Λαογραφία |
Παιγνίδια που παίζονται στο χωριό Άσσια
Τα παιγνίδια κάθε τόπου είναι ένα σημάδι του πολιτισμού και της πνευματικής ανάπτυξής του. Είναι συνάρτηση του τρόπου ζωής, του κλίματος, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του πληθυσμού, των ηθών κι εθίμων του.
Γι' αυτό βλέπουμε να διαφέρουν από χώρα σε χώρα ή ακόμα κι από χωριό σε χωριό. Φυσικά οι διαφορές στο πέρασμα του χρόνου είναι ακόμα πιο φανερές κι έντονες γιατί άλλα εξαφανίζονται κι άλλα αντέχουν κι επιβιώνουν όπως μας αποδείχνουν παραστάσεις από την αρχαιότητα.
Στην εργασία όμως αυτή θα περιοριστούμε μόνο σε μια αναφορά σε μερικά παιγνίδια που παίζονταν πιο πολλά στο χωρίο μας, την Άσσια.
Πολλοί απ' όσους θα διαβάσουν όσα ακολουθούν θα τα ξέρουν ή θα τα θυμούνται διαφορετικά κι άλλοι θα μπορούσαν να δώσουν πολλές σελίδες για να συμπληρωθεί ο κατάλογος.
Τα κυριότερα παιγνίδια για τις κοπέλες ήταν «οι κουμέρες», μια αναπαράσταση της ζωής, όπως την ζούσαν στα σπίτια τους καθημερινά, και για τ' αγόρια τα «ππιριλιά», η «μάππα» και το «χωστό» (κρυφτό).
Το χωστό
Μαζευόταν η παρέα ή η γειτονιά και τα «έλεγαν». Έλεγαν δηλαδή ένα τάξιμο: π.χ. το «αϊ πάϊ τόμτούμ πέσς παρά πουντούμ άμανα γκιράμ πεγιαντάμ πεγιάς» ή το «καριοφύλλι και κανέλλα, διάλεξέ μου μιαν κοπέλλαν από τούτην ως ετούτην η καλλύττερη μ' εν τούτη». Τότε μέχρι να μετρήσει μέχρι το εκατόν αυτός που τα «καμμούσε», οι άλλοι έτρεχαν να κρυφτούν. Μετά το εκατόν αυτός που τα «καμμούσε» έψαχνε να τους βρει. Κι όταν έβρισκε κανένα, έτρεχε για να τον «φτύσει» να πει δηλαδή «πτου ο τάδε». Και το παιχνίδι συνεχιζόταν στον ίδιο ρυθμό με τους καυγάδες και τις διαφωνίες που ήταν πολύ συνηθισμένες.
Η κολοτζιά
Ένα άλλο παιχνίδι ήταν «η κολοτζιά». Κάθονταν όλοι σταυροπόδι και σε κύκλο. Ένας ή μια, γιατί το παιχνίδι αυτό παιζόταν κι από τα αγόρια κι από τα κορίτσια, έμενε έξω από τον κύκλο κρατώντας ένα μαντίλι με μια μικρή πέτρα δεμένη μέσα ή δεμένο σε κόμπο και γυρόφερνε τραγουδώντας «αυκά, αυκά γοράζω τα πουλώ τα, πουλώ τα του θκειού μου του κολόκα που κάμνει κολοκούδκια που τρων τα κοπελλούδκια». Καθώς γύριζε και τραγουδούσε άφηνε κρυφά το μαντίλι πίσω από κάποιον που αν δεν το έπαιρνε είδηση και τον προλάμβαινε στον επόμενο γύρο θα τον κτυπούσε με το μαντίλι μέχρι που τρέχοντας να δώσει ένα γύρο και να ξαναβρεθεί στη θέση του. Αν καταλάβαινε ότι του 'βαλαν το μαντίλι, το έπαιρνε και κυνηγούσε αυτός τον άλλο.
«Ππίλακκα - κούκο»
«Ππίλακκα-κούκο». Αυτό ήταν ένα άλλο αγαπημένο παιγνίδι. Βασικά «σύνεργα» γι' αυτό ήταν ο «κούκος» μια μικρή στρογγυλή πέτρα και «η ππίλακκα» μια πλακουτσωτή. Έστηναν λοιπόν τον «κούκο» σ' ένα μικρό βουναλάκι και κάποιος, αφού πρώτα τα «έλεγαν», το φύλαγε. Οι άλλοι έριχναν τις ππίλακκες για να ρίξουν τον κούκο κάτω. Όσοι δεν τον πετύχαιναν πήγαιναν και στέκονταν δίπλα στις πέτρες τους, έτοιμοι να τις πάρουν και να φύγουν. Μόλις κάποιος άλλος τον πετύχαινε πριν προλάβει αυτός που τον φύλαγε να τον ξαναστήσει στη θέση του και να τους κυνηγήσει. Αν προλάμβανε κάποιον πριν περάσει τη γραμμή, τότε αυτός «καθόταν» και τα «φύλαγε».
Τα γλυκά
Αγαπητό στα κορίτσια ήταν το παιγνίδι που ονομαζόταν «τα γλυκά». Δυο κοπέλες κρατούσαν τα χέρια τους σε καμάρα και οι υπόλοιπες, η μια πίσω από την άλλη, περίμεναν σειρά για να περάσουν από κάτω. Μόλις μια κοπέλα πλησίαζε κατέβαζαν τα χέρια τους, την έκλειναν μέσα και την ρωτούσαν. «Ποιο γλυκό σ' αρέσει; Το καρύδι ή το κεράσι;» Εξυπακούεται ότι από πριν καθοριζόταν ποιο γλυκό αντιπροσώπευε η κάθε μια. Ανάλογα λοιπόν με την απάντησή της, με το πιο γλυκό δηλαδή διάλεγε, στεκόταν και πίσω από την αντίστοιχη κοπέλα. Στο τέλος οι δυο ομάδες που σχηματίζονταν τραβούσαν η μια την άλλη για να δουν ποια θα νικήσει. Νικήτρια αναδεικνυόταν αυτή που θα έριχνε τους αντίπαλους.
«Το λιγκρί»
«Το λιγκρί». Πάνω σε δυο πέτρες τοποθετούσαν οριζόντια ένα λεπτό ξύλο, το λιγκρί. Ο παίκτης κρατούσε ένα άλλο πιο μεγάλο και μ' αυτό κτυπούσε τρεις φορές λέγοντας «μάτσας», «δκυότας», «τρίτσας», «αντρικουλίτσας» δηλαδή μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές.
«Πάπλωμα χρυσό»
Ένα άλλο παιχνίδι που διασκέδαζε ήταν το «πάπλωμα χρυσό». Στέκονταν όλες γραμμή και μια που έμπαινε μπροστά τους ρωτούσε την πρώτη στη γραμμή.
- Έχεις πάπλωμα χρυσό; - Έχω και μεταξωτό, απαντούσε η άλλη και διεξαγόταν ο πιο κάτω διάλογος: - Στείλε μου το να το δω - Πήρεν το ο γιος μου στο σκολειό - Μα άκουσα πως πέθανε - Ποιος παπάς τον έθαψε; - Ο παπάς ο γούμενος τζι η παπαδκιά η γουμένισσα - Έχεις τόπο να περάσουμε;
Και τότε περνούσε η πρώτη σταυρώντοντας τα χέρια με την άλλη κοπέλα. Το ίδιο επαναλαμβανόταν με την κάθε μια ξεχωριστά. Όταν τέλειωναν όλες, η τελευταία της σειράς έμπαινε πρώτη και εκείνη που ρωτούσε προηγουμένως, τελευταία.
«Πιπόνια» ή «οι κλέφτες»
Τα «πιπόνια» ή «οι κλέφτες», παιζόταν μόνο από αγόρια. Χωρίζονταν σε δυο ομάδες, τους κλέφτες κι αστυνόμους, όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι κλέφτες προσπαθούσαν να κλέψουν τα πεπόνια χαλώντας τα βουναλάκια από χώμα που η παιδική φαντασία τα ήθελε ολόγλυκα πεπόνια. Οι άλλοι τότε τους κυνηγούσαν για ν' αλλάξουν σε λίγο οι ρόλοι.
«Πού 'ννα πας κοτζιάκαρη»
Άλλο ένα παιγνίδι που έδινε αφορμή για κυνηγητό ήταν το «πού 'ννα πας κοτζιάκαρη». Μια κοπέλα που κρατούσε βέργα έκανε την κοτζιάκαρη. Σκυφτή-σκυφτή και με το μπαστούνι της, κι οι άλλες τη ρωτούσαν: - Πού 'ννα πας κοτζιάκαρη; - Εννά πάω στην κόρην μου, απαντούσε αυτή. - Εννά πάω τζιαι εγιώ, - Μα έσιει σσιύλλον τζιαι δακκάννει. - Εσέναν εν σε δακκάνει; - Οϊ, δκιω του ψουμί τζαι τυρίν. - Δκιούμεν του τζι εμείς.
«Τ΄Άι Κουντητού»
«Τ΄Άι Κουντητού». Αυτό το παιγνίδι δεν χρειαζόταν καμία προσυνεννόηση και παιζόταν οπουδήποτε. Συνηθιζόταν όμως το καλοκαίρι μέσα στα στρωμένα αλώνια. Αρκούσε να πει κάποιος «σήμερα εν τ' Άι Κουντητού» για ν' αρχίσουν όλοι να σπρώχνονται. Αλίμονο σ' όποιον έπεφτε κάτω.
«Άλλη μια κολοτζυδκιά»
«Άλλη μια κολοτζυδκιά» διαφορετική όμως τούτη τη φορά. Κάθονταν, όσοι θα λάμβαναν μέρος, π.χ. 5 άτομα, χαμαί και σχημάτιζαν κύκλο παίρνοντας ο καθένας έναν αριθμό. Ένας στεκόταν στη μέση κι έλεγε: «Έχω πέντε κολοκύθια. Σε ποιόν να τα χαρίσω;» Εκείνος που είχε τον αριθμό πέντε έπρεπε ν' αντιδράσει αμέσως λέγοντας «Γιατί πέντε;». Τότε ο πρώτος ξαναρωτούσε «Αμέ πόσα;» Ο άλλος έλεγε έναν αριθμό και επαναλαμβάνονταν τα ίδια. Όποιος δεν προλάμβαινε ν' απαντήσει έβγαινε έξω. Το ίδιο ίσχυε και γι' αυτόν που ήταν μέσα και είχε τον αριθμό ένα.
«Η δασκάλα»
Το τελευταίο παιγνίδι που περιγράφεται είχε το όνομα «η δασκάλα». Μοιάζει με ένα παιγνίδι που παίζεται σήμερα κι ονομάζεται «Γέρο, γέρο βασιλιά».
Ένας ή μια ξεχώριζε και στεκόταν απέναντι από του άλλους. Ήταν η «δασκάλα», κι έδινε στοιχεία για κάποιο αντικείμενο που σκεφτόταν. Έλεγε π.χ. - έχει φύλλα μακριά, κάμνει κάτι πράγματα κόκκινα, μικρά και στρογγυλά. Οι υπόλοιποι άρχισαν ν' αραδιάζουν όσα δέντρα έφτιαχναν τέτοιους καρπούς, ή ζητούσαν κι άλλες πληροφορίες για να είναι βέβαιοι για την απάντησή τους.
Αυτός που το έβρισκε έπαιρνε τη θέση της δασκάλας και το παιγνίδι συνεχιζόταν.
Δίστιχα και άλλα που τραγουδούσαν οι Ασσιώτες τον παλιό καιρό
Αγάπα με να σ' αγαπώ, θέλε με να σε θέλω, γιατί εννάρτει ένας τζιαιρός να θες τζιαι να μη θέλω.
Που τα τωρά τζιαι επέλλανα τζι ακόμα πόσον άλλον, να δω τα σιέρκα της τα δκυο να αγκαλιάζουν άλλον!
Αγάπη έννεν πωρικόν να φας τζιαι να σου μείνει, παρά λαμπρόν μες στην καρκιάν π' αφταίννει σαν καμίνιν.
Αγάπουν την τζι αγάπαν με τζιαι είχα την μεράκκιν, μα εν τη εφίλουν ο πελλός τζι έφκαλεν μ' αχαμάκκην.
Όσα φιλιά μου έδωσες λοάρκαστα τζιαι πες μου, να τα πληρώσω τζι εν πατώ στην πόρταν σου ποττέ μου.
Νάιν πεθάνω που μιτσής ήταν καλλύττερά μου, μάγγον ευρέχουμουν τωρά, να ξώδκιαζα τόσον ππαράν για σέναν, πέρτικά μου.
Το μόνον μου παράπονον είναι που δεν σε βλέπω, τζιαι σκοτεινόν μου φαίνεται το μέρος όπου μένω.
Τα κάλλη τζιαι τες ομορκιές να' ν τρόπος να τα πούλες, όπου υπάρχουν άνοστες ομόρφιζες τες ούλες.
Ν' αννοίξουν τον παράδεισον τζιαι να μου πουν εμπάσσω, τζιαι νά'μαι μες στ' αγκάλια σου καθόλου εν ταράσσω.
Που τον τζιαιρόν που την βουρώ εμέρωννα λιοντάρι, τζιαι την κουφήν με το θερκόν έκαμνα τα ζευκάρη.
Πο ούλα πόσιεις πάνω σου τ' μμάθκια σου μ' αρέσαν, γιατι εν μαύρα τζι όμορφα τζι έχουν αγάπες μέσα.
Η μάνα της με 'τίμαζεν να μ' εύρει σκοτωμένον, γιατ' έκαμα την κόρην της τζιαι θέλει χαρτωμένον.
Όσες τζι αν έσιει το χωρκόν εν ο ανθός τους τζιείνη, τζιαι πρέπει της αθάνατη πάνω στην γη να μείνει.
Θεέ μου, πού'σαι στα ψηλά, στα χαμηλά κατέβα, να δεις τ' αγγόνια π' άφηκεν χαμαί στην γην η Εύα, πως έσιει που της μοιάζουσιν, 'κόμα που την χασκιάζουσιν, τζι αν θέλεις πάλ' ανέβα.
Ρέσσεις τζιαι δεν με σιαιρετάς, μα εννά σε ρίξω που πετάς στου ουρανού τα ύψη, τζιαι να' ρτει τζιαι το σόιν σου καρτσίν μου τζιαι να σσιύψει.
Λαμπρά τρώω, λαμπρά πίννω, κάρβουνα καταπίννω, σαράντα βρύσες το νερόν πίννω το τζι εν τα σβήννω.
Τούτος ο κόσμος εν δεντρίν τζι εμείς το πωρικόν του, τζι ο χάρος εν ο τρυγητής που παίρνει τον καρπόν του.
Ευχές που συνηθίζονταν στο χωριό Άσσια
Έχε την ευτσιήν μου τζι ο Θεός να σε βοηθά πάντα στο καλόν.
Έχε την ευτσιήν μου τζιαι να σε βλέπει ο Θεός που δύνεται.
Ο Θεός τζι η Παναϊα μαζί σου.
Έχε τες ευτσιές μου τζι ο Θεός να σε καλοτυχίζει.
Έχε τες ευτσιές του Χριστού τζιαι τες δικές μου τζιαι τα ελέη του Χριστού να κάμνεις.
Την ευτσιήν μου να' σιεις τζιαι να προκόψεις.
Έχε την ευτσιήν μου κόρη μου, τζιαι να σιλιογρονίσεις, στον Άην Τάφο του Χριστού να πας να προσκυνήσεις.
Έχε την ευτσιήν μου τζιαι πάντα καλά να βρίσκεις μπροστά σου.
Ο Θεός να σε αξιώσει να γίνεις καλός άνθρωπος.
Έχε την ευτσιήν μου τζιει που πάεις, τζιει που έρκεσαι.
Έχε την ευτσιήν μου τζιαι να έχεις τα ελέη του Θεού στο σπίτι σου.
Έχε την ευτσιήν μου τζιαι να σε (δ)ω δεσπότην.
Ο Θεός να σε γλέπει τζιαι να σε σιέπει.
Κατάρες που συνηθίζονταν στο χωριό Άσσια
Που ν' σιεις τη κατάραν μου. Την κατάραν μου ν' σιεις.
Που ν' σιεις την κατάραν μου τζιαι να μεν προκόψεις.
Οι πέτρες τζιαι τα χώματα ναν ψουμιά τζιαι να μεν χορτοψουμίσεις.
Ίσσιαλλα που να σε (δ) ω σκοτωμένον.
Ο Θεός να μεν σ' αφήκει να προκόψεις.
Που να ππέσει λαμπρόν να σε κάψει.
Όσην αλήθκειαν λαλείς τόσον φως να (δ) ουν τα 'μμάδκια σου.
Που να βκουν τα 'μμάδκια σου.
Που να μεν ιξημερωθείς.
Να στραωχείς τζιαι να πιχαμίζεις τους τοίχους.
Που να πάεις τζιαι να μεν γυρίσεις.
Που να σ' έχω στο Θεόν αγκαλεμένον.
Όρκοι που συνηθίζονταν στην Άσσια
Να μεν ταράξω που τον τόπον μου αν σου λαλώ ψέματα.
Να μεν χαρώ το φως μου.
Να μεν ιξημερωχώ.
Να κοπούν τα σιέρκα μου.
Να μεν ταράξω 'που δαχαμαί.
Να μεν λαλούν τ' όνομά μου.
Πηγή: ΑΣΣΙΑ ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής, Λευκωσία 1983 - Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια» |