Μαρτυρία - Πατήρ Σωτήριος Δαυϊδ - Μαρτυρία Πάτερ Σωτήριος 2 |
σελίδα 2 από 6
Υπολογίζουμε, ότι όλοι αυτοί, οι ταλαίπωροι συγχωριανοί και συμπατριώτες μας, θα βρίσκονταν στο σχολείο, ή πάνω στο κύριο δρόμο κοντά στο καφενείο του Γιώρκου του Παρτού. Μάλλον εκεί θα ήταν, διότι όταν η γυναίκα του Παρτού διαμαρτυρήθηκε, κάποιος Τούρκος σήκωσε το όπλο του και την σκότωσε. Ο Θεός αναπαύσει την ψυχή της. Ήταν τόσο καλή και τόσο πονόψυχη η καημένη η Ουρανία. Προσπαθούσε πάντοτε με όλην της την καρδιά, να συμβουλέψει, να καθοδηγήσει κι να εξυπηρετήσει όλους κι Έλληνες και Τούρκους.
Ένας τραυματίας από τον τοίχο
Όπως αντιλαμβάνεσαι, αγαπητέ Τζωρτζή, εμείς από το σπίτι μας δεν ξεμυτίσαμε. Ούτε στην εκκλησία πήγα για να δω τι έγινε. Από τον φόβο μας μείναμε τρυπωμένοι κάτω από τα χαμηλά στιάδκια των αίγων μέσα στην μάντρα, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή κι το δικό μας θάνατο.
Δεν έφθαναν αυτά. Επάνω στον φόβο μας ήλθε σύντομα να προστεθεί κι άλλος. Μια-δυο μέρες από την ημέραν που μπήκαν οι Τούρκοι, εκεί που καθόμασταν, άκουσα κάποιον να μου φωνάζει: «Παπά, Παπασωτήρη, είσ' έσσω;» Πετάχτηκα απάνω. «Ναι, ποιος ένι;» είπα. «Είμαι ο Νικολής του Λοϊζή του Σιωφέρη» απάντησε εκείνος. «Επαίξαν τον γιόν μου, παπά, βοήθαμε να τον φέρουμε σπίτι σου» είπε ξανά. Ο Νικολής, μαζί με τον γυιό του βρίσκονταν στην διπλανή μάντρα, του Κωστή του Μαυρή, που χωριζόταν από την δική μας με ένα πανύψηλο πλινθόχτιστον τοίχο. Βοηθήσαμε όλοι κι περάσαμε πάνω από τον τοίχο τον πληγωμένο γυιό του, τον Παναγιώτη. Απλώσαμε μια κουβέρτα χάμω, κάτω από τα υπόστεγα των γιδιών, με τις χαμηλές λαμαρίνες που έκαιγαν εξαιτίας του καλοκαιρινού, κι βάλαμε το παιδί, ένα λεβέντη 16 χρονών, τελειόφοιτο του γυμνασίου, να ξαπλώσει. Στο μεταζύ για να μην προδώσουμε τις θέσεις μας, τις αίγες τις ψηλώσαμε από τον τοίχο κι' έπεσαν στην μάντρα του Μαυρή. «Τι συνέβη; Πώς έγινε;» ρώτησα τον πατέρα του. «Να, μου λέγει ο Νικολής, καθόμασταν στο σπίτι μου, μέσα στο χώλ. Ήρθαν δυο Τουρκοκύπριοι. Με την πρώτην κοντακιά, που έδωσαν της πόρτας, άνοιξε. Η γυναίκα μου κι η κόρη μου - τα άλλα μου παιδιά ο Λοϊζος κι ο Δημήτρης έλειπαν στο στρατό - έτρεξαν φοβισμένες στο διπλανό συνεχόμενο δωμάτιο, την τραπεζαρία, προσπαθώντας να κρυφτούν. Έμεινα εγώ και προσπάθησα να τους καλοπιάσω. «Φός κελτίν εφέντημ, καλωσορίσετε εφέντημ, εμπάτ' έσσω, εφέντη» τους είπα. Τότε ένας από αυτούς, άρχισε να με υβρίζει κι να μου φωνάζει αγριεμένα: «Είμαι εφέντης, ρε πεζεβέγκη, είμαι εφέντης τωρά α; έλα έξω ρε» μου λέγει, και άρχισε να υβρίζει την μάναν μου, την ράτσαν μου κι την γενιάν μου, ενώ συγχρόνως με προτεταμένα τα όπλα τους έμπαιναν μέσα. Εγώ όταν τους είδα, σήκωσα τα χέρια μου κι ακούμπησα την ράχη στον τοίχο. Τότε, ήταν που έγινε το κακό. Την ίδια εκείνη στιγμή, ο Παναγιώτης που τον είχαμε χωσμένο μέσα στο κοτέτσι, όταν άκουσε τις συνομιλίες, χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγαν άνοιξε την πόρτα που έβλεπε στην αυλή μας και παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά τους.
Ο Τούρκος, για εκδίκηση ίσως, είτε γιατί πήρε το παιδί για στρατιώτη, τράβηξε την σκανδάλη και τον χτύπησε. Αμέσως και οι δυο Τούρκοι έφυγαν από το σπίτι. |