μας βγάλει από την δύσκολη θέση μας. «Να, μας λέγει. Αυτή εκεί η αμαξούδα». Ήταν ένα καροτσάκι του καιρού μας, κάπως μεγάλο που βάζαμε, τότε τα μωρά, και τα παίρναμε περίπατο. «Βάρτε τον εκεί μέσα κι πάρτε τον στο χωριό Αφάνεια», μας λέει αμέσως.
Έτσι κάναμε κι' εμείς. Δεχτήκαμε την συμβολή του Τούρκου - δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς - και τον πήραμε περπατητοί στην Αφάνεια. Απλώσαμε δηλαδή, ένα πάπλωμα στην μικρήν αμαξούδα κι αφού τοποθετήσαμε πάνω τον πληγωμένο μας, πήγαν ο πατέρας του παιδιού, ο Νικολής, μαζί με την γριά μητέρα μου και τον πήραν στην Αφάνεια, στο διπλανό χωριό, περπατώντας δυο περίπου χιλιόμετρα. Όταν εφθάσαν εκεί, οι Τούρκοι, κάτοικοι της Αφάνειας, τους είπαν ότι δεν υπήρχε γιατρός εκεί κι ότι θα τον έπαιρναν οι ίδιοι στην Βατυλή, στο άλλο διπλανό μας χωριό. Τον πήραν λοιπόν - πάλιν ο γιος του Μίστερ κι ένας άλλος - για να τον πάρουν στην Βατυλή. Όπως είπαν αργότερα, ούτε εκεί υπήρχε γιατρός και πως θα τον έπαιρναν στο Βαρώσι. Όμως, από τότε, δεν ξανάδαμε τον Παναγιώτη ούτε ξανακούσαμε τίποτε γι' αυτόν, παρόλον ότι ο δεκαεξάχρονος αυτός νέος ήταν όχι τόσο σοβαρά διότι και μιλούσε και περπατούσε κάπως. Με την βοήθεια ενός γιατρού σίγουρα θα θεραπευόταν και θα γινόταν εντελώς καλά. Την μητέρα μου και τον πατέρα του πληγωμένου τους έφερε, ύστερα από αρκετή ώρα, από την Αφάνεια στην Άσσια, ένας άλλος καλός τούρκος κάτοικος της Αφάνειας, με το δικό του τράκτορ, κι τους κατέβασε τον καθένα στο σπίτι του, δίδοντάς τους από ένα ψωμί κι δυο χαλλούμια.
Η Σύλληψη Παπά Σωτήρη
Πέρασαν ακόμα μια ή δυο μέρες, οι Τούρκοι συγκέντρωναν όλους τους κατοίκους και μάθαμε ότι επρόκειτο για να τους φύγουν από την Άσσια. Πράγματι την 21ην του ιδίου μήνα συγκέντρωσαν την πρώτην παρτίαν, συνέλαβαν 50-60 άτομα και τα εξαφάνισαν. Την άλλην ημέραν 22ην Αυγούστου. Ημέραν Πέμπτην ήρθαν και στο σπίτι μας. Εμένα μου έδεσαν τα χέρια πίσω στη πλάτη και μας πήραν όλους έξω από το σπίτι μας και προχωρούσαμε. Όταν φθάσαμε στον Εθνικό Άσσιας μας χώρισαν. Την σύζυγο μου και τα 4 παιδιά μας, μαζί με την μητέρα μου, τους πήραν στην κάτω ενορίαν εκεί που είχαν τις γυναίκες. Εμένα με οδήγησαν στα καφενεία της πάνω ενορίας, γελώντας κι αστειευόμενοι με τους άλλους στρατιώτες που συναντούσαν στον δρόμο διότι κατόρθωσαν να συλλάβουν τον παπά, αποτελούσε μεγάλη λεία. «Πποππάς - πποππάς», έλεγαν κι ξανάλεγαν. |