σελίδα 5 από 6
Δεν σταμάτησε ο Τούρκος στρατιώτης που με οδηγούσε, στα καφενεία που ήσαν οι άλλοι αιχμάλωτοι όμηροι. Έμεινα μόνο για ένα λεπτό εκεί. Κάποιος άλλος στρατιώτης, ήρθε τρέχοντας και μου τράβηξε ελαφρά τα γένια. Κατόπιν, κάτι είπαν μεταξύ τους στα Τούρκικα κι εκείνος που με συνέλαβε μου έγνεψε να προχωρήσω. Προχωρήσαμε προς τον δρόμο που οδηγεί από το καφενείο της Εκκλησίας του Προδρόμου προς το σχολείο αλλά σε λίγο σταματήσαμε κι μπήκαμε στο σπίτι του Κύπρου, του σύγαμπρου του Χριστόφορου Πελεκάνου και του Χριστάκη Πιτρά. Φαίνεται ότι το σπίτι αυτό, του Κύπρου το μετάτρεψαν σε αρχηγείο. Όταν μπήκαμε μας περίμεναν δυο αξιωματικοί, ένας ψηλός κι ένας κάπως κοντός, μελαχρινοί κι οι δυο τους. Κάτι είπε πάλι ο οδηγός μου στον πρώτο. Τότε εκείνος άρχισε να μου μιλά στα Τούρκικα. Κατάλαβε όμως ότι δεν ξέρω να μιλώ την Τούρκικη γλώσσα, και αμέσως πήρε μια σφαίρα του πιστολιού και μου την έδειχνε. Φοβήθηκα πραγματικά τότε. Νόμισα ότι θα με σκότωνε μ' αυτήν. Μια Τούρκισσα όμως, αστυνομικός, που καθόταν εκεί δίπλα, ακούγοντας με να λέω «δεν ξέρω δεν καταλαμβαίνω Τούρκικα», άρχισε να μου μιλά Ελληνικά. Με ρώτησε ποιος είμαι κι αν ξέρω που υπάρχουν στρατιώτες και όπλα. Της είπα ότι είμαι ιερέας κι ότι οι ιερείς απαγορεύεται να πιάνουν όπλα στα χέρια τους. «Δεν ξέρω αν υπάρχουν ή πού υπάρχουν στρατιώτες. Δεν βγήκα από το σπίτι μου». Η Τουρκάλα αστυνομικός διεβίβασε αμέσως φαίνεται στον αξιωματικό τα λόγια μου, διότι εκείνος έκανε νόημα με το χέρι του να με απομακρύνουν. Ακόμα φοβόμουνα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν ήξερα τι θα με έκαναν. Άραγε θα με σκότωναν; Είχαμε ακούσει για τόσα πολλά εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι, τόσες πολλές φορές, με θύματα τους παπάδες. Εκείνοι πάντα τους έφταιγαν. Εμένα θα μου την εχάριζαν;
Ευτυχώς όμως, τους φώτισε ο Θεός και μου χάρισαν την ζωή. Σε λίγο φθάσαμε πάλι, πίσω στο σπίτι του Κυριάκου Χαπέσιη, δίπλα από το καφενείο, που ήταν όλοι οι άνδρες εκεί, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες. Κάθε τόσο μας πετούσαν κανένα τσαμπί σταφύλι, που έκλεβαν από τα δικά μας κλήματα. Αρκετοί γέροντες, όπως ο Χρίστος Χατζηλαϊφη κι ο Νικόλας Κούππα, γνώριζαν ευτυχώς καλά τα Τούρκικα και έτσι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με τους στρατιώτες φύλακες. Τους παρακαλέσαμε να μας αφήσουν να βγούμε να καθίσουμε στο καφενείο της Εκκλησίας και στο απέναντι καφενείο του Χρίστου, διότι η ζέστη που επικρατούσε εκεί ήταν αφόρητη και μας άφησαν.
Όταν ήρθε ο αξιωματικός να μας επιθεωρήσει, διέταξε και βγήκαμε από το σπίτι. Ξαπλώσαμε όλοι πάνω στις πλατιές βεράντες των καφενείων κι αναπνεύσαμε. Εκεί κοιμηθήκαμε όλοι την νύχτα. Δίπλα μου είχα τον Προδρομή Κ. Πελεκάνου (πρόεδρο της Εκκλησίας Αγ. Γεωργίου), τον Γεώργιο Πάκκο (πρόεδρο της Άσσιας) τον Δημήτρη Κούππα (Κουτσιερή) - ήξερε κι αυτός τούρκικα - τον Βασίλη Παντελή κι άλλους. Ο τελευταίος όταν νύχτωσε μου ψιθύρισε στ' αυτί: «Παπά, εγιώ εν να φύω πόψε». Και μου είπε την διαδρομή που θα έκαμνε. Του ευχήθηκα κι εγώ καλή δύναμη να του δώσει ο Θεός και ξεκίνησε.
|