Λαογραφία |
σελίδα 1 από 5
Παιγνίδια που παίζονται στο χωριό Άσσια
Τα παιγνίδια κάθε τόπου είναι ένα σημάδι του πολιτισμού και της πνευματικής ανάπτυξής του. Είναι συνάρτηση του τρόπου ζωής, του κλίματος, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του πληθυσμού, των ηθών κι εθίμων του.
Γι' αυτό βλέπουμε να διαφέρουν από χώρα σε χώρα ή ακόμα κι από χωριό σε χωριό. Φυσικά οι διαφορές στο πέρασμα του χρόνου είναι ακόμα πιο φανερές κι έντονες γιατί άλλα εξαφανίζονται κι άλλα αντέχουν κι επιβιώνουν όπως μας αποδείχνουν παραστάσεις από την αρχαιότητα.
Στην εργασία όμως αυτή θα περιοριστούμε μόνο σε μια αναφορά σε μερικά παιγνίδια που παίζονταν πιο πολλά στο χωρίο μας, την Άσσια.
Πολλοί απ' όσους θα διαβάσουν όσα ακολουθούν θα τα ξέρουν ή θα τα θυμούνται διαφορετικά κι άλλοι θα μπορούσαν να δώσουν πολλές σελίδες για να συμπληρωθεί ο κατάλογος.
Τα κυριότερα παιγνίδια για τις κοπέλες ήταν «οι κουμέρες», μια αναπαράσταση της ζωής, όπως την ζούσαν στα σπίτια τους καθημερινά, και για τ' αγόρια τα «ππιριλιά», η «μάππα» και το «χωστό» (κρυφτό).
Το χωστό
Μαζευόταν η παρέα ή η γειτονιά και τα «έλεγαν». Έλεγαν δηλαδή ένα τάξιμο: π.χ. το «αϊ πάϊ τόμτούμ πέσς παρά πουντούμ άμανα γκιράμ πεγιαντάμ πεγιάς» ή το «καριοφύλλι και κανέλλα, διάλεξέ μου μιαν κοπέλλαν από τούτην ως ετούτην η καλλύττερη μ' εν τούτη». Τότε μέχρι να μετρήσει μέχρι το εκατόν αυτός που τα «καμμούσε», οι άλλοι έτρεχαν να κρυφτούν. Μετά το εκατόν αυτός που τα «καμμούσε» έψαχνε να τους βρει. Κι όταν έβρισκε κανένα, έτρεχε για να τον «φτύσει» να πει δηλαδή «πτου ο τάδε». Και το παιχνίδι συνεχιζόταν στον ίδιο ρυθμό με τους καυγάδες και τις διαφωνίες που ήταν πολύ συνηθισμένες.
Η κολοτζιά
Ένα άλλο παιχνίδι ήταν «η κολοτζιά». Κάθονταν όλοι σταυροπόδι και σε κύκλο. Ένας ή μια, γιατί το παιχνίδι αυτό παιζόταν κι από τα αγόρια κι από τα κορίτσια, έμενε έξω από τον κύκλο κρατώντας ένα μαντίλι με μια μικρή πέτρα δεμένη μέσα ή δεμένο σε κόμπο και γυρόφερνε τραγουδώντας «αυκά, αυκά γοράζω τα πουλώ τα, πουλώ τα του θκειού μου του κολόκα που κάμνει κολοκούδκια που τρων τα κοπελλούδκια». Καθώς γύριζε και τραγουδούσε άφηνε κρυφά το μαντίλι πίσω από κάποιον που αν δεν το έπαιρνε είδηση και τον προλάμβαινε στον επόμενο γύρο θα τον κτυπούσε με το μαντίλι μέχρι που τρέχοντας να δώσει ένα γύρο και να ξαναβρεθεί στη θέση του. Αν καταλάβαινε ότι του 'βαλαν το μαντίλι, το έπαιρνε και κυνηγούσε αυτός τον άλλο.
|